10-07-10
16:09
Αυτο το σκεφτομαι και γω και αυτην αλλα και απο την αλλη πλευρα του θεματος γιατι οι φιλοι μπορει και να υπερβαλλουν θετικα ή να το παρουν στα αστεια.. Και δεν θελω τπτ απο τα δυο , μονο η μαμα μου εχει διαβασει ΜΕΡΙΚΑ σημεια με τον ορο να μην τα σχολιασει...
Οσο για το 2ο-μισοτελειωμενο κεφαλαιο μ αρεσει και αυτο... Για να φλυαρισω λιγο () μου αρεσει η περιγραφικοτητα σου : ενω αποδιδεις αναλυτικα το περιβαλλον και τις καταστασεις δεν με κουραζει , κατι που συνηθως με εκνευριζει αφανταστα στις μεγαλες περιγραφες !!!
Αποδιδεις καλα αυτο που σκεφτεσαι χωρις να το υπεραναλυεις και αφηνοντας τον αναγνωστη να το "χτισει" μονος του χωρις να του μεινουν κενα παρ' ολα αυτα...
Keep Walking
Σε ευχαριστω ειλικρινα για τα λογια σου Και ναι! ειναι πολυ δυσκολο να παρεις μια αντικειμενικη γνωμη απο αγαπημενα προσωπα αλλα απο την αλλη υπαρχουν αυτα τα site, γι αυτο ανεβασε και συ αν εχεισ κατι!!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
10-07-10
11:36
Γεια σας ειμαι καινουρια εδω αλλα μου αρεσε πολυ το topic και ειπα να μπω. Προσωπικα παντα ειχα ιδεεσ στο μυαλο μου και εφτιαχνα ιστοριεσ τισ ελεγα και στην καλυτερη μου φιλη (καλα που δεν με περασε για τρελη!) αρχισα να γραφω στην 1 λυκειου οταν με παροτρυνε ο καθηγητης μου. Τεσπα αυτο ειναι κατι που αρχισα πριν 1 μηνα αλλα δεν εφτασα στο τελος...
1 κεφαλαιο
( Οι σκιές του παρελθόντος )
Ελπιζω να μην βαρεθηκατε και να σας αρεσε!
1 κεφαλαιο
( Οι σκιές του παρελθόντος )
Καμιά ανάμνηση το παρελθόν άγνωστο μονό ένας θεός ξέρει ποτέ άρχισε η ζωή του, η ζωή που γνωρίζει. Μια ανάμνηση παραμένει άθικτη που τον στοιχειώνει στο παρόν. Η έρημος και το γκρίζο σταχτώδες τοπίο γύρο του. Ο κόσμος είναι όπως είναι, βουτηγμένος στο σκοτάδι. Όλες οι ιστορίες για το παρελθόν ακούγονται σαν παραμύθια στα αυτιά του. Οι γενναίοι ένδοξοι καιροί που ελάχιστοι θυμούνται δεν άφησαν κανένα στίγμα, κανένα σημάδι τους. Όλα μετατράπηκαν σε μια επικίνδυνη έρημος και μέσα στα μυαλά των πεινασμένων πλασμάτων, που έχουν χάσει την ταυτότητα τους, παραμένει το σκοτεινό και πρόστυχο. Οι αμαρτίες έχουν γίνει μια συνήθεια της καθημερινότητας με σκοπό να επιζήσουν.
Οι βαριές, μαύρες μπότες του χτυπούσαν ανελέητα τη σκληρή ρυτιδιασμένη γη που είχε να νιώσει το άγγιγμα της βροχής για χρονιά. Η σκασμένη επιφάνεια της έκρυβε θανάσιμους εχθρούς που ήταν αίτια θανάτου των ταξιδιωτών και περιπλανώμενων όπως ήταν ο ιδιος. Ο αέρας είχε σηκωθεί ορμητικός ταλαιπωρώντας τον κουκουλωμένο άντρα ο οποίος παρόλα αυτά περπατούσε σταθερά.
Μπροστά του με την προστασία της παλάμης του έβλεπε τις κορφές των σπιτιών που θύμιζαν τους πυργίσκους των κάστρων που διαπερνούσαν σαν λεπίδες τον σκοτεινό ουρανό, προαναγγέλλοντας την βροχή. Μια πικρή οφθαλμαπάτη για τους κατοίκους και τους επισκέπτες γιατί η βροχή έχει εξοριστεί από τούτη τη γη.
Επιτέλους μετά από εβδομάδες κατάφερε να φτάσει σε αυτό το σάπιο καταφύγιο γνωστό ως Ρόκμπουργκ. Παρέδωσε τα διόδια σε έναν γιγάντιο φύλακα που καθόταν στην μαύρη πύλη και συνέχισε το δρόμο του στον βρώμικο λιθόστρωτο δρόμο που σε προκαλούσε να σκοντάψεις. Οι άνθρωποι γύρο τον κοίταξαν καχύποπτα. ʽΆνθρωποιʼ όλοι υιοθέτησαν αυτόν τον κάποτε κατώτερο τίτλο. Οι διάφορες είχαν λήξει μονό οι πεισματάρηδες που υσχιρίζονταν την αγνότητα της κληρονομιάς τους έλεγαν <<Εγώ είμαι Ξωτικό>> ή <<Εγώ είμαι τρανός Όρκ>>. Αλλά ποιος τους πιστεύει. Όλοι έγιναν ίδιοι μονό μερικά χαρακτηρίστηκα θα πρόδιδαν κάποιο ίχνος των αρχαίων φυλών.
Πέρασε σε ένα στενό όπου έφτανε σε αδιέξοδο. Στα δεξιά η βρώμικη ταμπέλα <<Κάθαρμα>>, έτριζε προσκαλώντας τα αποβράσματα της πόλης να μεθύσουν, να καυγαδίσουν και μερικοί να αλληλοσκοτωθούν. Στην γωνία μια πόρνη με κατακόκκινα μαλλιά, με χοντρές μπούκλες τον κοίταξε προκλητικά με ένα γλυκό χαμόγελο στα κόκκινα βαμμένα χείλη της. Με μια απαλή κίνηση ανέβασε το φουντωτό μακρύ φόρεμα της αποκαλύπτοντας την λευκή επιδερμίδα του καλλιγράμμου ποδιού της. Βλέποντας τον άντρα να περνάει τη πόρτα ρουθούνισε και με ένα ψυχρό βλέμμα τον ακολούθησε.
Το δωμάτιο είχε ελάχιστο φωτισμό. Στο μπαρ κάθονταν κανα πέντε ʽάνθρωποιʼ ταξιδιωτες απʼ ότι έδειχνε η ενδυμασία τους.
<<Γκάζι αγάπη μου, βάλε μου το αγαπημένο μου ποτό>>, είπε η κοκκινομάλλα και έκατσε στο μπαρ κοντά στον κουκουλωμένο άντρα. <<Θα σε κεράσω ένα ποτάκι αν μου δείξεις το πρόσωπο σου>>, είπε στον νεοφερμένο κλείνοντας του το μάτι.
Ο άντρας κατέβασε το κομμάτι υφάσματος που έκλεινε το πρόσωπο του και κατέβασε την κουκούλα. Αποκάλυψε τα κοντοκουρεμένα κατάξανθα μαλλιά του. Το πρόσωπο του ήταν ωραίο και νεανικό όχι πάνω από 25 χρονών. Την κοίταξε με τα γαλάζια σαν την θάλασσα μάτια του.
<<Καλέ εσύ είσαι κούκλος. Κρίμα να κρύβεις τέτοιο αγγελικό πρόσωπο. Ορκίζομαι στις νύμφες της νύχτας ένας άγγελος με σάρκα και οστα>>, είπε απολαμβάνοντας το κάθε χιλιοστό του προσώπου του.
<<Αναρωτιέμαι>>, είπε με μια βαθειά γοητευτική χροιά. <<Αυτό το κόκκινο της φωτιάς είναι έμφυτο χάρισμα?>>, την πλησίασε χαμογελώντας.
<<Χεχ, έχω και κάτι για το οποίο να είμαι περιφανή>>, απάντησε κοκκινίζοντας. <<Γκάζι τι στέκεσαι εκεί σαν χάνος? Βάλε στον όμορφο ένα ποτό της φωτιάς>>
Τα ποτά δεν σταμάτησαν και το γέλιο της κοκκινομάλλας δυνάμωνε όλο ένα.
<<Αλήθεια άγγελε πως σε λένε?>>, ρώτησε με έναν απαλό λόξυγκα.
<<Ντάντε, εσένα νύμφη?>>
<<Μπορείς να με φωνάζεις όπως θέλεις>>, απάντησε ανεβάζοντας το φόρεμα της αποκαλύπτοντας το γόνατο της.
Το χάιδεψε χαμογελώντας. <<Θέλω να φωνάξω εσένα όχι κάτι ψεύτικο>>
<<Νίμελε, αλλά μην το πεις σε κανέναν>>, του ψιθύρισε στο αυτί ανατριχιάζοντας καθώς το χέρι του ανέβηκε πάνω από το γόνατο. <<Θα περάσεις τη νύχτα σου εδώ?>>
<<Ναι>>, της ψιθύρισε.
Ανέβηκαν τις στενές ξύλινες σκάλες αυτή τον ακολουθούσε χαϊδεύοντας την πλάτη του. Το κλειδί άνοιξε την πόρτα που λίγο ήθελε για να σπάσει. Μπήκανε μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο που φωτιζόταν ελάχιστα μόλις η πόρτα έκλεισε γύρισε για να την κοιτάξει. Τον πλησίασε πιάνοντας το πρόσωπο του φιλώντας τον. Έβγαλε τον σφιχτό κορσέ και μαζί έπεσε χωρίς μεγάλη προσπάθεια η φουντωτή φούστα.
Η κοκκινομάλλα σηκώθηκε όσο πιο ήσυχα μπορούσε κοίταξε ανήσυχα τον Ντάντε που ήταν ξαπλωμένος με τη πλάτη γυρισμένη. Ξεφύσησε μόλις είδε ότι δεν κουνιόταν. Έβαλε τα ρούχα της κοιτώντας τον κάθε φόρα. Γύρισε προς τα ρούχα του που ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Στη ζώνη του είδε το σάκο που έκανε τον ήχο από νομίσματα να συγκρούονται. Με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο έκρυψε το πουγκί σε ένα σφιχτό πλατύ λάστιχο που είχε δεμένο ψηλά στο μπούτι της. Σηκώθηκε στρώνοντας την φουντωτή φούστα της που θρόισε και κοίταξε και πάλι τον νέο.
<<Συγνώμη όμορφε αλλά έτσι είναι η ζωή>>
Γύρισε για να φύγει όταν ένας κρύος αέρας την χτύπησε από πίσω και μια λεπίδα ήταν έτοιμη να διαπεράσει το λαιμό της. Ο Ντάντε στεκοταν πίσω της κρατώντας το στιλέτο.
<<Αυτό το χρειάζομαι γλυκά>>, είπε στο αυτί της και ανέβασε με το ελεύθερο χέρι του τη φούστα, πέρασε το χέρι του στο πόδι της φτάνοντας στο πουγκί. Το τράβηξε με δύναμη και την άφησε να απομακρυνθεί.
Το πρόσωπο της χλόμιασε και ο κρύος ιδρώτας φόβου διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της. Τα μαλλιά της έπεφταν ανάστατα κρύβοντας ελαφρά το μισό πρόσωπο της. Καθώς ανάσαινε βαριά από τη πίεση του κορσέ το στήθος της ανεβοκατέβαινε μέσα έξω. Τον κοιτούσε στα μάτια. αναρωτιόταν τι θα έκανε τώρα. Τι θα έκανε αυτός στη συνεχεία. Έχει συνηθίσει πως όταν την έπιαναν επαυτοφώρο παρέμενε βδομάδες στο κρεβάτι με το πρόσωπο παραμορφωμένο από τον ξυλοδαρμό.
Αλλά αυτός δεν κουνιόταν, δεν την πλησίαζε μονάχα την κοιτούσε με τα χαρακτηριστικά του σφιγμένα. Κάτι παράξενο είχε η όψη του.
<<Πολύ όμορφο πρόσωπο>>, ψιθύρισε τόσο σιγανά που δεν την άκουσε.
Γύρισε απότομα για να φύγει καθώς η πόρτα βρισκόταν το πολύ τρία βήματα πίσω της. Έπιασε το πόμολο με ορμή και τότε κάτι ξέσχισε τον αέρα βγάζοντας έναν διαπεραστικό, τσιριχτό ήχο. Το στιλέτο που πριν λίγο απειλούσε το λαιμό της βρέθηκε λίγα εκατοστά απόσταση από το μάγουλο της, σφηνωμένο στο αδύναμο ξύλο. Το κοίταξε με τά μάτια ορθάνοιχτο, την πλούσια λαβή του και τα παράξενα σύμβολα που βρίσκονταν χαραγμένα στο σκληρό μέταλλο του, στην θανάσιμη λεπίδα του. Άνοιξε την πόρτα τρέμοντας. Γύρισε να τον κοιτάξει. Περίμενε να πέσει νεκρή μόλις θα το έκανε. Περίμενε το δεύτερο στιλέτο που θα είχε κρύψει κάπου να τη διαπεράσει. Αλλά αυτός δεν κουνήθηκε με το πρόσωπο χαλαρό την άφησε να φύγει.
Έμεινε μόνος του με την πόρτα να τρίζει καθώς ανοιγόκλεινε αργά – αργά. Την έκλεισε βγάζοντας ταυτόχρονα το στιλέτο. Έμεινε μια λεπτή γραμμή ως άνοιγμα, μπορούσε να διακρίνει το διάδρομο καθαρά.
Πλησίασε το καθρέφτη που είχε πολλαπλά ραγίσματα. Ακριβώς κάτω από το καθρέφτη υπήρχε ένας ψηλός πάγκος όπου βρισκόταν ένα βάθη και μεγάλο δοχείο με γκριζωπό νερό. Έσκυψε από πάνω του και έπλυνε το πρόσωπο του. Πέρασε τα βρεγμένα μακριά δάχτυλα του μέσα από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του αφήνοντας μικρές σταγόνες εγκλωβισμένες ανάμεσα τους. Έτριψε με περισσότερο νερό στα χέρια τον αυχένα του και ένιωσε τότε ένα τσούξιμο. Κοίταξε στον καθρέφτη σκύβοντας τον έναν ώμο για να δει καλύτερα. Παρά τον φτωχό φωτισμό από το μικρό παράθυρο και το χλωμό καθρέφτη διέκρινε κόκκινα λεπτά σημάδια σε όλο το μάκρος της πλάτης του. Χαμογέλασε στο εαυτό του καθώς θυμήθηκε την αίσθηση των νυχιών της να μπήγονται στη πλάτη του τη προηγούμενη νύχτα.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο περιμένοντας να αντικρίσει κάποιο ίχνος της ημέρας αλλά τα σύννεφα κλείδωσαν την πόλη σε ένα κατασκότεινο και μουχλιασμένο κλουβί. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι μοναχά οι μεγάλοι αρουραιοι έτρεχαν από το ένα σπίτι στο άλλο ελπιζοντας να βρουν κανένα καλυτερο ψιχουλο ή καλύτερα το πτωμα του ιδιοκτητη.
Αποφασησε να φύγει. Να αρχησει τον ίδιο ασκοπο δρόμο που τον έφερνε σε παρομοια κλουβια με τα πάντα να σαπιζουν ως τα βάθη της γης. Είχε να φάει μια βδομαδα το μονό που ένιωθε ήταν μια ζαλάδα ο πόνος της πεινας τον κυριευε μοναχα για λίγα λεπτά και μετά περνούσε σαν κάθε πληγή που υπενθιμιζει πως είναι εκεί αλλά όταν δεν βλέπει ανταποκρισει σιωπα.
Έβαλε τα ρούχα του, το πουγκί με τα λεφτά το έκρυψε καλά μέσα στη μπλουζα του και κουκουλωθηκε με τον ζεστό μανδύα του. Κατεβηκε στο ίδιο μπαρ όπου ο ιδιος άντρας ετριβε τα σκονισμενα ποτηρια με ενα αθλιο κομμάτι υφασματος που τα έκανε ακόμα πιο βρωμικα.
<<Έχεις τίποτα φαγοσημο?>>, ρώτησε προστακτηκα.
<<Αμε, θες την πρωτη κόρη μου ή την δευτερη και οι δυο κοκκαλα είναι αλλά αν τις βρασω μια χαρα>>, είπε γελώντας με τα μαύρα δόντια του να βγαζουν μυρωδιά σαπιλας. Φυσικά μπορεί να το έλεγε για αστειο αλλά ο Νταντε δεν ήταν και τόσο σιγουρος.
<<Καμιά μπριζολα? Θα πληρωσω καλά…>>
<<Έχω μονό ψωμί ξενε και αυτό στο δινω για δέκα σιδερα>>
Χωρίς καμιά ορεξη για καυγα εγνεψε καταφατικα κάτι που έκανε τον γέρο να ξαφνιαστει και μετά αγριεψε ακόμα περισσοτερα.
Το ψωμί ήταν ? μουχλιασμενο αλλά τι να έκανε με καμποσα ποτηρακια αλκοολ θα το ένιωθε σαν φρέσκο μπουτι κοτοπουλου. Τελειωνωντας πληρωσε και με το παραπάνω. Βγήκε έξω κουβαλοντας τον μπογο του από μαύρο σκληρο δέρμα στη πλατι του. Ένα διαπεραστικο τσιριχτο ακούστηκε να διαπερνά το κεφάλι του. Κοίταξε κάτω και είδε το κατακοκκινο αίμα ενός αρουραιου που πατησε μισοκοβοντας τον στη μέση με τις βαριές μπότες του. Έκανε μια γκριματσα αηδιας και κλοτσισε το ψοφημη μακριά.
Ο σκοτεινος δρομος τον οδηγησε προς την αντιθετη πλευρά της πύλης που είχε περάσει για να έρθει σε αυτή τη πόλη. Η πύλη στην αντιθετη πλευρά ήταν πιο μικρή και χωρίς φυλακα. Βρισκόταν καμποσα βήματα μακριά της όταν ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα στη πλάτη του απο ένα μαστιγιο.
Κανονικα θα το είχε προβλεψει, θα το είχε αποφύγει, θα άκουγε τον σφιριχτο ηχω που είχε βγάλει πριν προσγειωσει την σιδερένια άκρη του στον δεξί ωμο του αλλά ο αέρας βουιζε διαπεραστικος και το κουκουλομενο πρόσωπο του δεν τον άφηνε να δει γύρω του. Έπεσε στο έδαφος με το αριστερό του χέρι να συγκρατει το σώμα του από την πτωση.
Ένα πόδι τον χυπησε στη πλάτη πιεζοντας τον στο σκληρό έδαφος. Ο άντρας τον αναποδογηρησε. Ένιωσε την κουκούλα να τραβιεται από το πρόσωπο του.
<<Αυτός είναι?>>, ρώτησε αγριοπα.
Ο Νταντε δεν έβλεπε μπροστά του τα μάτια του είχαν δακρυσει το μονό που μπορούσε να διακρινει ήταν η σκοτεινη μορφή του άντρα και στην άλλη άκρη κάτι κόκκινο τραβουσε την προσοχή του.
Καμποσα χέρια τον αρπαξαν και τον κρατησαν ορθιο. Ένιωσε τις δυνατες γροθιες να τον διαπερνανε. Άκουσε τον απαισιο ήχο από τα πλευρά του που εσπασαν και ο πόνος τον τραβουσε στα βάθη του σκοτους. Άρχισε να βηχει και ένιωσε το αίμα να ανεβαινει στο λαιμό υστερα στο στόμα του ωσπου άρχισε να σταζει από τα σχισμενα από κάποιο χτύπημα χείλη του.
<<Μην χτυπας το πρόσωπο>>, φώναξε μια γυναικει φωνή.
Εκείνη τη στιγμή το μεγάλο χέρι, του τράβηξε με δύναμη το πουγκί με τα λεφτά. Αλλά δεν σταμάτησε εκει, ψαχουλεψε τον μανδύα του τα ρούχα του, τη ζωνη του, και μετά είδε την χρυση λαβή να λαμπιριζει. Την έβγαλε από τη δεξιά μπότα.
Όσο και αν προσπαθούσε ο Νταντε να συνελθει ήταν αδυνατο ένιωσε τότε την λεπίδα του ιδιου του στιλετου να μπηγεται στη κοιλιά του. Ο πόνος ήταν αβασταχτος και σχεδον αμέσως τον οδηγησε στο να λυποθυμησει άκουσε μια μονό προταση πριν χάσει τις αισθήσεις του.
<<Όχι, το πρόσωπο>>
Ξύπνησε με ένα αποτογμα τιναγμα. Κοίταξε γύρω του με μυαλό μπερδεμενο και με μάτια θολα.
<<Που στο διαολο…
Το δωμάτιο ήταν μικρό με ένα στενό κρεβάτι πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμενος με μια στιβα από ζεστα παπλωματα να τον τυλιγουν. Σε μια άκρη εκαιγε το μικρό τζάκι και μερικά αναμενα αρωματικα κερια βρισκόταν γύρω του πάνω σε μικρά ράφια. Στο πάτωμα ήταν ένα κοντό τραπεζάκι με ένα μαξιλαρι για καθισμα και σε μια γωνία υπήρχε ένα ζεστό παπλωμα στο πάτωμα στο μακρος ενός ανθρωπου. Το παράθυρο ήταν κλειστο τα παντζούρια κατεβασμενα.
Κοίταξε τις παλάμες που ήταν γεματες από μικρες γρατζουνιες που είχαν σχεδον επουλωθει αφηνοντας πίσω τους άσπρα σιμαδια. Πονούσε παντου και παντου είχε μελανιες. Ακούμπησε τον επιδεσμο που αριζε από τη κοιλιά του πάνω απο το στιθος του. Σε πολλά σημια είχε κόκκινες κυλιδες. Ακουμπωντας τα πλευρά του ένιωσε ένα διαπεραστικο σουβλισμα.
<<Τρία από δω>>, είπε για τη δεξιά πλευρά, <<Δυο από…Αχ τρία>>, είπε για την αριστερή. Ακούμπησε όσο πιο απαλά μπορούσε τον χτυπημενο ώμο του. <<Σπασμενος… βογκηξε παιρνωντας απότομα το χέρι του μακριά. Προσπάθησε να αξιολογησει την γενικη κατασταση της υγειας του και μονό μια λέξη θα την χαρακτιριζε <Σκατα>
Η εξοπορτα του βρισκόταν ακριβώς πίσω του άνοιξε και έκλεισε απότομα αφήνοντας ένα υπουλο κυμα κρυου αέρα να δυεισδυσει και να ταραξει τη φωτιά στο τζάκι.
<<Είσαι τρελος? Δεν πρέπει να σηκωνεσε!>>, φώναξε μια γυναικεια φωνή.
Μπροστά του εμφανίστηκε η κοκκινομαλλα. Και προσπαθησε να τον βάλει να ξαπλωσει. Αλλά αυτός μόλις την είδε ένιωσε τον θυμό να τον κυριευει. Την εσμπροξε μακριά του, δηλαδή προσπαθησε γιατί το σώμα του ξεφώνησε παραπονιαρικα και κάθε οργανο τον διεταζε να ξαπλωσει. Έπεσε αδηναμα στο κρύο πιο μαξιλαρι ανατριχιαζοντας και ανέβασε το παπλωμα ως το πυγουνι του.
<<Είσαι βλακας>>, είπε αυτή πλησιαζοντας το τζάκι. Πέταξε μέσα μερικά κουτσουρα και στερεωσε από πάνω της ένα σιδερένιο καζανι.
<<Είσαι τυχερός που ξύπνησες σήμερα. Βρήκα στην αγορά κοτοπουλο και μερικά λαχανικα. Παγωμένα βεβαια ποιος ξέρεις πόσο χρονον είναι αλλά καλύτερα από το τίποτα. Είσαι νυστικος για τρεις εβδομάδες το ξέρεις?>>
<<Τέσσερεις… ψιθύρισε
<<Ακόμα χειροτερα. Το μονό που έκανες ήταν να ξερνας αίμα. Φυσικά με τόσα χτυπηματα και με εκείνη την θανασημη πληγή η εσωτερικη αιμοραγια θα γλεντουσε. Αναρωτιέμαι πως επεζησες. Είσαι σκληρό καρυδι>>, φλυαρουσε αργά καθώς κουνούσε κυκλικα την κουταλα μέσα στο καζανι που αχνιζε και εβγαζε μια γλυκιά μυρωδιά φαγητου που του υπενθυμισε την δυνατη πείνα.
<<Δεν θα είχα τετοια χτυπηματα αν δεν ησουν εσύ>>, ξεφώνησε νευριασμενος αλλά αμέσως το μετνιωσε γιατί άρχισε να βηχει και συσπαστικε ολοκληρος από τον πόνο που του προκαλουσε η παραμικρη κίνηση.
<<Αν δεν ημουνα εγώ θα ησουν νεκρος προ πολλου και θα σε ετρογαν τώρα οι αρουραιοι στου πέντε δρόμους>>
<<Θες να βγεις και από πάνω! Εσύ με κατεδωσες>>
<<Είσαι πολύ βλακας. Πρωτον κάθε νεοφερμενος έχει επισκεψεις κλεφτων. Εσύ φταις αν με αφηνες τότε να φύγω θα νομιζαν πως έχεις μείνει χωρίς μια>>
<<Α! πρέπει να σου πω συγγνώμη που δεν σε αφησα να με κλεψεις>>
<<Ναι! Και δεν σε προδωσα εγώ αγοράκι μου. Ο γκαζι ήταν τον ακουσα που έτρεξε στον αρχηγο για να του πει πως εδωσες μια περιουσια για ένα κομμάτι ψωμί>>
<<Ψεφτρα>>, είπε θυμωμενα.
<<Εγώ? Ψεφτρα? Μα να με καταραστουν οι θεοί και οι αγγελοι αν λέω ψεματα>>
<<Χεχ. Και πως εμαθαν για το στιλέτο?>>
<<Ε… αυτό δεν το ξερώ>>
<<Ψεφτρα>>
<<Ναι ειπα πως έχεις ένα στιλέτο αξιας μιας πριουσιας. Το εκανα για να σε προστατεψω>>
<<Α ευχαριστώ και πάλι>>
<<Αν δεν το ελεγα δεν θα με επερναν μαζί τους για να σε αναγνωρισουν>>
<<Και ο Γκαζι μάτια δεν έχει?>>
<<Ο Γκαζι αποκεφαλιστηκε την στιμγη που ακούστηκε το χρηματικο πόσο και έτσι του πηραν αμέσως τα δέκα σιδερα>>
Ο Νταντε δεν απάντησε.
<<Πειστικες τώρα?>>
<<Παραμενεις μια ψεφτρα>>, είπε πιο χαλαρα.
<<Αν δεν ημουν δεν θα μπορουσα ουτε τον εαυτό μου να σωσω>>, είπε βγάζοντας τον καζανι από τη φωτιά και το έβαλε πάνω σε ένα σκληρό ύφασμα πάνω στο τραπεζάκι. Η μυρωδιά γέμισε ακόμα πιο πολύ το δωμάτιο καθώς ο ατμός ταξιδεψε σε κάθε γωνία του μικρού δωματιου. Σηκώθηκε στρωνοντας λίγο το απλό φορεμα της. Έβγαλε από ένα ράφι δυο κουπες μέσα στις οποίος ήταν δυο μεγάλα ξυλινα κουταλια και τα ακούμπησε όλα δίπλα στο καζανι.
Ο Νταντε την παρατηρούσε καθώς τα έκανε όλα αυτά. Τότε κοίταξε το παπλωμα που βρισκόταν σε μια γωνία του δωματιου και μια οργισμενη θλίψη τον γεμησε, για την αδικια που περιβαλλει όλο το κοσμο.
<<Σε ακουσα να φωνάζεις. Να μην πειραξουν το πρόσωπο μου>>, είπε κοιτώντας την καθώς έβαζε μέσα στη κουπα του τη σουπα.
Ηρθε κοντά του και εσκυψε από πάνω του στρονωντας το μαξιλαρι του για να μπορεί να ανακαθησει. Έκατσε δίπλα του με τη κουπα στα γόνατα της. Τον κοίταξε τρυφερα με ένα ζεστό χαμόγελο.
<<Έχω δει λίγα όμορφα πράγματα στο κόσμο. Σχεδόν τιποτε από τότε που φυγαδεψα από το Σέπρικατ βλέπεις ήθελα να… Τέλος παντων όταν είδα το πρόσωπο σου είδα κάτι όμορφο και δεν ήθελα να χαθει. Όλα χανονται μπροστά στα μάτια μου τα πάντα καταρεουν. Ζω μέσα στην αθλιοτητα ενώ εσύ έχεις κάτι>>, μίλησε με το μητρικο ενστικτο λες και κοιτούσε ένα παιδι μπροστά της.
<<Ελπίζω να μην πιστεύεις πως θα με ταισεις?>>, της είπε χαμογελώντας προσπαθωντας να διωξει τη θλίψη.
<<Πολλά θέλεις οριστε φάε που θέλεις και να σε ταισω>>, του είπε γελώντας. Έκατσε μόνη της στο μαξιλαρι και εφαγαν σιωπιλα.
Οι μέρες περνουσαν και η κατασταση του Νταντε πήγαινε όλο ένα και προς το καλυτερο. Ένιωθε να ανακτα τις δυνάμεις του κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Η Νίμελε τον βοηθουσε με καλοσυνη κάτι που είχε χρονιά να συναντησει. Μετά από δυο εβδομάδες μπήκε το ίδιο απότομα όπως πάντα στο δωμάτιο με τον αέρα να φυσαει ακόμα και στα χέρια της κρατούσε μαύρο ύφασμα.
<<Μπορώ επιτέλους να φτιαξω τα ρούχα σου>>, είπε πετώντας στην άκρη του κρεβατιου τα μεγάλα κομμάτια υφασματος από διαφορετικο υλικο το καθενα. Έκατσε δίπλα του και άρχισε να ραβει τα σημεία που είχα σκιστει αλλά τα πετούσε εντελως γιατί είχαν κουρελιστει τελειως.
<<Γιατί δεν φευγεις από εδώ?>>, την ρώτησε παρατηρώντας το συγκεντρωμενο πρόσωπο της.
<<Είμαι πολύ μεγάλη για να αρχισω κάτι. Εξαλλου δεν είμαι καλή σε τίποτα. Όλα ήταν νεανικες ελπιδες και οφθαλμαπατες που δεν αντιπροσωπευαν την πραγματικότητα>>, απάντησε χαμογελώντας αλλά χωρίς να παιρνει τα μάτια της από τη δουλειά της.
<<Δεν είσαι μεγάλη και είμαι σιγουρος κάτι θα ξέρεις να κανείς>>
<<Ο, είμαι αρκετά μεγάλη απλά δεν φαίνεται τόσο. Έχω καλά γονιδια βλέπεις. Να κοιτα>>, είπε δείχνοντας του τα αυτιά της.
Το σχημα τους ήταν κονικο όπως του φάνηκε στην αρχή αλλά μετά παρατήρησε πως ήταν λίγο πιο μυτερα στην κορφή.
<<Παλλιοι απογονοι τα ξωτικά>>, είπε με ένα τόνο περιφανειας στη φωνή της και για μια στιγμή είδε τα μάτια της να ταξιδευουν προς εκεινους τους χαμενους καιρους που ακούγονται από τους γεροντοτρους.
<<Μην ανησυχείς για μένα έχεις τον δικό σου δρόμο. Εγώ τον δικό μου τον χαραξα αμυδρα στους παπύρους της ιστοριας, αμυδρα όπως όλοι οι απλοι άνθρωποι>>
Η σιωπη τύλιξε και πάλι το δωμάτιο. Τότε άρχισε να τραγουδα ένα παιδικο νανουρισμα. Τόσο γλυκό και όμορφο που αναστατωσε τον Νταντε. Παρελθόν. Ποτέ δεν με τράβηξε κοντά του. Οι αναμνήσεις με εξορισαν από τα δεσμα τους αλλά κάτι σαν να μου θυμιζει αυτό το τραγούδι αλλά οι πυλες των περασμενων χρόνων που εζησα παραμενουν σφραγισμενες. Περισπτρεφοντας αυτά στο μυαλό του συνεχισε να ακουει το τραγούδι νιωθωντας ένα σφιξημο στη καρδιά ένα παραπονο στη ψυχή του.
Λιγες μέρες πέρασαν από εκείνη την παράξενη μέρα και ο Νταντε ένιωθε δυνατος όπως πρώτα. Σηκώθηκε για πρωτη φόρα από το κρεβάτι και ένιωσε τα πόδια του μουδιασμενα και αδύναμα αλλά με το λιτο πρωινό μπόρεσε να πάρει και την τελευταία δοση ενεργεις που χρειαζόταν. Είχε ντυθει με τα σχεδον καινουρια ρούχα του. Τυλιχτηκε με τον μανδύα του χωρίς να κουκουλωσει το πρόσωπο του. Χωρίς κανένα οπλο και λεφτά ήταν ετοιμος να συνεχησει έναν δυσκολο δρόμο προς το μελλον για την αναζητηση του παρελθοντος.
<<Φευγεις ε? Έλα παρε αυτά>>, του έβαλε στη παλαμι δυο χρυσά νομισματα και του χαμογέλασε.
<<Δεν μπορώ να δεχτω τιποτε παραπάνω>>, είπε δινοντας πίσω τα χρηματα και την αγκάλιασε. <<Πρέπει να φύγεις από αυτή τη πόλη>>
<<Και να παω που? Τα ειπαμε αυτά…
<<Σπίτι, πήγαινε στην οικογένεια σου…
<<Δεν θέλω να αποχωριστουμε μαλλονοντας γι αυτό πήγαινε τώρα>>, είπε καθώς προσπαθησε να συγκρατησει την θλιμενη οργή της.
<<Χρειάζομαι το όνομα τους ή εστω για ποιον δουλευουν>
<<Δεν θα το αφησεις έτσι ε? Για τον Νέρμακ δουλευουν τον μεγάλο εμπορα. Τα δικα τους ονοματα δεν τα γνωρίζω εξαλλου και να τα ήξερα θα ήταν σιγουρα ψευδονιμα>>
Την κοίταξε με ευγνομοσυνη και με μια θλίψη συναμα που του ανταπέδωσε.
Βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας πίσω τη ζεστασια και ένιωσε τον κρύο αέρα να τον χτυπαει με βαρβαρο τρόπο. Ακολούθησε τον ίδιο δρόμο προς την μικρή πύλη. Είχε ακόμα τον μπογο κρεμασμενο από τον ωμο του και μέσα είχε βάλει λιγες προμυθιες που του προσεφερε η Νίμελε και κάποια παραπάνω ρούχα. Έφτασε στη πύλη κοιτώντας προσεχτηκα γύρω του. Ήξερε πως αυτοί οι βλακες είχαν φύγει από τη πόλη και το μονό μέρος που θα μπορουσν να πανε για να πουλησουν το στιλέτο ήταν η Βόρεια πόλη Λίρκεταρ.
<<Μόλις τώρα το ταξιδι μου απόκτησε κάποιο νοημα>>, είπε χαμογελονοντας και κρύβοντας στο πρόσωπο του με τον ίδιο τρόπο όπως όταν είχε έρθει σε αυτή την σκοτεινη, καταδικασμενη πόλη.
Οι βαριές, μαύρες μπότες του χτυπούσαν ανελέητα τη σκληρή ρυτιδιασμένη γη που είχε να νιώσει το άγγιγμα της βροχής για χρονιά. Η σκασμένη επιφάνεια της έκρυβε θανάσιμους εχθρούς που ήταν αίτια θανάτου των ταξιδιωτών και περιπλανώμενων όπως ήταν ο ιδιος. Ο αέρας είχε σηκωθεί ορμητικός ταλαιπωρώντας τον κουκουλωμένο άντρα ο οποίος παρόλα αυτά περπατούσε σταθερά.
Μπροστά του με την προστασία της παλάμης του έβλεπε τις κορφές των σπιτιών που θύμιζαν τους πυργίσκους των κάστρων που διαπερνούσαν σαν λεπίδες τον σκοτεινό ουρανό, προαναγγέλλοντας την βροχή. Μια πικρή οφθαλμαπάτη για τους κατοίκους και τους επισκέπτες γιατί η βροχή έχει εξοριστεί από τούτη τη γη.
Επιτέλους μετά από εβδομάδες κατάφερε να φτάσει σε αυτό το σάπιο καταφύγιο γνωστό ως Ρόκμπουργκ. Παρέδωσε τα διόδια σε έναν γιγάντιο φύλακα που καθόταν στην μαύρη πύλη και συνέχισε το δρόμο του στον βρώμικο λιθόστρωτο δρόμο που σε προκαλούσε να σκοντάψεις. Οι άνθρωποι γύρο τον κοίταξαν καχύποπτα. ʽΆνθρωποιʼ όλοι υιοθέτησαν αυτόν τον κάποτε κατώτερο τίτλο. Οι διάφορες είχαν λήξει μονό οι πεισματάρηδες που υσχιρίζονταν την αγνότητα της κληρονομιάς τους έλεγαν <<Εγώ είμαι Ξωτικό>> ή <<Εγώ είμαι τρανός Όρκ>>. Αλλά ποιος τους πιστεύει. Όλοι έγιναν ίδιοι μονό μερικά χαρακτηρίστηκα θα πρόδιδαν κάποιο ίχνος των αρχαίων φυλών.
Πέρασε σε ένα στενό όπου έφτανε σε αδιέξοδο. Στα δεξιά η βρώμικη ταμπέλα <<Κάθαρμα>>, έτριζε προσκαλώντας τα αποβράσματα της πόλης να μεθύσουν, να καυγαδίσουν και μερικοί να αλληλοσκοτωθούν. Στην γωνία μια πόρνη με κατακόκκινα μαλλιά, με χοντρές μπούκλες τον κοίταξε προκλητικά με ένα γλυκό χαμόγελο στα κόκκινα βαμμένα χείλη της. Με μια απαλή κίνηση ανέβασε το φουντωτό μακρύ φόρεμα της αποκαλύπτοντας την λευκή επιδερμίδα του καλλιγράμμου ποδιού της. Βλέποντας τον άντρα να περνάει τη πόρτα ρουθούνισε και με ένα ψυχρό βλέμμα τον ακολούθησε.
Το δωμάτιο είχε ελάχιστο φωτισμό. Στο μπαρ κάθονταν κανα πέντε ʽάνθρωποιʼ ταξιδιωτες απʼ ότι έδειχνε η ενδυμασία τους.
<<Γκάζι αγάπη μου, βάλε μου το αγαπημένο μου ποτό>>, είπε η κοκκινομάλλα και έκατσε στο μπαρ κοντά στον κουκουλωμένο άντρα. <<Θα σε κεράσω ένα ποτάκι αν μου δείξεις το πρόσωπο σου>>, είπε στον νεοφερμένο κλείνοντας του το μάτι.
Ο άντρας κατέβασε το κομμάτι υφάσματος που έκλεινε το πρόσωπο του και κατέβασε την κουκούλα. Αποκάλυψε τα κοντοκουρεμένα κατάξανθα μαλλιά του. Το πρόσωπο του ήταν ωραίο και νεανικό όχι πάνω από 25 χρονών. Την κοίταξε με τα γαλάζια σαν την θάλασσα μάτια του.
<<Καλέ εσύ είσαι κούκλος. Κρίμα να κρύβεις τέτοιο αγγελικό πρόσωπο. Ορκίζομαι στις νύμφες της νύχτας ένας άγγελος με σάρκα και οστα>>, είπε απολαμβάνοντας το κάθε χιλιοστό του προσώπου του.
<<Αναρωτιέμαι>>, είπε με μια βαθειά γοητευτική χροιά. <<Αυτό το κόκκινο της φωτιάς είναι έμφυτο χάρισμα?>>, την πλησίασε χαμογελώντας.
<<Χεχ, έχω και κάτι για το οποίο να είμαι περιφανή>>, απάντησε κοκκινίζοντας. <<Γκάζι τι στέκεσαι εκεί σαν χάνος? Βάλε στον όμορφο ένα ποτό της φωτιάς>>
Τα ποτά δεν σταμάτησαν και το γέλιο της κοκκινομάλλας δυνάμωνε όλο ένα.
<<Αλήθεια άγγελε πως σε λένε?>>, ρώτησε με έναν απαλό λόξυγκα.
<<Ντάντε, εσένα νύμφη?>>
<<Μπορείς να με φωνάζεις όπως θέλεις>>, απάντησε ανεβάζοντας το φόρεμα της αποκαλύπτοντας το γόνατο της.
Το χάιδεψε χαμογελώντας. <<Θέλω να φωνάξω εσένα όχι κάτι ψεύτικο>>
<<Νίμελε, αλλά μην το πεις σε κανέναν>>, του ψιθύρισε στο αυτί ανατριχιάζοντας καθώς το χέρι του ανέβηκε πάνω από το γόνατο. <<Θα περάσεις τη νύχτα σου εδώ?>>
<<Ναι>>, της ψιθύρισε.
Ανέβηκαν τις στενές ξύλινες σκάλες αυτή τον ακολουθούσε χαϊδεύοντας την πλάτη του. Το κλειδί άνοιξε την πόρτα που λίγο ήθελε για να σπάσει. Μπήκανε μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο που φωτιζόταν ελάχιστα μόλις η πόρτα έκλεισε γύρισε για να την κοιτάξει. Τον πλησίασε πιάνοντας το πρόσωπο του φιλώντας τον. Έβγαλε τον σφιχτό κορσέ και μαζί έπεσε χωρίς μεγάλη προσπάθεια η φουντωτή φούστα.
Η κοκκινομάλλα σηκώθηκε όσο πιο ήσυχα μπορούσε κοίταξε ανήσυχα τον Ντάντε που ήταν ξαπλωμένος με τη πλάτη γυρισμένη. Ξεφύσησε μόλις είδε ότι δεν κουνιόταν. Έβαλε τα ρούχα της κοιτώντας τον κάθε φόρα. Γύρισε προς τα ρούχα του που ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Στη ζώνη του είδε το σάκο που έκανε τον ήχο από νομίσματα να συγκρούονται. Με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο έκρυψε το πουγκί σε ένα σφιχτό πλατύ λάστιχο που είχε δεμένο ψηλά στο μπούτι της. Σηκώθηκε στρώνοντας την φουντωτή φούστα της που θρόισε και κοίταξε και πάλι τον νέο.
<<Συγνώμη όμορφε αλλά έτσι είναι η ζωή>>
Γύρισε για να φύγει όταν ένας κρύος αέρας την χτύπησε από πίσω και μια λεπίδα ήταν έτοιμη να διαπεράσει το λαιμό της. Ο Ντάντε στεκοταν πίσω της κρατώντας το στιλέτο.
<<Αυτό το χρειάζομαι γλυκά>>, είπε στο αυτί της και ανέβασε με το ελεύθερο χέρι του τη φούστα, πέρασε το χέρι του στο πόδι της φτάνοντας στο πουγκί. Το τράβηξε με δύναμη και την άφησε να απομακρυνθεί.
Το πρόσωπο της χλόμιασε και ο κρύος ιδρώτας φόβου διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της. Τα μαλλιά της έπεφταν ανάστατα κρύβοντας ελαφρά το μισό πρόσωπο της. Καθώς ανάσαινε βαριά από τη πίεση του κορσέ το στήθος της ανεβοκατέβαινε μέσα έξω. Τον κοιτούσε στα μάτια. αναρωτιόταν τι θα έκανε τώρα. Τι θα έκανε αυτός στη συνεχεία. Έχει συνηθίσει πως όταν την έπιαναν επαυτοφώρο παρέμενε βδομάδες στο κρεβάτι με το πρόσωπο παραμορφωμένο από τον ξυλοδαρμό.
Αλλά αυτός δεν κουνιόταν, δεν την πλησίαζε μονάχα την κοιτούσε με τα χαρακτηριστικά του σφιγμένα. Κάτι παράξενο είχε η όψη του.
<<Πολύ όμορφο πρόσωπο>>, ψιθύρισε τόσο σιγανά που δεν την άκουσε.
Γύρισε απότομα για να φύγει καθώς η πόρτα βρισκόταν το πολύ τρία βήματα πίσω της. Έπιασε το πόμολο με ορμή και τότε κάτι ξέσχισε τον αέρα βγάζοντας έναν διαπεραστικό, τσιριχτό ήχο. Το στιλέτο που πριν λίγο απειλούσε το λαιμό της βρέθηκε λίγα εκατοστά απόσταση από το μάγουλο της, σφηνωμένο στο αδύναμο ξύλο. Το κοίταξε με τά μάτια ορθάνοιχτο, την πλούσια λαβή του και τα παράξενα σύμβολα που βρίσκονταν χαραγμένα στο σκληρό μέταλλο του, στην θανάσιμη λεπίδα του. Άνοιξε την πόρτα τρέμοντας. Γύρισε να τον κοιτάξει. Περίμενε να πέσει νεκρή μόλις θα το έκανε. Περίμενε το δεύτερο στιλέτο που θα είχε κρύψει κάπου να τη διαπεράσει. Αλλά αυτός δεν κουνήθηκε με το πρόσωπο χαλαρό την άφησε να φύγει.
Έμεινε μόνος του με την πόρτα να τρίζει καθώς ανοιγόκλεινε αργά – αργά. Την έκλεισε βγάζοντας ταυτόχρονα το στιλέτο. Έμεινε μια λεπτή γραμμή ως άνοιγμα, μπορούσε να διακρίνει το διάδρομο καθαρά.
Πλησίασε το καθρέφτη που είχε πολλαπλά ραγίσματα. Ακριβώς κάτω από το καθρέφτη υπήρχε ένας ψηλός πάγκος όπου βρισκόταν ένα βάθη και μεγάλο δοχείο με γκριζωπό νερό. Έσκυψε από πάνω του και έπλυνε το πρόσωπο του. Πέρασε τα βρεγμένα μακριά δάχτυλα του μέσα από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του αφήνοντας μικρές σταγόνες εγκλωβισμένες ανάμεσα τους. Έτριψε με περισσότερο νερό στα χέρια τον αυχένα του και ένιωσε τότε ένα τσούξιμο. Κοίταξε στον καθρέφτη σκύβοντας τον έναν ώμο για να δει καλύτερα. Παρά τον φτωχό φωτισμό από το μικρό παράθυρο και το χλωμό καθρέφτη διέκρινε κόκκινα λεπτά σημάδια σε όλο το μάκρος της πλάτης του. Χαμογέλασε στο εαυτό του καθώς θυμήθηκε την αίσθηση των νυχιών της να μπήγονται στη πλάτη του τη προηγούμενη νύχτα.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο περιμένοντας να αντικρίσει κάποιο ίχνος της ημέρας αλλά τα σύννεφα κλείδωσαν την πόλη σε ένα κατασκότεινο και μουχλιασμένο κλουβί. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι μοναχά οι μεγάλοι αρουραιοι έτρεχαν από το ένα σπίτι στο άλλο ελπιζοντας να βρουν κανένα καλυτερο ψιχουλο ή καλύτερα το πτωμα του ιδιοκτητη.
Αποφασησε να φύγει. Να αρχησει τον ίδιο ασκοπο δρόμο που τον έφερνε σε παρομοια κλουβια με τα πάντα να σαπιζουν ως τα βάθη της γης. Είχε να φάει μια βδομαδα το μονό που ένιωθε ήταν μια ζαλάδα ο πόνος της πεινας τον κυριευε μοναχα για λίγα λεπτά και μετά περνούσε σαν κάθε πληγή που υπενθιμιζει πως είναι εκεί αλλά όταν δεν βλέπει ανταποκρισει σιωπα.
Έβαλε τα ρούχα του, το πουγκί με τα λεφτά το έκρυψε καλά μέσα στη μπλουζα του και κουκουλωθηκε με τον ζεστό μανδύα του. Κατεβηκε στο ίδιο μπαρ όπου ο ιδιος άντρας ετριβε τα σκονισμενα ποτηρια με ενα αθλιο κομμάτι υφασματος που τα έκανε ακόμα πιο βρωμικα.
<<Έχεις τίποτα φαγοσημο?>>, ρώτησε προστακτηκα.
<<Αμε, θες την πρωτη κόρη μου ή την δευτερη και οι δυο κοκκαλα είναι αλλά αν τις βρασω μια χαρα>>, είπε γελώντας με τα μαύρα δόντια του να βγαζουν μυρωδιά σαπιλας. Φυσικά μπορεί να το έλεγε για αστειο αλλά ο Νταντε δεν ήταν και τόσο σιγουρος.
<<Καμιά μπριζολα? Θα πληρωσω καλά…>>
<<Έχω μονό ψωμί ξενε και αυτό στο δινω για δέκα σιδερα>>
Χωρίς καμιά ορεξη για καυγα εγνεψε καταφατικα κάτι που έκανε τον γέρο να ξαφνιαστει και μετά αγριεψε ακόμα περισσοτερα.
Το ψωμί ήταν ? μουχλιασμενο αλλά τι να έκανε με καμποσα ποτηρακια αλκοολ θα το ένιωθε σαν φρέσκο μπουτι κοτοπουλου. Τελειωνωντας πληρωσε και με το παραπάνω. Βγήκε έξω κουβαλοντας τον μπογο του από μαύρο σκληρο δέρμα στη πλατι του. Ένα διαπεραστικο τσιριχτο ακούστηκε να διαπερνά το κεφάλι του. Κοίταξε κάτω και είδε το κατακοκκινο αίμα ενός αρουραιου που πατησε μισοκοβοντας τον στη μέση με τις βαριές μπότες του. Έκανε μια γκριματσα αηδιας και κλοτσισε το ψοφημη μακριά.
Ο σκοτεινος δρομος τον οδηγησε προς την αντιθετη πλευρά της πύλης που είχε περάσει για να έρθει σε αυτή τη πόλη. Η πύλη στην αντιθετη πλευρά ήταν πιο μικρή και χωρίς φυλακα. Βρισκόταν καμποσα βήματα μακριά της όταν ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα στη πλάτη του απο ένα μαστιγιο.
Κανονικα θα το είχε προβλεψει, θα το είχε αποφύγει, θα άκουγε τον σφιριχτο ηχω που είχε βγάλει πριν προσγειωσει την σιδερένια άκρη του στον δεξί ωμο του αλλά ο αέρας βουιζε διαπεραστικος και το κουκουλομενο πρόσωπο του δεν τον άφηνε να δει γύρω του. Έπεσε στο έδαφος με το αριστερό του χέρι να συγκρατει το σώμα του από την πτωση.
Ένα πόδι τον χυπησε στη πλάτη πιεζοντας τον στο σκληρό έδαφος. Ο άντρας τον αναποδογηρησε. Ένιωσε την κουκούλα να τραβιεται από το πρόσωπο του.
<<Αυτός είναι?>>, ρώτησε αγριοπα.
Ο Νταντε δεν έβλεπε μπροστά του τα μάτια του είχαν δακρυσει το μονό που μπορούσε να διακρινει ήταν η σκοτεινη μορφή του άντρα και στην άλλη άκρη κάτι κόκκινο τραβουσε την προσοχή του.
Καμποσα χέρια τον αρπαξαν και τον κρατησαν ορθιο. Ένιωσε τις δυνατες γροθιες να τον διαπερνανε. Άκουσε τον απαισιο ήχο από τα πλευρά του που εσπασαν και ο πόνος τον τραβουσε στα βάθη του σκοτους. Άρχισε να βηχει και ένιωσε το αίμα να ανεβαινει στο λαιμό υστερα στο στόμα του ωσπου άρχισε να σταζει από τα σχισμενα από κάποιο χτύπημα χείλη του.
<<Μην χτυπας το πρόσωπο>>, φώναξε μια γυναικει φωνή.
Εκείνη τη στιγμή το μεγάλο χέρι, του τράβηξε με δύναμη το πουγκί με τα λεφτά. Αλλά δεν σταμάτησε εκει, ψαχουλεψε τον μανδύα του τα ρούχα του, τη ζωνη του, και μετά είδε την χρυση λαβή να λαμπιριζει. Την έβγαλε από τη δεξιά μπότα.
Όσο και αν προσπαθούσε ο Νταντε να συνελθει ήταν αδυνατο ένιωσε τότε την λεπίδα του ιδιου του στιλετου να μπηγεται στη κοιλιά του. Ο πόνος ήταν αβασταχτος και σχεδον αμέσως τον οδηγησε στο να λυποθυμησει άκουσε μια μονό προταση πριν χάσει τις αισθήσεις του.
<<Όχι, το πρόσωπο>>
Ξύπνησε με ένα αποτογμα τιναγμα. Κοίταξε γύρω του με μυαλό μπερδεμενο και με μάτια θολα.
<<Που στο διαολο…
Το δωμάτιο ήταν μικρό με ένα στενό κρεβάτι πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμενος με μια στιβα από ζεστα παπλωματα να τον τυλιγουν. Σε μια άκρη εκαιγε το μικρό τζάκι και μερικά αναμενα αρωματικα κερια βρισκόταν γύρω του πάνω σε μικρά ράφια. Στο πάτωμα ήταν ένα κοντό τραπεζάκι με ένα μαξιλαρι για καθισμα και σε μια γωνία υπήρχε ένα ζεστό παπλωμα στο πάτωμα στο μακρος ενός ανθρωπου. Το παράθυρο ήταν κλειστο τα παντζούρια κατεβασμενα.
Κοίταξε τις παλάμες που ήταν γεματες από μικρες γρατζουνιες που είχαν σχεδον επουλωθει αφηνοντας πίσω τους άσπρα σιμαδια. Πονούσε παντου και παντου είχε μελανιες. Ακούμπησε τον επιδεσμο που αριζε από τη κοιλιά του πάνω απο το στιθος του. Σε πολλά σημια είχε κόκκινες κυλιδες. Ακουμπωντας τα πλευρά του ένιωσε ένα διαπεραστικο σουβλισμα.
<<Τρία από δω>>, είπε για τη δεξιά πλευρά, <<Δυο από…Αχ τρία>>, είπε για την αριστερή. Ακούμπησε όσο πιο απαλά μπορούσε τον χτυπημενο ώμο του. <<Σπασμενος… βογκηξε παιρνωντας απότομα το χέρι του μακριά. Προσπάθησε να αξιολογησει την γενικη κατασταση της υγειας του και μονό μια λέξη θα την χαρακτιριζε <Σκατα>
Η εξοπορτα του βρισκόταν ακριβώς πίσω του άνοιξε και έκλεισε απότομα αφήνοντας ένα υπουλο κυμα κρυου αέρα να δυεισδυσει και να ταραξει τη φωτιά στο τζάκι.
<<Είσαι τρελος? Δεν πρέπει να σηκωνεσε!>>, φώναξε μια γυναικεια φωνή.
Μπροστά του εμφανίστηκε η κοκκινομαλλα. Και προσπαθησε να τον βάλει να ξαπλωσει. Αλλά αυτός μόλις την είδε ένιωσε τον θυμό να τον κυριευει. Την εσμπροξε μακριά του, δηλαδή προσπαθησε γιατί το σώμα του ξεφώνησε παραπονιαρικα και κάθε οργανο τον διεταζε να ξαπλωσει. Έπεσε αδηναμα στο κρύο πιο μαξιλαρι ανατριχιαζοντας και ανέβασε το παπλωμα ως το πυγουνι του.
<<Είσαι βλακας>>, είπε αυτή πλησιαζοντας το τζάκι. Πέταξε μέσα μερικά κουτσουρα και στερεωσε από πάνω της ένα σιδερένιο καζανι.
<<Είσαι τυχερός που ξύπνησες σήμερα. Βρήκα στην αγορά κοτοπουλο και μερικά λαχανικα. Παγωμένα βεβαια ποιος ξέρεις πόσο χρονον είναι αλλά καλύτερα από το τίποτα. Είσαι νυστικος για τρεις εβδομάδες το ξέρεις?>>
<<Τέσσερεις… ψιθύρισε
<<Ακόμα χειροτερα. Το μονό που έκανες ήταν να ξερνας αίμα. Φυσικά με τόσα χτυπηματα και με εκείνη την θανασημη πληγή η εσωτερικη αιμοραγια θα γλεντουσε. Αναρωτιέμαι πως επεζησες. Είσαι σκληρό καρυδι>>, φλυαρουσε αργά καθώς κουνούσε κυκλικα την κουταλα μέσα στο καζανι που αχνιζε και εβγαζε μια γλυκιά μυρωδιά φαγητου που του υπενθυμισε την δυνατη πείνα.
<<Δεν θα είχα τετοια χτυπηματα αν δεν ησουν εσύ>>, ξεφώνησε νευριασμενος αλλά αμέσως το μετνιωσε γιατί άρχισε να βηχει και συσπαστικε ολοκληρος από τον πόνο που του προκαλουσε η παραμικρη κίνηση.
<<Αν δεν ημουνα εγώ θα ησουν νεκρος προ πολλου και θα σε ετρογαν τώρα οι αρουραιοι στου πέντε δρόμους>>
<<Θες να βγεις και από πάνω! Εσύ με κατεδωσες>>
<<Είσαι πολύ βλακας. Πρωτον κάθε νεοφερμενος έχει επισκεψεις κλεφτων. Εσύ φταις αν με αφηνες τότε να φύγω θα νομιζαν πως έχεις μείνει χωρίς μια>>
<<Α! πρέπει να σου πω συγγνώμη που δεν σε αφησα να με κλεψεις>>
<<Ναι! Και δεν σε προδωσα εγώ αγοράκι μου. Ο γκαζι ήταν τον ακουσα που έτρεξε στον αρχηγο για να του πει πως εδωσες μια περιουσια για ένα κομμάτι ψωμί>>
<<Ψεφτρα>>, είπε θυμωμενα.
<<Εγώ? Ψεφτρα? Μα να με καταραστουν οι θεοί και οι αγγελοι αν λέω ψεματα>>
<<Χεχ. Και πως εμαθαν για το στιλέτο?>>
<<Ε… αυτό δεν το ξερώ>>
<<Ψεφτρα>>
<<Ναι ειπα πως έχεις ένα στιλέτο αξιας μιας πριουσιας. Το εκανα για να σε προστατεψω>>
<<Α ευχαριστώ και πάλι>>
<<Αν δεν το ελεγα δεν θα με επερναν μαζί τους για να σε αναγνωρισουν>>
<<Και ο Γκαζι μάτια δεν έχει?>>
<<Ο Γκαζι αποκεφαλιστηκε την στιμγη που ακούστηκε το χρηματικο πόσο και έτσι του πηραν αμέσως τα δέκα σιδερα>>
Ο Νταντε δεν απάντησε.
<<Πειστικες τώρα?>>
<<Παραμενεις μια ψεφτρα>>, είπε πιο χαλαρα.
<<Αν δεν ημουν δεν θα μπορουσα ουτε τον εαυτό μου να σωσω>>, είπε βγάζοντας τον καζανι από τη φωτιά και το έβαλε πάνω σε ένα σκληρό ύφασμα πάνω στο τραπεζάκι. Η μυρωδιά γέμισε ακόμα πιο πολύ το δωμάτιο καθώς ο ατμός ταξιδεψε σε κάθε γωνία του μικρού δωματιου. Σηκώθηκε στρωνοντας λίγο το απλό φορεμα της. Έβγαλε από ένα ράφι δυο κουπες μέσα στις οποίος ήταν δυο μεγάλα ξυλινα κουταλια και τα ακούμπησε όλα δίπλα στο καζανι.
Ο Νταντε την παρατηρούσε καθώς τα έκανε όλα αυτά. Τότε κοίταξε το παπλωμα που βρισκόταν σε μια γωνία του δωματιου και μια οργισμενη θλίψη τον γεμησε, για την αδικια που περιβαλλει όλο το κοσμο.
<<Σε ακουσα να φωνάζεις. Να μην πειραξουν το πρόσωπο μου>>, είπε κοιτώντας την καθώς έβαζε μέσα στη κουπα του τη σουπα.
Ηρθε κοντά του και εσκυψε από πάνω του στρονωντας το μαξιλαρι του για να μπορεί να ανακαθησει. Έκατσε δίπλα του με τη κουπα στα γόνατα της. Τον κοίταξε τρυφερα με ένα ζεστό χαμόγελο.
<<Έχω δει λίγα όμορφα πράγματα στο κόσμο. Σχεδόν τιποτε από τότε που φυγαδεψα από το Σέπρικατ βλέπεις ήθελα να… Τέλος παντων όταν είδα το πρόσωπο σου είδα κάτι όμορφο και δεν ήθελα να χαθει. Όλα χανονται μπροστά στα μάτια μου τα πάντα καταρεουν. Ζω μέσα στην αθλιοτητα ενώ εσύ έχεις κάτι>>, μίλησε με το μητρικο ενστικτο λες και κοιτούσε ένα παιδι μπροστά της.
<<Ελπίζω να μην πιστεύεις πως θα με ταισεις?>>, της είπε χαμογελώντας προσπαθωντας να διωξει τη θλίψη.
<<Πολλά θέλεις οριστε φάε που θέλεις και να σε ταισω>>, του είπε γελώντας. Έκατσε μόνη της στο μαξιλαρι και εφαγαν σιωπιλα.
Οι μέρες περνουσαν και η κατασταση του Νταντε πήγαινε όλο ένα και προς το καλυτερο. Ένιωθε να ανακτα τις δυνάμεις του κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Η Νίμελε τον βοηθουσε με καλοσυνη κάτι που είχε χρονιά να συναντησει. Μετά από δυο εβδομάδες μπήκε το ίδιο απότομα όπως πάντα στο δωμάτιο με τον αέρα να φυσαει ακόμα και στα χέρια της κρατούσε μαύρο ύφασμα.
<<Μπορώ επιτέλους να φτιαξω τα ρούχα σου>>, είπε πετώντας στην άκρη του κρεβατιου τα μεγάλα κομμάτια υφασματος από διαφορετικο υλικο το καθενα. Έκατσε δίπλα του και άρχισε να ραβει τα σημεία που είχα σκιστει αλλά τα πετούσε εντελως γιατί είχαν κουρελιστει τελειως.
<<Γιατί δεν φευγεις από εδώ?>>, την ρώτησε παρατηρώντας το συγκεντρωμενο πρόσωπο της.
<<Είμαι πολύ μεγάλη για να αρχισω κάτι. Εξαλλου δεν είμαι καλή σε τίποτα. Όλα ήταν νεανικες ελπιδες και οφθαλμαπατες που δεν αντιπροσωπευαν την πραγματικότητα>>, απάντησε χαμογελώντας αλλά χωρίς να παιρνει τα μάτια της από τη δουλειά της.
<<Δεν είσαι μεγάλη και είμαι σιγουρος κάτι θα ξέρεις να κανείς>>
<<Ο, είμαι αρκετά μεγάλη απλά δεν φαίνεται τόσο. Έχω καλά γονιδια βλέπεις. Να κοιτα>>, είπε δείχνοντας του τα αυτιά της.
Το σχημα τους ήταν κονικο όπως του φάνηκε στην αρχή αλλά μετά παρατήρησε πως ήταν λίγο πιο μυτερα στην κορφή.
<<Παλλιοι απογονοι τα ξωτικά>>, είπε με ένα τόνο περιφανειας στη φωνή της και για μια στιγμή είδε τα μάτια της να ταξιδευουν προς εκεινους τους χαμενους καιρους που ακούγονται από τους γεροντοτρους.
<<Μην ανησυχείς για μένα έχεις τον δικό σου δρόμο. Εγώ τον δικό μου τον χαραξα αμυδρα στους παπύρους της ιστοριας, αμυδρα όπως όλοι οι απλοι άνθρωποι>>
Η σιωπη τύλιξε και πάλι το δωμάτιο. Τότε άρχισε να τραγουδα ένα παιδικο νανουρισμα. Τόσο γλυκό και όμορφο που αναστατωσε τον Νταντε. Παρελθόν. Ποτέ δεν με τράβηξε κοντά του. Οι αναμνήσεις με εξορισαν από τα δεσμα τους αλλά κάτι σαν να μου θυμιζει αυτό το τραγούδι αλλά οι πυλες των περασμενων χρόνων που εζησα παραμενουν σφραγισμενες. Περισπτρεφοντας αυτά στο μυαλό του συνεχισε να ακουει το τραγούδι νιωθωντας ένα σφιξημο στη καρδιά ένα παραπονο στη ψυχή του.
Λιγες μέρες πέρασαν από εκείνη την παράξενη μέρα και ο Νταντε ένιωθε δυνατος όπως πρώτα. Σηκώθηκε για πρωτη φόρα από το κρεβάτι και ένιωσε τα πόδια του μουδιασμενα και αδύναμα αλλά με το λιτο πρωινό μπόρεσε να πάρει και την τελευταία δοση ενεργεις που χρειαζόταν. Είχε ντυθει με τα σχεδον καινουρια ρούχα του. Τυλιχτηκε με τον μανδύα του χωρίς να κουκουλωσει το πρόσωπο του. Χωρίς κανένα οπλο και λεφτά ήταν ετοιμος να συνεχησει έναν δυσκολο δρόμο προς το μελλον για την αναζητηση του παρελθοντος.
<<Φευγεις ε? Έλα παρε αυτά>>, του έβαλε στη παλαμι δυο χρυσά νομισματα και του χαμογέλασε.
<<Δεν μπορώ να δεχτω τιποτε παραπάνω>>, είπε δινοντας πίσω τα χρηματα και την αγκάλιασε. <<Πρέπει να φύγεις από αυτή τη πόλη>>
<<Και να παω που? Τα ειπαμε αυτά…
<<Σπίτι, πήγαινε στην οικογένεια σου…
<<Δεν θέλω να αποχωριστουμε μαλλονοντας γι αυτό πήγαινε τώρα>>, είπε καθώς προσπαθησε να συγκρατησει την θλιμενη οργή της.
<<Χρειάζομαι το όνομα τους ή εστω για ποιον δουλευουν>
<<Δεν θα το αφησεις έτσι ε? Για τον Νέρμακ δουλευουν τον μεγάλο εμπορα. Τα δικα τους ονοματα δεν τα γνωρίζω εξαλλου και να τα ήξερα θα ήταν σιγουρα ψευδονιμα>>
Την κοίταξε με ευγνομοσυνη και με μια θλίψη συναμα που του ανταπέδωσε.
Βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας πίσω τη ζεστασια και ένιωσε τον κρύο αέρα να τον χτυπαει με βαρβαρο τρόπο. Ακολούθησε τον ίδιο δρόμο προς την μικρή πύλη. Είχε ακόμα τον μπογο κρεμασμενο από τον ωμο του και μέσα είχε βάλει λιγες προμυθιες που του προσεφερε η Νίμελε και κάποια παραπάνω ρούχα. Έφτασε στη πύλη κοιτώντας προσεχτηκα γύρω του. Ήξερε πως αυτοί οι βλακες είχαν φύγει από τη πόλη και το μονό μέρος που θα μπορουσν να πανε για να πουλησουν το στιλέτο ήταν η Βόρεια πόλη Λίρκεταρ.
<<Μόλις τώρα το ταξιδι μου απόκτησε κάποιο νοημα>>, είπε χαμογελονοντας και κρύβοντας στο πρόσωπο του με τον ίδιο τρόπο όπως όταν είχε έρθει σε αυτή την σκοτεινη, καταδικασμενη πόλη.
Ελπιζω να μην βαρεθηκατε και να σας αρεσε!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.