ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Ν.
Δραστήριο μέλος
Ο ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 32 ετών, Πτυχιούχος και μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 490 μηνύματα.
01-06-12
23:55
Το 1919 συστήθηκε και λειτούργησε στην Αθήνα το πρώτο «Κεντρικό Γραφείο Εγκληματολογικής Σημάνσεως», το οποίο το 1925 μετονομάστηκε σε «ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΩΝ». Επιπλέον προβλέφθηκε η ίδρυση Εγκληματολογικών Εργαστηρίων στις μεγαλύτερες πόλεις και Συνεργείων Σημάνσεως στις έδρες των Πρωτοδικείων και στις Φυλακές.
Το 1929 το Κεντρικό Γραφείο Εγκληματολογικών Αναζητήσεων ονομάστηκε «ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ».
Κύριος οργανωτής των εργαστηρίων της Δ.Ε.Υ. κατά τρόπο άρτιο και επιστημονικό και θεμελιωτής - στυλοβάτης της εφαρμοσμένης εγκληματολογικής πρακτικής στην Αστυνομία υπήρξε ο καθηγητής Κωνσταντίνος ΓΑΡΔΙΚΑΣ, ο οποίος διοίκησε την Υπηρεσία επί 36 χρόνια.
Το έτος 1971 ιδρύθηκε στην Αθήνα ανεξάρτητη Εγκληματολογική Υπηρεσία Χωροφυλακής. Με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως την επόμενη χρονιά καταργήθηκαν οι Διευθύνσεις Εγκληματολογικών Υπηρεσιών αμφοτέρων των Σωμάτων (Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων) και συστήθηκε ενιαία Υπηρεσία με την ονομασία «ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ».
Το 1977 κυρώθηκε και τέθηκε σε εφαρμογή ο νέος Κανονισμός λειτουργίας της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Υπηρεσιών και των Περιφερειακών Υπηρεσιών.
Το 1984 συστάθηκαν στις Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις Αθηνών και Θεσ/νίκης δύο (2) Υποδιευθύνσεις Εγκληματολογικών Ερευνών, υπαγόμενες στις αντίστοιχες Διευθύνσεις Ασφαλείας αυτών, ισότιμες και μη ιεραρχικά εξαρτώμενες και συστάθηκαν την ίδια χρονιά Γραφεία Εγκληματολογικών Ερευνών (Γ.Ε.Ε.) στα Τμήματα Ασφαλείας των Αστυνομικών Διευθύνσεων των Νομών.
Το 1992 η Υποδιεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής προήχθη σε Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών (Δ.Ε.Ε.), κατέστη αυτοτελής Κεντρική Υπηρεσία με έδρα την Αθήνα και υπήχθη απευθείας στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, διαρθρώθηκε δε εσωτερικά σε πέντε (5) Τμήματα (Εσωτερικών Λειτουργιών, Δακτυλοσκοπίας, Εργαστηρίων - Χημείου, Εξερευνήσεων, Αναγνώρισης). Με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης την ίδια χρονιά, η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών αναδιαρθρώθηκε σε οκτώ (8) Τμήματα και αφού προστέθηκαν τα Τμήματα Εργαστηρίων, Χημείου, Μεθοδικοτήτων - Φωτογραφικού, Καταδιωκτικών – Στατιστικής και Αρχείων.
Το 2001 η Δ.Ε.Ε. παρέμεινε αυτοτελής Κεντρική Υπηρεσία υπαγομένη στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας εποπτευόμενη από το Γενικό Επιθεωρητή Αστυνομίας, ενώ από το 2003 η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών υπάγεται, εποπτεύεται και ελέγχεται απευθείας στον Αρχηγό. Επιπρόσθετα διαρθρώνεται σε δέκα (10) Τμήματα (Εσωτερικών Λειτουργιών, Δακτυλοσκοπίας, Εξερευνήσεων, Εργαστηρίων Πυροβόλων Όπλων και Ιχνών Εργαλείων, Εργαστηρίων Δικαστικής Γραφολογίας και Πλαστότητας Εντύπων και Αξιών, Χημικών και Φυσικών Εξετάσεων, Ανάλυσης Βιολογικών Υλικών, Μεθοδικοτήτων – Φωτογραφικού, Καταδιωκτικών – Στατιστικής και Αρχείων), με τη σημερινή τους μορφή και ρυθμίζονται θέματα της αποστολής, διάρθρωσης και αρμοδιότητας.
Το Σεπτέμβριο του 2010 η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών μεταστεγάστηκε σε νεόδμητο ιδιόκτητο κτίριο πέντε ορόφων, 32.000 περίπου τετραγωνικών, στη συμβολή των οδών Λ. Αθηνών και Αντιγόνης 2-6.
Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας είναι η Εθνική Εγκληματολογική Υπηρεσία της χώρας. Έχει ενταχθεί στο Δίκτυο Εγκληματολογικών Ινστιτούτων (ENFSI) και παρέχει σημαντική υποστήριξη και βοήθεια στο έργο όλων των διωκτικών Αρχών της χώρας.
Στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών υπάγεται η Υποδιεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών Βορείου Ελλάδος (Υ.Ε.Ε.Β.Ε.), που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και τα κατά τόπους Τμήματα και Γραφεία Εγκληματολογικών Ερευνών στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών διαρθρώνεται στα εξής τμήματα:
Η Δ.Ε.Ε. διαθέτει σύγχρονο εξοπλισμό όπως:
Το 1929 το Κεντρικό Γραφείο Εγκληματολογικών Αναζητήσεων ονομάστηκε «ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ».
Κύριος οργανωτής των εργαστηρίων της Δ.Ε.Υ. κατά τρόπο άρτιο και επιστημονικό και θεμελιωτής - στυλοβάτης της εφαρμοσμένης εγκληματολογικής πρακτικής στην Αστυνομία υπήρξε ο καθηγητής Κωνσταντίνος ΓΑΡΔΙΚΑΣ, ο οποίος διοίκησε την Υπηρεσία επί 36 χρόνια.
Το έτος 1971 ιδρύθηκε στην Αθήνα ανεξάρτητη Εγκληματολογική Υπηρεσία Χωροφυλακής. Με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως την επόμενη χρονιά καταργήθηκαν οι Διευθύνσεις Εγκληματολογικών Υπηρεσιών αμφοτέρων των Σωμάτων (Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων) και συστήθηκε ενιαία Υπηρεσία με την ονομασία «ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ».
Το 1977 κυρώθηκε και τέθηκε σε εφαρμογή ο νέος Κανονισμός λειτουργίας της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Υπηρεσιών και των Περιφερειακών Υπηρεσιών.
Το 1984 συστάθηκαν στις Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις Αθηνών και Θεσ/νίκης δύο (2) Υποδιευθύνσεις Εγκληματολογικών Ερευνών, υπαγόμενες στις αντίστοιχες Διευθύνσεις Ασφαλείας αυτών, ισότιμες και μη ιεραρχικά εξαρτώμενες και συστάθηκαν την ίδια χρονιά Γραφεία Εγκληματολογικών Ερευνών (Γ.Ε.Ε.) στα Τμήματα Ασφαλείας των Αστυνομικών Διευθύνσεων των Νομών.
Το 1992 η Υποδιεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής προήχθη σε Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών (Δ.Ε.Ε.), κατέστη αυτοτελής Κεντρική Υπηρεσία με έδρα την Αθήνα και υπήχθη απευθείας στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, διαρθρώθηκε δε εσωτερικά σε πέντε (5) Τμήματα (Εσωτερικών Λειτουργιών, Δακτυλοσκοπίας, Εργαστηρίων - Χημείου, Εξερευνήσεων, Αναγνώρισης). Με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης την ίδια χρονιά, η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών αναδιαρθρώθηκε σε οκτώ (8) Τμήματα και αφού προστέθηκαν τα Τμήματα Εργαστηρίων, Χημείου, Μεθοδικοτήτων - Φωτογραφικού, Καταδιωκτικών – Στατιστικής και Αρχείων.
Το 2001 η Δ.Ε.Ε. παρέμεινε αυτοτελής Κεντρική Υπηρεσία υπαγομένη στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας εποπτευόμενη από το Γενικό Επιθεωρητή Αστυνομίας, ενώ από το 2003 η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών υπάγεται, εποπτεύεται και ελέγχεται απευθείας στον Αρχηγό. Επιπρόσθετα διαρθρώνεται σε δέκα (10) Τμήματα (Εσωτερικών Λειτουργιών, Δακτυλοσκοπίας, Εξερευνήσεων, Εργαστηρίων Πυροβόλων Όπλων και Ιχνών Εργαλείων, Εργαστηρίων Δικαστικής Γραφολογίας και Πλαστότητας Εντύπων και Αξιών, Χημικών και Φυσικών Εξετάσεων, Ανάλυσης Βιολογικών Υλικών, Μεθοδικοτήτων – Φωτογραφικού, Καταδιωκτικών – Στατιστικής και Αρχείων), με τη σημερινή τους μορφή και ρυθμίζονται θέματα της αποστολής, διάρθρωσης και αρμοδιότητας.
Το Σεπτέμβριο του 2010 η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών μεταστεγάστηκε σε νεόδμητο ιδιόκτητο κτίριο πέντε ορόφων, 32.000 περίπου τετραγωνικών, στη συμβολή των οδών Λ. Αθηνών και Αντιγόνης 2-6.
Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας είναι η Εθνική Εγκληματολογική Υπηρεσία της χώρας. Έχει ενταχθεί στο Δίκτυο Εγκληματολογικών Ινστιτούτων (ENFSI) και παρέχει σημαντική υποστήριξη και βοήθεια στο έργο όλων των διωκτικών Αρχών της χώρας.
Στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών υπάγεται η Υποδιεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών Βορείου Ελλάδος (Υ.Ε.Ε.Β.Ε.), που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και τα κατά τόπους Τμήματα και Γραφεία Εγκληματολογικών Ερευνών στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών διαρθρώνεται στα εξής τμήματα:
- Τμήμα Δακτυλοσκοπίας
- Τμήμα Εξερευνήσεων
- Τμήμα Εργαστηρίων Πυροβόλων Όπλων και Ιχνών Εργαλείων
- Τμήμα Εργαστηρίων Δικαστικής Γραφολογίας και Πλαστότητας εντύπων - αξιών
- Τμήμα Χημικών και Φυσικών Εξετάσεων
- Τμήμα Ανάλυσης Βιολογικών Υλικών
- Τμήμα Μεθοδικοτήτων - Φωτογραφικό
- Τμήμα Καταδιωκτικών - Στατιστικής
- Τμήμα Αρχείων
- Τμήμα Εσωτερικών Λειτουργιών
Η Δ.Ε.Ε. διαθέτει σύγχρονο εξοπλισμό όπως:
- Αυτόματο Σύστημα Συγκριτικών Εξετάσεων Ιχνών Καλύκων και Βολίδων (Ι.Β.Ι.S.).
- Αυτοματοποιημένο Σύστημα Αναγνώρισης Δακτυλικών Αποτυπωμάτων (Α.Σ.Α.Δ.Α.).
- Σύστημα Τηλεμετάδοσης Εικόνας (PHOTOPHONE).
- Αυτόματο Σύστημα Αρχειοθέτησης και Επίδειξης Φωτογραφιών (I.S.I.S.).
- Σύστημα Εξέτασης Φωνής και Ήχου (VOICE).
- Σύστημα Εξέτασης Ψηφιακών Δεδομένων.
- Αναλυτή Αλληλουχιών Βάσεων D.N.A.
- Εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας, στο Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Χαρτονομισμάτων και Κερμάτων Ευρώ.
- Υπερσύγχρονο Ηλεκτρονικό Μικροσκόπιο, πολλαπλών χρήσεων.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.