Alireza
Τιμώμενο Μέλος
Η Alireza αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι Φοιτήτρια και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 1,174 μηνύματα.
04-01-13
19:40
ΕΝΣ πολεμείτε* / ποιού* / βούλομαι
ΠΡΤ επολεμείτε* / η-εβουλόμην
ΜΕΛ πολεμήσετε / βουλήσομαι-βουληθήσομαι
ΑΟΡ επολεμήσατε / ποιήσαι* / η-εβουλήθην
ΠΡΚ πεπολεμήκατε / πεποίησο / βεβούλημαι
ΥΠΕΡΣ επεπολεμήκετε / εβεβουλήμην
Με αστερίσκο (*) παίρνει περισπωμένη.
ΠΡΤ επολεμείτε* / η-εβουλόμην
ΜΕΛ πολεμήσετε / βουλήσομαι-βουληθήσομαι
ΑΟΡ επολεμήσατε / ποιήσαι* / η-εβουλήθην
ΠΡΚ πεπολεμήκατε / πεποίησο / βεβούλημαι
ΥΠΕΡΣ επεπολεμήκετε / εβεβουλήμην
Με αστερίσκο (*) παίρνει περισπωμένη.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Alireza
Τιμώμενο Μέλος
Η Alireza αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι Φοιτήτρια και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 1,174 μηνύματα.
15-11-12
15:44
1-->(Απαρέμφατο ενεστώτα ενεργητικής φωνής του συνηρημένου ρήματος β τάξης βοηθέω-ω)
2-->(γ ενικό οριστικής αορίστου ενεργητικής φωνής του ρήματος σημαίνω)
εν. βοηθέ-εν--βοηθειν / σημαίνει
πρτ. - / εσήμαινε
μελ. βοηθήσειν / σημανέ-ει--σημανει
αορ. βοηθησαι / εσήμανε - εσήμηνε
πρκ. βεβοηθηκέναι / σεσήμαγκε
υπρσ. - / εσεσημάγκει
*Όπου δεν έχω βάλει τόνο θέλει περισπωμένη.
Με επιφύλαξη γιατί τα έκανα βιαστικά.
2-->(γ ενικό οριστικής αορίστου ενεργητικής φωνής του ρήματος σημαίνω)
εν. βοηθέ-εν--βοηθειν / σημαίνει
πρτ. - / εσήμαινε
μελ. βοηθήσειν / σημανέ-ει--σημανει
αορ. βοηθησαι / εσήμανε - εσήμηνε
πρκ. βεβοηθηκέναι / σεσήμαγκε
υπρσ. - / εσεσημάγκει
*Όπου δεν έχω βάλει τόνο θέλει περισπωμένη.
Με επιφύλαξη γιατί τα έκανα βιαστικά.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Alireza
Τιμώμενο Μέλος
Η Alireza αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι Φοιτήτρια και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 1,174 μηνύματα.
13-03-12
19:21
γεια σας! η6ελα μια βοηθεια..
αν μπορειτεε να μου πειτε την εγκλιτικη αντικατασταση στην:
οριστηκη,υποτακτικη,ευκτικη και προστακτικη στο γ'ενικο και γ' πληθυντικο προσωπο του ρηματος :
δανιζω και αθροιζω
....
ευχαριστω!^^
Οριστική: δανείζει, δανείζουσι(ν) / αθροίζει, αθροίζουσι(ν)
Υπότακτική: δανείζη (με υπογεγραμμένη), δανείζωσι(ν) / αθροίζη (με υπογεγραμμένη), αθροίζωσι(ν)
Ευκτικη: δανείζοι, δανείζοιεν / αθροίζοι, αθροίζοιεν
Προστακτικη: δανειζέτω, δανειζόντων ή δανειζέτωσαν / αθροιζέτω, αθροιζόντων ή αθροιζέτωσαν
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.