solonas07
Δραστήριο μέλος
Ο Σόλων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι Απόφοιτος. Έχει γράψει 648 μηνύματα.
30-01-11
20:53
Παιδιά η δράση βγαίνει από το δρώ ?
Βεβαίως, από το ρήμα δράω-δρω.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
solonas07
Δραστήριο μέλος
Ο Σόλων αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι Απόφοιτος. Έχει γράψει 648 μηνύματα.
11-12-10
01:01
Ορίστε:
1) ζεύξη η [zéfksi]: α. η σύνδεση δύο ακτών (με γέφυρα): H ~ ενός ποταμού. Tο έργο της ζεύξης του στενού Ρίου-Aντιρρίου. β. (τεχνολ.) σύνδεση δύο οχημάτων, κινητήριων οργάνων ή εξαρτημάτων κτλ. με σκοπό τη λειτουργία τους κάτω από τις ίδιες συνθήκες.
2) ζευγαλάτης: ζευγάς, γεωργός
3) διάζευξη: 1. (λογ.) το σχήμα με το οποίο παρουσιάζονται ως εξίσου δυνατές δύο διαφορετικές επιλογές (που η υιοθέτηση της μιας συνεπάγεται τον εν μέρει ή εν όλω αποκλεισμό της άλλης): Xαλαρή / αποκλειστική ~. || (γραμμ.) η κατά παράταξη σύνταξη δύο ή περισσότερων προτάσεων που συνδέονται μεταξύ τους διαζευκτικά. 2. (λόγ.) διαζύγιο, διάλυση του γάμου: Bρίσκονται σε ~.
4) σύζευξη: 1.σύνδεση, συνένωση: Δεν είναι πάντα δυνατή η αρμονική ~ των πραγματικών στόχων του ανθρώπου με τα όνειρά του. Tο ίσως είναι ~ του ναι και του όχι. ANT διάζευξη. 2. (επιστ.) α. (βιολ.) τρόπος γονιμοποίησης στα πρωτόζωα. β. (ηλεκτρολ.) σύνδεση δύο ηλεκτρικών συστημάτων. γ. (μουσ.) σημείο (μία καμπύλη) που ενώνει δύο φθογγόσημα της ίδιας οξύτητας και δηλώνει πως η μετάβαση από το ένα στο άλλο πρέπει να γίνει χωρίς διακοπή. [λόγ.: 1: αρχ. σύζευξις (-σις > -ση) `συνένωση΄· 2α: σημδ. γαλλ. copulation· 2β: σημδ. γαλλ. jonction· 2γ: σημδ. γαλλ. liaison]
5) ζυγωματικός : (ανατ.) α. ζυγωματικά οστά, και ως ουσ. τα ζυγωματικά, τα δύο οστά του προσώπου που ενώνουν την κάτω σιαγόνα με το κρανίο, και το αντίστοιχο τμήμα των παρειών κάτω από τα μάτια· (πρβ. τα μήλα* του προσώπου). β. που βρίσκεται στα ζυγωματικά οστά: Zυγωματική απόφυση. Zυγωματικό τόξο / νεύρο.
6) ζυγοστάθμιση: η διαδικασία η οποία αποβλέπει στην εξουδετέρωση των κραδασμών που δημιουργούνται κατά την περιστροφική ή παλινδρομική κίνηση διάφορων μαζών σε μηχανισμούς και μηχανές: Zυγοσταθμίσεις τροχών αυτοκινήτων. Kάνω ~, ζυγοσταθμίζω. 7) διαζευκτηριον: έγγραφο που πιστοποιεί τη λύση ενός γάμου. 8 ) σύζευγμα: 1) η συνδεση, ενωση δυο πραγματων μαζι 2) το ζευγαρωμα, το παντρεμα
Ελπίζω να βοήθησα
Όρεξη να 'χει η κυρία μοντερέιτορ...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.