Βοήθεια στα αρχαία - χρονική αντικατάσταση στο εξεκηρυχθήτε

valentina¡

Νεοφερμένος

Η valentina¡ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι Μαθήτρια Β' λυκείου. Έχει γράψει 117 μηνύματα.
ξέρει κανείς χρονική αντικατάσταση εξεκηρυχθητε ; θα με γλίτωνε από πολύ κόπο
 

γιαννης_00

Επιφανές μέλος

Ο γιαννης_00 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 23 ετών, Μαθητής Α' γυμνασίου και μας γράφει απο Πειραιάς (Αττική). Έχει γράψει 9,579 μηνύματα.
1709242137269.png

1709242181293.png
 

γιαννης_00

Επιφανές μέλος

Ο γιαννης_00 αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 23 ετών, Μαθητής Α' γυμνασίου και μας γράφει απο Πειραιάς (Αττική). Έχει γράψει 9,579 μηνύματα.
Αυτο είναι α ενικός , εγώ θέλω β πληθυντικό : )
ε δεν ξερω να βρω πιο πολλα ειμαι και ασχετος.
Να κοιτα εδω εσυ που ξερεις ..κόλλα και το ''εξ'' και θα εχεις αυτο που θελεις

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κηρύττω / κηρύσσω»

Ενεργητική Φωνή

Ενεστώτας
Οριστική
κηρύττω, κηρύττεις, κηρύττει, κηρύττομεν, κηρύττετε, κηρύττουσι(ν)
& κηρύσσω, κηρύσσεις, κηρύσσει, κηρύσσομεν, κηρύσσετε, κηρύσσουσι(ν)
Υποτακτική
κηρύττω, κηρύττῃς, κηρύττῃ, κηρύττωμεν, κηρύττητε, κηρύττωσι(ν)
Ευκτική
κηρύττοιμι, κηρύττοις, κηρύττοι, κηρύττοιμεν, κηρύττοιτε, κηρύττοιεν
Προστακτική
---, κήρρυττε, κηρυττέτω, ---, κηρύττετε, κηρυττόντων (ή κηρυττέτωσαν)
Απαρέμφατο
κηρύττειν
Μετοχή
κηρύττων, κηρύττουσα, κηρῦττον

Παρατατικός
Οριστική
ἐκήρυττον, ἐκήρυττες, ἐκήρυττε, ἐκηρύττομεν, ἐκηρύττετε, ἐκήρυττον

Μέλλοντας
Οριστική
κηρύξω, κηρύξεις, κηρύξει, κηρύξομεν, κηρύξετε, κηρύξουσι(ν)
Ευκτική
κηρύξοιμι, κηρύξοις, κηρύξοι, κηρύξοιμεν, κηρύξοιτε, κηρύξοιεν
Απαρέμφατο
κηρύξειν
Μετοχή
κηρύξων, κηρύξουσα, κηρῦξον

Αόριστος
Οριστική
ἐκήρυξα, ἐκήρυξας, ἐκήρυξε(ν), ἐκηρύξαμεν, ἐκηρύξατε, ἐκήρυξαν
Υποτακτική
κηρύξω, κηρύξῃς, κηρύξῃ, κηρύξωμεν, κηρύξητε, κηρύξωσι(ν)
Ευκτική
κηρύξαιμι, κηρύξαις / κηρύξειας, κηρύξαι / κηρύξειε(ν), κηρύξαιμεν, κηρύξαιτε, κηρύξαιεν / κηρύξειαν
Προστακτική
---, κήρυξον, κηρυξάτω, ---, κηρύξατε, κηρυξάντων (ή κηρυξάτωσαν)
Απαρέμφατο
κηρῦξαι
Μετοχή
κηρῦξας, κηρύξασα, κηρῦξαν

Παρακείμενος
Οριστική
κεκύρηχα, κεκήρυχας, κεκήρυχε, κεκηρύχαμεν, κεκηρύχατε, κεκηρύχασι(ν)

Υποτακτική
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός ὦ
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός ᾖς
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός ᾖ
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα ὦμε
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα ἦτε
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα ὦσι

Ευκτική
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός εἴην
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός εἴης
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός εἴη
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα εἴημεν (εἶμεν)
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα εἴητε (εἶτε)
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα εἴησαν (εἶεν)

Προστακτική
---
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός ἴσθι
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός ἔστω
---
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα ἔστε
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα ἔστων

Απαρέμφατο
κεκηρυχέναι
Μετοχή
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός

Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐκεκηρύχειν, ἐκεκηρύχεις, ἐκεκηρύχει, ἐκεκηρύχεμεν, ἐκεκηρύχετε, ἐκεκηρύχεσαν

Μέση Φωνή

Ενεστώτας
Οριστική
κηρύττομαι, κηρύττῃ/κηρύττει, κηρύττεται, κηρυττόμεθα, κηρύττεσθε, κηρύττονται
Υποτακτική
κηρύττωμαι, κηρύττῃ, κηρύττηται, κηρυττώμεθα, κηρύττησθε, κηρύττωνται
Ευκτική
κηρυττοίμην, κηρύττοιο, κηρύττοιτο, κηρυττοίμεθα, κηρύττοισθε, κηρύττοιντο
Προστακτική
---, κηρύττου, κηρυττέσθω, ---, κηρύττεσθε, κηρυττέσθων ή κηρυττέσθωσαν
Απαρέμφατο
κηρύττεσθαι
Μετοχή
κηρυττόμενος
κηρυττομένη
κηρυττόμενον

Παρατατικός
Οριστική
ἐκηρυττόμην, ἐκηρύττου, ἐκηρύττετο, ἐκηρυττόμεθα, ἐκηρύττεσθε, ἐκηρύττοντο

Μέλλοντας
Οριστική
κηρύξομαι, κηρύξῃ/κηρύξει, κηρύξεται, κηρυξόμεθα, κηρύξεσθε, κηρύξονται
Ευκτική
κηρυξοίμην, κηρύξοιο, κηρύξοιτο, κηρυξοίμεθα, κηρύξοισθε, κηρύξοιντο
Απαρέμφατο
κηρύξεσθαι
Μετοχή
κηρυξόμενος
κηρυξομένη
κηρυξόμενον

Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κηρυχθήσομαι, κηρυχθήσῃ κηρυχθήσει, κηρυχθήσεται, κηρυχθησόμεθα, κηρυχθήσεσθε, κηρυχθήσονται
Ευκτική
κηρυχθησοίμην, κηρυχθήσοιο, κηρυχθήσοιτο, κηρυχθησοίμεθα, κηρυχθήσοισθε, κηρυχθήσοιντο
Απαρέμφατο
κηρυχθήσεσθαι
Μετοχή
κηρυχθησόμενος
κηρυχθησομένη
κηρυχθησόμενον

Αόριστος
Οριστική
ἐκηρυξάμην, ἐκηρύξω, ἐκηρύξατο, ἐκηρυξάμεθα, ἐκηρύξασθε, ἐκηρύξαντο
Υποτακτική
κηρύξωμαι, κηρύξῃ, κηρύξηται, κηρυξώμεθα, κηρύξησθε, κηρύξωνται
Ευκτική
κηρυξαίμην, κηρύξαιο, κηρύξαιτο, κηρυξαίμεθα, κηρύξαισθε, κηρύξαιντο
Προστακτική
---, κήρυξαι, κηρυξάσθω, ---, κηρύξασθε, κηρυξάσθων
Απαρέμφατο
κηρύξασθαι
Μετοχή
κηρυξάμενος
κηρυξαμένη
κηρυξάμενον

Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐκηρύχθην, ἐκηρύχθης, ἐκηρύχθη, ἐκηρύχθημεν, ἐκηρύχθητε, ἐκηρύχθησαν
Υποτακτική
κηρυχθῶ, κηρυχθῇς, κηρυχθῇ, κηρυχθῶμεν, κηρυχθῆτε, κηρυχθῶσι(ν)
Ευκτική
κηρυχθείην, κηρυχθείης, κηρυχθείη, κηρυχθείημεν ή κηρυχθεῖμεν, κηρυχθείητε ή κηρυχθεῖτε, κηρυχθείησαν ή κηρυχθεῖεν
Προστακτική
---, κηρύχθητι, κηρυχθήτω, ---, κηρύχθητε, κηρυχθέντων ή κηρυχθήτωσαν
Απαρέμφατο
κηρυχθῆναι
Μετοχή
κηρυχθείς
κηρυχθεῖσα
κηρυχθέν

Παρακείμενος
Οριστική
κεκήρυγμαι, κεκήρυξαι, κεκήρυκται, κεκηρύγμεθα, κεκήρυχθε, κεκηρυγμένοι εἰσί(ν)

Υποτακτική
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον ὦ
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον ᾖς
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον ᾖ
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα ὦμεν
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα ἦτε
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα ὦσι

Ευκτική
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον εἴην
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον εἴης
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον εἴη
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα εἴημεν (εἶμεν)
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα εἴητε (εἶτε)
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα εἴησαν (εἶεν)

Προστακτική
---, κεκήρυξο, κεκηρύχθω, --- κεκήρυχθε, κεκηρύχθων ή κεκηρύχθωσαν

Απαρέμφατο
κεκηρῦχθαι
Μετοχή
κεκηρυγμένος,
κεκηρυγμένη,
κεκηρυγμένον

Υπερσυντέλικος
ἐκεκηρύγμην
, ἐκεκήρυξο, ἐκεκήρυκτο, ἐκεκηρύγμεθα, ἐκεκήρυχθε, κεκηρυγμένοι ἦσαν

εδω και το σαιτ αυτου του καλου ανθρωπου που τα γραφει
 

valentina¡

Νεοφερμένος

Η valentina¡ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι Μαθήτρια Β' λυκείου. Έχει γράψει 117 μηνύματα.
ε δεν ξερω να βρω πιο πολλα ειμαι και ασχετος.
Να κοιτα εδω εσυ που ξερεις ..κόλλα και το ''εξ'' και θα εχεις αυτο που θελεις

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κηρύττω / κηρύσσω»

Ενεργητική Φωνή

Ενεστώτας
Οριστική
κηρύττω, κηρύττεις, κηρύττει, κηρύττομεν, κηρύττετε, κηρύττουσι(ν)
& κηρύσσω, κηρύσσεις, κηρύσσει, κηρύσσομεν, κηρύσσετε, κηρύσσουσι(ν)
Υποτακτική
κηρύττω, κηρύττῃς, κηρύττῃ, κηρύττωμεν, κηρύττητε, κηρύττωσι(ν)
Ευκτική
κηρύττοιμι, κηρύττοις, κηρύττοι, κηρύττοιμεν, κηρύττοιτε, κηρύττοιεν
Προστακτική
---, κήρρυττε, κηρυττέτω, ---, κηρύττετε, κηρυττόντων (ή κηρυττέτωσαν)
Απαρέμφατο
κηρύττειν
Μετοχή
κηρύττων, κηρύττουσα, κηρῦττον

Παρατατικός
Οριστική
ἐκήρυττον, ἐκήρυττες, ἐκήρυττε, ἐκηρύττομεν, ἐκηρύττετε, ἐκήρυττον

Μέλλοντας
Οριστική
κηρύξω, κηρύξεις, κηρύξει, κηρύξομεν, κηρύξετε, κηρύξουσι(ν)
Ευκτική
κηρύξοιμι, κηρύξοις, κηρύξοι, κηρύξοιμεν, κηρύξοιτε, κηρύξοιεν
Απαρέμφατο
κηρύξειν
Μετοχή
κηρύξων, κηρύξουσα, κηρῦξον

Αόριστος
Οριστική
ἐκήρυξα, ἐκήρυξας, ἐκήρυξε(ν), ἐκηρύξαμεν, ἐκηρύξατε, ἐκήρυξαν
Υποτακτική
κηρύξω, κηρύξῃς, κηρύξῃ, κηρύξωμεν, κηρύξητε, κηρύξωσι(ν)
Ευκτική
κηρύξαιμι, κηρύξαις / κηρύξειας, κηρύξαι / κηρύξειε(ν), κηρύξαιμεν, κηρύξαιτε, κηρύξαιεν / κηρύξειαν
Προστακτική
---, κήρυξον, κηρυξάτω, ---, κηρύξατε, κηρυξάντων (ή κηρυξάτωσαν)
Απαρέμφατο
κηρῦξαι
Μετοχή
κηρῦξας, κηρύξασα, κηρῦξαν

Παρακείμενος
Οριστική
κεκύρηχα, κεκήρυχας, κεκήρυχε, κεκηρύχαμεν, κεκηρύχατε, κεκηρύχασι(ν)

Υποτακτική
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός ὦ
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός ᾖς
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός ᾖ
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα ὦμε
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα ἦτε
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα ὦσι

Ευκτική
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός εἴην
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός εἴης
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός εἴη
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα εἴημεν (εἶμεν)
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα εἴητε (εἶτε)
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα εἴησαν (εἶεν)

Προστακτική
---
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός ἴσθι
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός ἔστω
---
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα ἔστε
κεκηρυχότες- κεκηρυχυῖαι- κεκηρυχότα ἔστων

Απαρέμφατο
κεκηρυχέναι
Μετοχή
κεκηρυχώς- κεκηρυχυῖα- κεκηρυχός

Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐκεκηρύχειν, ἐκεκηρύχεις, ἐκεκηρύχει, ἐκεκηρύχεμεν, ἐκεκηρύχετε, ἐκεκηρύχεσαν

Μέση Φωνή

Ενεστώτας
Οριστική
κηρύττομαι, κηρύττῃ/κηρύττει, κηρύττεται, κηρυττόμεθα, κηρύττεσθε, κηρύττονται
Υποτακτική
κηρύττωμαι, κηρύττῃ, κηρύττηται, κηρυττώμεθα, κηρύττησθε, κηρύττωνται
Ευκτική
κηρυττοίμην, κηρύττοιο, κηρύττοιτο, κηρυττοίμεθα, κηρύττοισθε, κηρύττοιντο
Προστακτική
---, κηρύττου, κηρυττέσθω, ---, κηρύττεσθε, κηρυττέσθων ή κηρυττέσθωσαν
Απαρέμφατο
κηρύττεσθαι
Μετοχή
κηρυττόμενος
κηρυττομένη
κηρυττόμενον

Παρατατικός
Οριστική
ἐκηρυττόμην, ἐκηρύττου, ἐκηρύττετο, ἐκηρυττόμεθα, ἐκηρύττεσθε, ἐκηρύττοντο

Μέλλοντας
Οριστική
κηρύξομαι, κηρύξῃ/κηρύξει, κηρύξεται, κηρυξόμεθα, κηρύξεσθε, κηρύξονται
Ευκτική
κηρυξοίμην, κηρύξοιο, κηρύξοιτο, κηρυξοίμεθα, κηρύξοισθε, κηρύξοιντο
Απαρέμφατο
κηρύξεσθαι
Μετοχή
κηρυξόμενος
κηρυξομένη
κηρυξόμενον

Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κηρυχθήσομαι, κηρυχθήσῃ κηρυχθήσει, κηρυχθήσεται, κηρυχθησόμεθα, κηρυχθήσεσθε, κηρυχθήσονται
Ευκτική
κηρυχθησοίμην, κηρυχθήσοιο, κηρυχθήσοιτο, κηρυχθησοίμεθα, κηρυχθήσοισθε, κηρυχθήσοιντο
Απαρέμφατο
κηρυχθήσεσθαι
Μετοχή
κηρυχθησόμενος
κηρυχθησομένη
κηρυχθησόμενον

Αόριστος
Οριστική
ἐκηρυξάμην, ἐκηρύξω, ἐκηρύξατο, ἐκηρυξάμεθα, ἐκηρύξασθε, ἐκηρύξαντο
Υποτακτική
κηρύξωμαι, κηρύξῃ, κηρύξηται, κηρυξώμεθα, κηρύξησθε, κηρύξωνται
Ευκτική
κηρυξαίμην, κηρύξαιο, κηρύξαιτο, κηρυξαίμεθα, κηρύξαισθε, κηρύξαιντο
Προστακτική
---, κήρυξαι, κηρυξάσθω, ---, κηρύξασθε, κηρυξάσθων
Απαρέμφατο
κηρύξασθαι
Μετοχή
κηρυξάμενος
κηρυξαμένη
κηρυξάμενον

Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐκηρύχθην, ἐκηρύχθης, ἐκηρύχθη, ἐκηρύχθημεν, ἐκηρύχθητε, ἐκηρύχθησαν
Υποτακτική
κηρυχθῶ, κηρυχθῇς, κηρυχθῇ, κηρυχθῶμεν, κηρυχθῆτε, κηρυχθῶσι(ν)
Ευκτική
κηρυχθείην, κηρυχθείης, κηρυχθείη, κηρυχθείημεν ή κηρυχθεῖμεν, κηρυχθείητε ή κηρυχθεῖτε, κηρυχθείησαν ή κηρυχθεῖεν
Προστακτική
---, κηρύχθητι, κηρυχθήτω, ---, κηρύχθητε, κηρυχθέντων ή κηρυχθήτωσαν
Απαρέμφατο
κηρυχθῆναι
Μετοχή
κηρυχθείς
κηρυχθεῖσα
κηρυχθέν

Παρακείμενος
Οριστική
κεκήρυγμαι, κεκήρυξαι, κεκήρυκται, κεκηρύγμεθα, κεκήρυχθε, κεκηρυγμένοι εἰσί(ν)

Υποτακτική
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον ὦ
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον ᾖς
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον ᾖ
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα ὦμεν
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα ἦτε
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα ὦσι

Ευκτική
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον εἴην
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον εἴης
κεκηρυγμένος- κεκηρυγμένη-κεκηρυγμένον εἴη
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα εἴημεν (εἶμεν)
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα εἴητε (εἶτε)
κεκηρυγμένοι- κεκηρυγμέναι-κεκηρυγμένα εἴησαν (εἶεν)

Προστακτική
---, κεκήρυξο, κεκηρύχθω, --- κεκήρυχθε, κεκηρύχθων ή κεκηρύχθωσαν

Απαρέμφατο
κεκηρῦχθαι
Μετοχή
κεκηρυγμένος,
κεκηρυγμένη,
κεκηρυγμένον

Υπερσυντέλικος
ἐκεκηρύγμην
, ἐκεκήρυξο, ἐκεκήρυκτο, ἐκεκηρύγμεθα, ἐκεκήρυχθε, κεκηρυγμένοι ἦσαν

εδω και το σαιτ αυτου του καλου ανθρωπου που τα γραφει
Ευχαριστώ
 

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top