23-10-12
15:53
Εν. σημαίνω - προλέγω
Παρ. εσήμαινον -προύλεγον
Μελ. σημανώ- προλέξω, προερώ
Αορ. εσήμανα, εσήμηνα- προύλεξα, προείπον
Πρκμ. ( δν έχει)- προείρηκα
Υπερσ. (δν έχει)-προειρήκειν
Αναγνώριση: εσήμανεν=γ' ενικό, αορίστου ε.φ. του ρήματος σημαίνω
προείπεν=γ' ενικό, αορίστου β' ε.φ του ρήματος προλέγω
σεεεεεεε ΥΠΕΡΡΡ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΩΩΩΩΩ
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.