Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
Ο Πέτρος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 38 ετών και μας γράφει απο Ρέθυμνο (Ρέθυμνο). Έχει γράψει 5,268 μηνύματα.
16-01-09
01:52
Λιανοτράγουδα
Εβγάτε αγόρια στο χορό, κοράσια στα τραγούδια
Πέστε και τραγουδήσετε πώς πιάνεται η αγάπη
-Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλια κατεβαίνει
Κι από τα χείλια στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει
Δεν εινʼ ο έρωτας ανθός, μαζί του για να παίξεις
Μονʼ είναι βάτος μʼ αγκαθιές κι αλίμονό σου αν μπλέξεις
Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη
Θέλει λαγού περπατησιά, αϊτού γληγοροσύνη
Μάτια με μάτια βλέπονται κι αχείλι δε φιλιέται
Κορμί δεν αγκαλιάζεται, αγάπη δε λογιέται
Η αγάπη βράχους κατελεί και τα θεριά μερώνει
Κι εγώ την έχω στην καρδιά, γι αυτό με θανατώνει
Ο έρωτας ανυφαντής με πανουργιά εγίνη
Αράχνη έστησε ψηλά και πιάστηκα σʼ εκείνη
Και για να φύγω δεν μπορώ, με τα φτερά με σώνει
Αυτός ζυγώνει από κοντά κι από μακριά σκοτώνει
Δεν είναι πόνος να πονεί, πόνος να θανατώνει
Σαν την αγάπη την κρυφή, που δεν ξεφανερώνει
Δίχως χιονιά χιονίζουμαι, δίχως βροχές βροχιούμαι
Δίχως μαχαίρια σφάζουμαι, όντας σε συλλογιούμαι
Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω
Κι όταν σε συλλογίζομαι τρέμω κι αναστενάζω
Στάλα στάλα το νερό τρυπάει το λιθάρι
Κι η κόρη με τα νάζια της σφάζει το παλικάρι
Τι να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις
Και την ψυχή μʼ και την καρδιά μʼ εσύ με την ορίζεις
Μα συ ʽσαι μια βασίλισσα, πʼ όλο τον κόσμο ορίζεις
Σα θέλεις παίρνεις τη ζωή, σα θέλεις τη χαρίζεις
Μελαχρινό μου πρόσωπο, μη βάνεις κοκκινάδι
Κι αποθαμένους και νεκρούς τους βγάζεις απʼ τον Άδη
Σένα σου πρέπει, μάτια μου, βασίλισσα να γίνεις
Και στο θρονί να κάθεσαι, τις όμορφες να κρίνεις
Να ʽχεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια
Να πάθιουν τα πατήματα, να ʽπιανα τα κερκέλια
Νʼ ανέβαινα στον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω
Να δώσω σείσμα τʼ ουρανού, να βγάλει μαύρα νέφη
Να βρέξει χιόνι και νερό κι ατίμητο χρυσάφι
Το χιόνι να ρίξει στα βουνά και το νερό στους κάμπους
Στην πόρτα της πολυαγαπώς τʼ ατίμητο χρυσάφι
Να ʽσουν στον κάμπο λεϊμονιά κι εγώ στα όρη χιόνι
Να λιώνω να ποτίζονται οι δροσεροί σου κλώνοι
Να ʽχα το σύννεφο άλογο και τʼ άστρι χαλινάρι
Το φεγγαράκι της αυγής να ʽρχόμουν κάθε βράδυ
Τα χείλη σου είναι ζάχαρη, το μάγουλό σου μήλο
Τα στήθη σου παράδεισος και το κορμί σου κρίνο
Να φίλουνα τη ζάχαρη, να δάγκανα το μήλο
Νʼ άνοιγεν ο παράδεισος, νʼ αγκάλιαζα τον κρίνο
Να ʽταν τα στήθια μου ανοιχτά, να δεις τα σωθικά μου
Πως φυτρωμένη ευρίσκεσαι μέσα εις την καρδιά μου
Καθημερνέ μου λογισμέ και νυκτική μου ελπίδα
Να μʼ είχε πάρει ο θάνατος την ώρα που σε είδα
Αν μʼ αγαπάς κι εινʼ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
Γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω
Δεν θέλω εγώ παράδεισο, μητʼ εκκλησιά νʼ αγιάσω
Μονʼ θέλω το κορμάκι σου να το σφιχταγκαλιάσω
Σαν τι το θέλει η μάνα σου τη νύχτα το λυχνάρι
Οπόχει μες στο σπίτι της τʼ Αυγούστου το φεγγάρι!
Απʼ όλα τʼ άστρα τʼ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει
Ένα που βγαίνει το πουρνό, όταν γλυκοχαράζει
Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει
Που στέκεις πάντα δροσερό κι ανθείς και λουλουδίζεις;
Θαμάζομαι όνταν πορπατείς πώς δεν ανθούν οι ρούγες
Και πώς δε γίνεσαι αϊτός με τις χρυσές φτερούγες
Όποιος φιλάει την αυγή την αγαπητική του
Παίρνει του Μάη τη δροσιά, τη ρίχνει στο κορμί του
Τα μαύρα μάτια την αυγή δεν πρέπει να κοιμούνται
Μόνο να κανακεύονται και να γλυκοφιλούνται
Σου στέλνω χαιρετίσματα, με μήλο δαγκωμένο
Κι ανάμεσα στη δαγκασιά, σου ʽχω φιλί βαλμένο
Κόκκινʼ αχείλι φίλησα κι έβαψε το δικό μου
Και στο μαντήλι το ʽσυρα κι έβαψε το μαντήλι
Και στο ποτάμι το ʽπλυνα κι έβαψε το ποτάμι
Κι έβαψʼ η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου
Κατέβη ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του
Κι έβαψʼ ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο
-Κόρη, όταν φιλιόμαστε, νύχτα ʽταν, ποιος μας είδε;
-Μας είδε τʼ άστρο της νυχτός, μας είδε το φεγγάρι
Και το φεγγάρι έσκυψε, τής θάλασσας το λέει
Θάλασσα το ʽπε τού κουπιού και το κουπί τού ναύτη
Κι ο ναύτης το τραγούδησε στης λυγερής την πόρτα
Σε φίλησα, σε τσίμπησα, σου πήρα τις γλυκάδες
Κι αν σε φιλήσει άλλος κανείς, δεν έχεις νοστιμάδες
Εμίσεψες και μʼ άφησες σαν παραπονεμένη
Σαν εκκλησιά αλειτούργητη σε χώρα κουρσεμένη
Η αγάπη σου είναι ψεύτικη, σαν του Μαγιού το χιόνι
Οπού το ρίχνει αποβραδίς και το πρωί το λιώνει
Εγώ ʽλεγα, βρυσούλα μου, πως τρέχεις για τʼ εμένα
Μα συ ʽτρεχες και πότιζες όλα τα διψασμένα
Μηλιά που σε καμάρωνα καθημερνή και σκόλη
Τώρα έπλεξες τα κλώνια σου σε ξένο περιβόλι
Θα βάλω μια κακή φωνή, τη γης για να τρυπήσω
Να βγάλω την αγάπη μου, να τη γλυκοφιλήσω
Σημ. Για μένα τα ομορφότερα ποιήματα αγάπης που υπάρχουν. Κομμάτια αυτών έχουν μελοποιήσει διάφοροι συνθέτες όπως ο Μ. Χατζιδάκις. Απολάυστε τα...
Εβγάτε αγόρια στο χορό, κοράσια στα τραγούδια
Πέστε και τραγουδήσετε πώς πιάνεται η αγάπη
-Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλια κατεβαίνει
Κι από τα χείλια στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει
Δεν εινʼ ο έρωτας ανθός, μαζί του για να παίξεις
Μονʼ είναι βάτος μʼ αγκαθιές κι αλίμονό σου αν μπλέξεις
Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη
Θέλει λαγού περπατησιά, αϊτού γληγοροσύνη
Μάτια με μάτια βλέπονται κι αχείλι δε φιλιέται
Κορμί δεν αγκαλιάζεται, αγάπη δε λογιέται
Η αγάπη βράχους κατελεί και τα θεριά μερώνει
Κι εγώ την έχω στην καρδιά, γι αυτό με θανατώνει
Ο έρωτας ανυφαντής με πανουργιά εγίνη
Αράχνη έστησε ψηλά και πιάστηκα σʼ εκείνη
Και για να φύγω δεν μπορώ, με τα φτερά με σώνει
Αυτός ζυγώνει από κοντά κι από μακριά σκοτώνει
Δεν είναι πόνος να πονεί, πόνος να θανατώνει
Σαν την αγάπη την κρυφή, που δεν ξεφανερώνει
Δίχως χιονιά χιονίζουμαι, δίχως βροχές βροχιούμαι
Δίχως μαχαίρια σφάζουμαι, όντας σε συλλογιούμαι
Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω
Κι όταν σε συλλογίζομαι τρέμω κι αναστενάζω
Στάλα στάλα το νερό τρυπάει το λιθάρι
Κι η κόρη με τα νάζια της σφάζει το παλικάρι
Τι να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις
Και την ψυχή μʼ και την καρδιά μʼ εσύ με την ορίζεις
Μα συ ʽσαι μια βασίλισσα, πʼ όλο τον κόσμο ορίζεις
Σα θέλεις παίρνεις τη ζωή, σα θέλεις τη χαρίζεις
Μελαχρινό μου πρόσωπο, μη βάνεις κοκκινάδι
Κι αποθαμένους και νεκρούς τους βγάζεις απʼ τον Άδη
Σένα σου πρέπει, μάτια μου, βασίλισσα να γίνεις
Και στο θρονί να κάθεσαι, τις όμορφες να κρίνεις
Να ʽχεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια
Να πάθιουν τα πατήματα, να ʽπιανα τα κερκέλια
Νʼ ανέβαινα στον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω
Να δώσω σείσμα τʼ ουρανού, να βγάλει μαύρα νέφη
Να βρέξει χιόνι και νερό κι ατίμητο χρυσάφι
Το χιόνι να ρίξει στα βουνά και το νερό στους κάμπους
Στην πόρτα της πολυαγαπώς τʼ ατίμητο χρυσάφι
Να ʽσουν στον κάμπο λεϊμονιά κι εγώ στα όρη χιόνι
Να λιώνω να ποτίζονται οι δροσεροί σου κλώνοι
Να ʽχα το σύννεφο άλογο και τʼ άστρι χαλινάρι
Το φεγγαράκι της αυγής να ʽρχόμουν κάθε βράδυ
Τα χείλη σου είναι ζάχαρη, το μάγουλό σου μήλο
Τα στήθη σου παράδεισος και το κορμί σου κρίνο
Να φίλουνα τη ζάχαρη, να δάγκανα το μήλο
Νʼ άνοιγεν ο παράδεισος, νʼ αγκάλιαζα τον κρίνο
Να ʽταν τα στήθια μου ανοιχτά, να δεις τα σωθικά μου
Πως φυτρωμένη ευρίσκεσαι μέσα εις την καρδιά μου
Καθημερνέ μου λογισμέ και νυκτική μου ελπίδα
Να μʼ είχε πάρει ο θάνατος την ώρα που σε είδα
Αν μʼ αγαπάς κι εινʼ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
Γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω
Δεν θέλω εγώ παράδεισο, μητʼ εκκλησιά νʼ αγιάσω
Μονʼ θέλω το κορμάκι σου να το σφιχταγκαλιάσω
Σαν τι το θέλει η μάνα σου τη νύχτα το λυχνάρι
Οπόχει μες στο σπίτι της τʼ Αυγούστου το φεγγάρι!
Απʼ όλα τʼ άστρα τʼ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει
Ένα που βγαίνει το πουρνό, όταν γλυκοχαράζει
Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει
Που στέκεις πάντα δροσερό κι ανθείς και λουλουδίζεις;
Θαμάζομαι όνταν πορπατείς πώς δεν ανθούν οι ρούγες
Και πώς δε γίνεσαι αϊτός με τις χρυσές φτερούγες
Όποιος φιλάει την αυγή την αγαπητική του
Παίρνει του Μάη τη δροσιά, τη ρίχνει στο κορμί του
Τα μαύρα μάτια την αυγή δεν πρέπει να κοιμούνται
Μόνο να κανακεύονται και να γλυκοφιλούνται
Σου στέλνω χαιρετίσματα, με μήλο δαγκωμένο
Κι ανάμεσα στη δαγκασιά, σου ʽχω φιλί βαλμένο
Κόκκινʼ αχείλι φίλησα κι έβαψε το δικό μου
Και στο μαντήλι το ʽσυρα κι έβαψε το μαντήλι
Και στο ποτάμι το ʽπλυνα κι έβαψε το ποτάμι
Κι έβαψʼ η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου
Κατέβη ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του
Κι έβαψʼ ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο
-Κόρη, όταν φιλιόμαστε, νύχτα ʽταν, ποιος μας είδε;
-Μας είδε τʼ άστρο της νυχτός, μας είδε το φεγγάρι
Και το φεγγάρι έσκυψε, τής θάλασσας το λέει
Θάλασσα το ʽπε τού κουπιού και το κουπί τού ναύτη
Κι ο ναύτης το τραγούδησε στης λυγερής την πόρτα
Σε φίλησα, σε τσίμπησα, σου πήρα τις γλυκάδες
Κι αν σε φιλήσει άλλος κανείς, δεν έχεις νοστιμάδες
Εμίσεψες και μʼ άφησες σαν παραπονεμένη
Σαν εκκλησιά αλειτούργητη σε χώρα κουρσεμένη
Η αγάπη σου είναι ψεύτικη, σαν του Μαγιού το χιόνι
Οπού το ρίχνει αποβραδίς και το πρωί το λιώνει
Εγώ ʽλεγα, βρυσούλα μου, πως τρέχεις για τʼ εμένα
Μα συ ʽτρεχες και πότιζες όλα τα διψασμένα
Μηλιά που σε καμάρωνα καθημερνή και σκόλη
Τώρα έπλεξες τα κλώνια σου σε ξένο περιβόλι
Θα βάλω μια κακή φωνή, τη γης για να τρυπήσω
Να βγάλω την αγάπη μου, να τη γλυκοφιλήσω
Σημ. Για μένα τα ομορφότερα ποιήματα αγάπης που υπάρχουν. Κομμάτια αυτών έχουν μελοποιήσει διάφοροι συνθέτες όπως ο Μ. Χατζιδάκις. Απολάυστε τα...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Πατρεύς
Περιβόητο μέλος
Ο Πέτρος αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 38 ετών και μας γράφει απο Ρέθυμνο (Ρέθυμνο). Έχει γράψει 5,268 μηνύματα.
06-08-07
22:43
Εγώ με τη σειρά μου θα παραθέσω ένα θεσπέσιο ποίημα του Διονυσίου Σολωμού (από τα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό) με ένα θεσπέσιο λυρισμό, τον "Κρητικό". Το ποίημα δεν είναι αποκλειστικά ερωτικό, αλλά έχει έντονη μεταφυσική αλλά και πατριωτική χροιά. Όμως το νοηματικό κέντρο είναι ο θάνατος της αρραβωνιαστικιάς του "Κρητικού". Ο λυρισμός του ποιήματος είναι μοναδικός! Περιμένω σχόλια.
Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριὰ ἀκόμη τ᾿ ἀκρογιάλι·
«ἀστροπελέκι μου καλό, γιὰ ξαναφέξε πάλι!».
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ᾿ ἄλλο,
πολὺ κοντὰ στὴν κορασιά, μὲ βρόντημα μεγάλο·
τὰ πέλαγα στὴν ἀστραπὴ κι ὁ οὐρανὸς ἀντήχαν,
οἱ ἀκρογιαλιὲς καὶ τὰ βουνὰ μ᾿ ὅσες φωνὲς κι ἂν εἶχαν.
μὰ τὲς πολλὲς λαβωματιὲς ποὺ μὄφαγαν τὰ στήθια,
μὰ τοὺς συντρόφους πὄπεσαν στὴν Κρήτη πολεμώντας,
μὰ τὴν ψυχὴ ποὺ μ᾿ ἔκαψε τὸν κόσμο ἀπαρατώντας.
(Λάλησε, Σάλπιγγα, κι ἐγὼ τὸ σάβανο τινάζω,
καὶ σχίζω δρόμο καὶ τσ᾿ ἀχνοὺς ἀναστημένους κράζω:
«Μὴν εἴδετε τὴν ὀμορφιὰ ποὺ τὴν Κοιλάδα ἁγιάζει;
Πέστε, νὰ ἰδεῖτε τὸ καλὸ ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.
Καπνὸς δὲ μένει ἀπὸ τὴ γῆ· νιὸς οὐρανὸς ἐγίνη.
Σὰν πρῶτα ἐγὼ τὴν ἀγαπῶ καὶ θὰ κριθῶ μ᾿ αὐτήνη».
«Ψηλὰ τὴν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τὰ λουλούδια,
στὴ θύρα τῆς Παράδεισος ποὺ ἐβγῆκε μὲ τραγούδια·
ἔψαλλε τὴν Ἀνάσταση χαροποιὰ ἡ φωνή της,
κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιὰ γιὰ νὰ ῾μπει στὸ κορμί της·
ὁ Οὐρανὸς ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,
τὸ κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·
καὶ τώρα ὀμπρὸς τὴν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ κάποιονε γυρεύει»).
Κι ἡ θάλασσα, ποὺ σκίρτησε σὰν τὸ χοχλὸ ποὺ βράζει,
ἡσύχασε καὶ ἔγινε ὅλο ἡσυχία καὶ πάστρα,
σὰν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ᾿ ἄστρα·
κάτι κρυφὸ μυστήριο ἐστένεψε τὴ φύση
κάθε ὀμορφιὰ νὰ στολιστεῖ καὶ τὸ θυμὸ ν᾿ ἀφήσει.
Δὲν εἶν᾿ πνοὴ στὸν οὐρανό, στὴ θάλασσα, φυσώντας
οὔτε ὅσο κάνει στὸν ἀνθὸ ἡ μέλισσα περνώντας,
ὅμως κοντὰ στὴν κορασιά, ποὺ μ᾿ ἔσφιξε κι ἐχάρη,
ἐσειόνταν τ᾿ ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι·
καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποὺ ἐκεῖθε βγαίνει,
κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τὸ δροσάτο φῶς στὴ θεϊκιὰ θωριά της,
στὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσὰ μαλλιά της.
καὶ τὴν ἀχτινοβόλησαν καὶ δὲν τὴν ἐσκεπάσαν·
κι ἀπὸ τὸ πέλαο, ποὺ πατεῖ χωρὶς νὰ τὸ σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ἀνάερα τ᾿ ἀνάστημα σηκώνει,
κι ἀνεῖ τσ᾿ ἀγκάλες μ᾿ ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιὰ καὶ πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπὸ φῶς μεσημερνὸ ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
κι ἡ χτίσις ἔγινε ναὸς ποὺ ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ᾿ ἐμὲ ποὺ βρίσκομουν ὀμπρός της μὲς στὰ ρεῖθρα,
καταπὼς στέκει στὸ Βοριὰ ἡ πετροκαλαμήθρα,
ὄχι στὴν κόρη, ἀλλὰ σ᾿ ἐμὲ τὴν κεφαλὴ της κλίνει·
τὴν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ᾿ ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πὼς τὴν εἶχα ἰδεῖ πολὺν καιρὸν ὀπίσω,
κὰν σὲ ναὸ ζωγραφιστὴ μὲ θαυμασμὸ περίσσο,
κάνε τὴν εἶχε ἐρωτικὰ ποιήσει ὁ λογισμός μου,
κὰν τ᾿ ὄνειρο, ὅταν μ᾿ ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρός μου·
ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειὰ κι ἀστοχισμένη,
ποὺ ὀμπρός μου τώρα μ᾿ ὅλη της τὴ δύναμη προβαίνει.
[Σὰν τὸ νερὸ ποὺ τὸ θωρεῖ τὸ μάτι ν᾿ ἀναβρύζει
ξάφνου ὀχ τὰ βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τὸ στολίζει.]
Βρύση ἔγινε τὸ μάτι μου κι ὀμπρὸς του δὲν ἐθώρα,
κι ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολληώρα,
γιατί ἄκουσα τὰ μάτια της μέσα στὰ σωθικά μου·
ἔτρεμαν καὶ δὲ μ᾿ ἄφηναν νὰ βγάλω τὴ μιλιά μου.
Ὅμως αὐτοὶ εἶναι θεοί, καὶ κατοικοῦν ἀπ᾿ ὅπου
βλέπουνε μὲς στὴν ἄβυσσο καὶ στὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου,
κι ἔνιωθα πὼς μοῦ διάβαζε καλύτερα τὸ νοῦ μου
πάρεξ ἂν ἤθελε τῆς πῶ μὲ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
………………………………………………………
«Τ᾿ ἀδέλφια μου τὰ δυνατὰ οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ᾿ ἀδράξαν,
τὴν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τὴν ἐσφάξαν,
τὸ γέροντα τὸν κύρη μου ἐκάψανε τὸ βράδυ
καὶ τὴν αὐγή μοῦ ρίξανε τὴ μάνα στὸ πηγάδι.
Στὴν Κρήτη..............
Μακριὰ ῾πὸ κεῖθ᾿ ἐγιόμισα τὲς φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τὸ τρυφερὸ κλωνάρι μόνο νά ῾χω·
σὲ γκρεμὸ κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτὸ βαστῶ μονάχο».
κι ἐδάκρυσαν τὰ μάτια της κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Ἑχάθη, ἀλί μου, ἀλλ᾿ ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
στὸ χέρι, πού ῾χα σηκωτὸ μόλις ἐγὼ τὴν εἶδα. —
Ἐγὼ ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἔχω πλιὰ τὸ χέρι,
π᾿ ἀγνάντευεν Ἀγαρηνὸ κι ἐγύρευε μαχαίρι·
χαρὰ δὲν τοῦ ῾ναι ὁ πόλεμος· τ᾿ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μὲ δακρυσμένο μάτι·
κι ὅταν χορτάτα δυστυχιὰ τὰ μάτια μου ζαλεύουν,
ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρὰ τὴν ξαναζωντανεύουν,
καὶ μέσα στ᾿ ἄγριο πέλαγο τ᾿ ἀστροπελέκι σκάει,
κι ἡ θάλασσα νὰ καταπιεῖ τὴν κόρη ἀναζητάει,
ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει,
καὶ βάνω τὴν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —
Καὶ τὰ νερά ῾σχιζα μ᾿ αὐτό, τὰ μυριομυρωδάτα,
μὲ δύναμη ποὺ δὲν εἶχα μήτε στὰ πρῶτα νιάτα,
μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετώντας τὰ θηκάρια,
μάχη στενὴ μὲ τοὺς πολλοὺς ὀλίγα παλληκάρια,
μήτε ὅταν τὸν μπομπο-Ἰσοὺφ καὶ τσ᾿ ἄλλους δύο βαροῦσα
σύρριζα στὴ Λαβύρινθο π᾿ ἀλαίμαργα πατοῦσα.
Στὸ πλέξιμο τὸ δυνατὸ ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(κι αὐτό μοῦ τ᾿ αὔξαιν᾿,) ἔκρουζε στὴν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.
Ἄλλὰ τὸ πλέξιμ᾿ ἄργουνε, καὶ μοῦ τ᾿ ἀποκοιμοῦσε,
ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁποῦ μὲ προβοδοΰσε.
Δὲν εἶναι κορασιᾶς φωνὴ στὰ δάση ποὺ φουντώνουν,
καὶ βγαίνει τ᾿ ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καὶ τὰ νερὰ θολώνουν,
καὶ τὸν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει,
τοῦ δέντρου καὶ τοῦ λουλουδιοῦ ποὺ ἀνοίγει καὶ λυγάει.
Δὲν εἶν᾿ ἀηδόνι, κρητικὸ ποὺ σέρνει, τὴ λαλιά του
σὲ ψηλοὺς βράχους κι ἄγριους ὅπ᾿ ἔχει τὴ φωλιά του,
κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτὶς ἀπὸ πολλὴ γλυκάδα
ἡ θάλασσα πολὺ μακριά, πολὺ μακριὰ ἡ πεδιάδα,
ὥστε ποὺ πρόβαλε ἡ Αὐγὴ καὶ ἔλιωσαν τ᾿ ἀστέρια,
κι ἀκούει κι αὐτὴ καὶ πέφτουν της τὰ ρόδα ἀπὸ τὰ χέρια.
Δὲν εἶν᾿ φιαμπόλι τὸ γλυκὸ ὁποὺ τ᾿ ἀγρίκαα μόνος
στὸν Ψηλορείτη ὅπου συχνὰ μ᾿ ἐτράβουνεν ὁ πόνος,
κι ἔβλεπα τ᾿ ἄστρο τ᾿ οὐρανοῦ μεσουρανὶς νὰ λάμπει
καὶ τοῦ γελοῦσαν τὰ βουνά, τὰ πέλαγα κι οἱ κάμποι·
κι ἐτάραζε τὰ σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα
κι ἐφώναζα: «ὢ θεϊκιὰ κι ὅλη αἵματα Πατρίδα»
κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ᾿ αὐτὴ τὰ χέρια μὲ καμάρι·
καλή ῾ν᾿ ἡ μαύρη πέτρα της καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δὲν εἶναι νὰ ταιριάζει,
ἴσως δὲ σώζεται στὴ γῆ ἦχος ποὺ νὰ τοῦ μοιάζει·
δὲν εἶναι λόγια· ἦχος λεπτός...
δὲν ἤθελε τὸν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του.
Ἂν εἶν᾿ δὲν ἤξερα κοντά, ἂν ἔρχονται ἀπὸ πέρα·
σὰν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιὲς γιομίζαν τὸν ἀέρα,
γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι...
μόλις εἶν᾿ ἔτσι δυνατὸς ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Χάρος.
Μ᾿ ἄδραχνεν ὅλη τὴν ψυχή, καὶ νά ῾μπει δὲν ἠμπόρει
ὁ οὐρανὸς κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη·
μὲ ἄδραχνε, καὶ μ᾿ ἔκανε συχνὰ ν᾿ ἀναζητήσω
τὴ σάρκα μου νὰ χωριστῶ γιὰ νὰ τὸν ἀκλουθήσω.
Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
ποὺ ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθὺς ὀχ τὴν καλή μου·
καὶ τέλος φθάνω στὸ γιαλὸ τὴν ἀρραβωνιασμένη,
τὴν ἀπιθώνω μὲ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη.
1833
XVII.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριὰ ἀκόμη τ᾿ ἀκρογιάλι·
«ἀστροπελέκι μου καλό, γιὰ ξαναφέξε πάλι!».
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ᾿ ἄλλο,
πολὺ κοντὰ στὴν κορασιά, μὲ βρόντημα μεγάλο·
τὰ πέλαγα στὴν ἀστραπὴ κι ὁ οὐρανὸς ἀντήχαν,
οἱ ἀκρογιαλιὲς καὶ τὰ βουνὰ μ᾿ ὅσες φωνὲς κι ἂν εἶχαν.
XIX.
Πιστέψετε π᾿ ὅ,τι θὰ πῶ εἶν᾿ ἀκριβὴ ἀλήθεια,μὰ τὲς πολλὲς λαβωματιὲς ποὺ μὄφαγαν τὰ στήθια,
μὰ τοὺς συντρόφους πὄπεσαν στὴν Κρήτη πολεμώντας,
μὰ τὴν ψυχὴ ποὺ μ᾿ ἔκαψε τὸν κόσμο ἀπαρατώντας.
(Λάλησε, Σάλπιγγα, κι ἐγὼ τὸ σάβανο τινάζω,
καὶ σχίζω δρόμο καὶ τσ᾿ ἀχνοὺς ἀναστημένους κράζω:
«Μὴν εἴδετε τὴν ὀμορφιὰ ποὺ τὴν Κοιλάδα ἁγιάζει;
Πέστε, νὰ ἰδεῖτε τὸ καλὸ ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.
Καπνὸς δὲ μένει ἀπὸ τὴ γῆ· νιὸς οὐρανὸς ἐγίνη.
Σὰν πρῶτα ἐγὼ τὴν ἀγαπῶ καὶ θὰ κριθῶ μ᾿ αὐτήνη».
«Ψηλὰ τὴν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τὰ λουλούδια,
στὴ θύρα τῆς Παράδεισος ποὺ ἐβγῆκε μὲ τραγούδια·
ἔψαλλε τὴν Ἀνάσταση χαροποιὰ ἡ φωνή της,
κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιὰ γιὰ νὰ ῾μπει στὸ κορμί της·
ὁ Οὐρανὸς ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,
τὸ κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·
καὶ τώρα ὀμπρὸς τὴν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ κάποιονε γυρεύει»).
XX.
Ἀκόμη έβάστουνε ἡ βροντή...Κι ἡ θάλασσα, ποὺ σκίρτησε σὰν τὸ χοχλὸ ποὺ βράζει,
ἡσύχασε καὶ ἔγινε ὅλο ἡσυχία καὶ πάστρα,
σὰν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ᾿ ἄστρα·
κάτι κρυφὸ μυστήριο ἐστένεψε τὴ φύση
κάθε ὀμορφιὰ νὰ στολιστεῖ καὶ τὸ θυμὸ ν᾿ ἀφήσει.
Δὲν εἶν᾿ πνοὴ στὸν οὐρανό, στὴ θάλασσα, φυσώντας
οὔτε ὅσο κάνει στὸν ἀνθὸ ἡ μέλισσα περνώντας,
ὅμως κοντὰ στὴν κορασιά, ποὺ μ᾿ ἔσφιξε κι ἐχάρη,
ἐσειόνταν τ᾿ ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι·
καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποὺ ἐκεῖθε βγαίνει,
κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τὸ δροσάτο φῶς στὴ θεϊκιὰ θωριά της,
στὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσὰ μαλλιά της.
XXI.
Ἐκοίταξε τ᾿ ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,καὶ τὴν ἀχτινοβόλησαν καὶ δὲν τὴν ἐσκεπάσαν·
κι ἀπὸ τὸ πέλαο, ποὺ πατεῖ χωρὶς νὰ τὸ σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ἀνάερα τ᾿ ἀνάστημα σηκώνει,
κι ἀνεῖ τσ᾿ ἀγκάλες μ᾿ ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιὰ καὶ πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπὸ φῶς μεσημερνὸ ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
κι ἡ χτίσις ἔγινε ναὸς ποὺ ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ᾿ ἐμὲ ποὺ βρίσκομουν ὀμπρός της μὲς στὰ ρεῖθρα,
καταπὼς στέκει στὸ Βοριὰ ἡ πετροκαλαμήθρα,
ὄχι στὴν κόρη, ἀλλὰ σ᾿ ἐμὲ τὴν κεφαλὴ της κλίνει·
τὴν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ᾿ ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πὼς τὴν εἶχα ἰδεῖ πολὺν καιρὸν ὀπίσω,
κὰν σὲ ναὸ ζωγραφιστὴ μὲ θαυμασμὸ περίσσο,
κάνε τὴν εἶχε ἐρωτικὰ ποιήσει ὁ λογισμός μου,
κὰν τ᾿ ὄνειρο, ὅταν μ᾿ ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρός μου·
ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειὰ κι ἀστοχισμένη,
ποὺ ὀμπρός μου τώρα μ᾿ ὅλη της τὴ δύναμη προβαίνει.
[Σὰν τὸ νερὸ ποὺ τὸ θωρεῖ τὸ μάτι ν᾿ ἀναβρύζει
ξάφνου ὀχ τὰ βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τὸ στολίζει.]
Βρύση ἔγινε τὸ μάτι μου κι ὀμπρὸς του δὲν ἐθώρα,
κι ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολληώρα,
γιατί ἄκουσα τὰ μάτια της μέσα στὰ σωθικά μου·
ἔτρεμαν καὶ δὲ μ᾿ ἄφηναν νὰ βγάλω τὴ μιλιά μου.
Ὅμως αὐτοὶ εἶναι θεοί, καὶ κατοικοῦν ἀπ᾿ ὅπου
βλέπουνε μὲς στὴν ἄβυσσο καὶ στὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου,
κι ἔνιωθα πὼς μοῦ διάβαζε καλύτερα τὸ νοῦ μου
πάρεξ ἂν ἤθελε τῆς πῶ μὲ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
………………………………………………………
«Τ᾿ ἀδέλφια μου τὰ δυνατὰ οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ᾿ ἀδράξαν,
τὴν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τὴν ἐσφάξαν,
τὸ γέροντα τὸν κύρη μου ἐκάψανε τὸ βράδυ
καὶ τὴν αὐγή μοῦ ρίξανε τὴ μάνα στὸ πηγάδι.
Στὴν Κρήτη..............
Μακριὰ ῾πὸ κεῖθ᾿ ἐγιόμισα τὲς φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τὸ τρυφερὸ κλωνάρι μόνο νά ῾χω·
σὲ γκρεμὸ κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτὸ βαστῶ μονάχο».
XXII.
Ἐχαμογέλασε γλυκὰ στὸν πόνο τῆς ψυχῆς μου,κι ἐδάκρυσαν τὰ μάτια της κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Ἑχάθη, ἀλί μου, ἀλλ᾿ ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
στὸ χέρι, πού ῾χα σηκωτὸ μόλις ἐγὼ τὴν εἶδα. —
Ἐγὼ ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἔχω πλιὰ τὸ χέρι,
π᾿ ἀγνάντευεν Ἀγαρηνὸ κι ἐγύρευε μαχαίρι·
χαρὰ δὲν τοῦ ῾ναι ὁ πόλεμος· τ᾿ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μὲ δακρυσμένο μάτι·
κι ὅταν χορτάτα δυστυχιὰ τὰ μάτια μου ζαλεύουν,
ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρὰ τὴν ξαναζωντανεύουν,
καὶ μέσα στ᾿ ἄγριο πέλαγο τ᾿ ἀστροπελέκι σκάει,
κι ἡ θάλασσα νὰ καταπιεῖ τὴν κόρη ἀναζητάει,
ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει,
καὶ βάνω τὴν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —
Καὶ τὰ νερά ῾σχιζα μ᾿ αὐτό, τὰ μυριομυρωδάτα,
μὲ δύναμη ποὺ δὲν εἶχα μήτε στὰ πρῶτα νιάτα,
μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετώντας τὰ θηκάρια,
μάχη στενὴ μὲ τοὺς πολλοὺς ὀλίγα παλληκάρια,
μήτε ὅταν τὸν μπομπο-Ἰσοὺφ καὶ τσ᾿ ἄλλους δύο βαροῦσα
σύρριζα στὴ Λαβύρινθο π᾿ ἀλαίμαργα πατοῦσα.
Στὸ πλέξιμο τὸ δυνατὸ ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(κι αὐτό μοῦ τ᾿ αὔξαιν᾿,) ἔκρουζε στὴν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.
Ἄλλὰ τὸ πλέξιμ᾿ ἄργουνε, καὶ μοῦ τ᾿ ἀποκοιμοῦσε,
ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁποῦ μὲ προβοδοΰσε.
Δὲν εἶναι κορασιᾶς φωνὴ στὰ δάση ποὺ φουντώνουν,
καὶ βγαίνει τ᾿ ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καὶ τὰ νερὰ θολώνουν,
καὶ τὸν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει,
τοῦ δέντρου καὶ τοῦ λουλουδιοῦ ποὺ ἀνοίγει καὶ λυγάει.
Δὲν εἶν᾿ ἀηδόνι, κρητικὸ ποὺ σέρνει, τὴ λαλιά του
σὲ ψηλοὺς βράχους κι ἄγριους ὅπ᾿ ἔχει τὴ φωλιά του,
κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτὶς ἀπὸ πολλὴ γλυκάδα
ἡ θάλασσα πολὺ μακριά, πολὺ μακριὰ ἡ πεδιάδα,
ὥστε ποὺ πρόβαλε ἡ Αὐγὴ καὶ ἔλιωσαν τ᾿ ἀστέρια,
κι ἀκούει κι αὐτὴ καὶ πέφτουν της τὰ ρόδα ἀπὸ τὰ χέρια.
Δὲν εἶν᾿ φιαμπόλι τὸ γλυκὸ ὁποὺ τ᾿ ἀγρίκαα μόνος
στὸν Ψηλορείτη ὅπου συχνὰ μ᾿ ἐτράβουνεν ὁ πόνος,
κι ἔβλεπα τ᾿ ἄστρο τ᾿ οὐρανοῦ μεσουρανὶς νὰ λάμπει
καὶ τοῦ γελοῦσαν τὰ βουνά, τὰ πέλαγα κι οἱ κάμποι·
κι ἐτάραζε τὰ σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα
κι ἐφώναζα: «ὢ θεϊκιὰ κι ὅλη αἵματα Πατρίδα»
κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ᾿ αὐτὴ τὰ χέρια μὲ καμάρι·
καλή ῾ν᾿ ἡ μαύρη πέτρα της καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δὲν εἶναι νὰ ταιριάζει,
ἴσως δὲ σώζεται στὴ γῆ ἦχος ποὺ νὰ τοῦ μοιάζει·
δὲν εἶναι λόγια· ἦχος λεπτός...
δὲν ἤθελε τὸν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του.
Ἂν εἶν᾿ δὲν ἤξερα κοντά, ἂν ἔρχονται ἀπὸ πέρα·
σὰν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιὲς γιομίζαν τὸν ἀέρα,
γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι...
μόλις εἶν᾿ ἔτσι δυνατὸς ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Χάρος.
Μ᾿ ἄδραχνεν ὅλη τὴν ψυχή, καὶ νά ῾μπει δὲν ἠμπόρει
ὁ οὐρανὸς κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη·
μὲ ἄδραχνε, καὶ μ᾿ ἔκανε συχνὰ ν᾿ ἀναζητήσω
τὴ σάρκα μου νὰ χωριστῶ γιὰ νὰ τὸν ἀκλουθήσω.
Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
ποὺ ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθὺς ὀχ τὴν καλή μου·
καὶ τέλος φθάνω στὸ γιαλὸ τὴν ἀρραβωνιασμένη,
τὴν ἀπιθώνω μὲ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη.
1833
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.