10-07-10
16:09
Αυτο το σκεφτομαι και γω και αυτην αλλα και απο την αλλη πλευρα του θεματος γιατι οι φιλοι μπορει και να υπερβαλλουν θετικα ή να το παρουν στα αστεια.. Και δεν θελω τπτ απο τα δυο , μονο η μαμα μου εχει διαβασει ΜΕΡΙΚΑ σημεια με τον ορο να μην τα σχολιασει...
Οσο για το 2ο-μισοτελειωμενο κεφαλαιο μ αρεσει και αυτο... Για να φλυαρισω λιγο () μου αρεσει η περιγραφικοτητα σου : ενω αποδιδεις αναλυτικα το περιβαλλον και τις καταστασεις δεν με κουραζει , κατι που συνηθως με εκνευριζει αφανταστα στις μεγαλες περιγραφες !!!
Αποδιδεις καλα αυτο που σκεφτεσαι χωρις να το υπεραναλυεις και αφηνοντας τον αναγνωστη να το "χτισει" μονος του χωρις να του μεινουν κενα παρ' ολα αυτα...
Keep Walking
Σε ευχαριστω ειλικρινα για τα λογια σου Και ναι! ειναι πολυ δυσκολο να παρεις μια αντικειμενικη γνωμη απο αγαπημενα προσωπα αλλα απο την αλλη υπαρχουν αυτα τα site, γι αυτο ανεβασε και συ αν εχεισ κατι!!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
10-07-10
14:26
Προσωπικα δεν βαρεθηκα καθολου και το βρηκα πολυ ενδιαφερον ! Συνεχισε !!!!!!
Ευχαριστω πολυ!!! Θελω πολυ να ακουσω αντικειμενικεσ γνωμες γιατι αν το δωσω σε καποιον φιλο θα πει φυσικα πως ειναι καλο, ασχετα αν ειναι αληθεια.
Εχω γραψει και το 2 μισοτελειομενο κεφαλαιο...
Κεφαλαιο 2
Η σύγκρουση
Ο δρομος που ακολουθουσε επι μέρες ολοκληρες βρισκόταν στη μέση του πουθενά. Το τοπίο ήταν σκοτεινό και φανταζε βρωμικο από την σκουρη, υγρη λασπη. Η βλαστηση ήταν ελαχιστη παρά την εφορη γη. Κανείς δεν ξέρει τι υπήρχε σε αυτή τη γη το μονό σιγουρο ήταν πως αυτή η λασπη είχε κρυψει κάθε ίχνος του παρελθοντος. Παραξενο αλλά ο Ντάντε είχε περισσοτερες ομοιοτητες με αυτή τη λασπη παρά με κάθε άλλο ζωντανό πλάσμα. Χωρίς παρελθόν και μελλον μοναχα πριν λιγες μέρες το παρόν φάνηκε να αποκτα κάποιο νοημα και σκοπό. Ένα διασκεδαστηκο παιχνιδι για να αφαιρεθει από τη σκληρή πραγματικότητα. Δεν ξέρεις κανέναν, δεν έχει κανέναν είναι απλά ένα τίποτα ακόμα και για τον ίδιο του τον εαυτό. Φυσικά η προοπτικη να γνωρίσει κάποιον άνθρωπο ήταν πάντα δυνατη αλλά πώς να μιλήσει με κάποιον ξενο όταν η εσωτερικη συνομιλια με την ψυχή του ήταν ανυπαρκτη.
Το παιχνιδι της αναζητησης. Το στιλέτο. Έπρεπε να βρει αυτό που του ανοικει, μια κλωστη που τον εννωνει με το παρελθόν του και σηγκεκριμενα με τον εαυτό του. Ένα ερωτημα υπάρχει και αντηχει στο κεφάλι του εδώ και χρονιά. Ποιος είμαι?
Φυσικά εδώ και μέρες δεν σκεφτόταν πώς να απαντησει σε αυτή την ερωτηση απλουστατα γιατί πεινουσε. Προχωρούσε γρήγορα αλλά αψυχα σαν ένα ζομπι που ακολουθει την μακρινη μυρωδιά του αιματος. Τις νυχτες καθισμενος μέσα στις λασπες επιανε τον εαυτό του να ονειρευεται ακόμα και εκεινο το μουχλισμενο ξερο κομμάτι ψωμι που αγορασε από τον άνθρωπο που τον προδωσε.
Συνιθισμενος στο να βλέπει ένα μακρινο τίποτα στον ορίζοντα σταμάτησε απότομα βλέποντας ψηλά δοκαρια να προβαλουν. Επιταχυνοντας το ανθεκτικό βήμα του συνηδειτοποιησε πως δεν ήταν δοκαρια αλλά δέντρα με ελάχιστα φυλα στα σκελετωδη σκλαδια τους. Με λυσα συγκρατηθηκε από το να ξεριζωσει τις ριζες του δεντρου και να τις καταβροχθησει αλλά ήξερε πως η γη εδώ ήταν επικίνδυνη. Ανεδιδε κάτι το σάπιο και αποτροπαιο. Σαν κάποιο σκοτεινό μυστικο να κρύβει στο βάθος της που διψουσε να ανεβει στην επιφάνεια.
Για ακόμη μια φόρα σταμάτησε απότομα βλέποντας μπροστά του πυκνες μαύρες γραμμες να τρυπαν τον ουρανό. Καπνος συμαινει καμιναδες, καμιναδες σημαινει σπίτια και σπίτια συμαινει πολη ή τουλάχιστον χωριό. Είχε χάσει τον προσανατολισμο του από τη διψα και τη πείνα και η ομοιομορφια του τοπιου τον έκανε να αμφιβαλλει αν ακολουθουσε τον σωστο πια δρόμο.
<<Τελευταία νύχτα κοιμαμαι στα λασπονερα>>, είπε δυνατά και ακούγοντας τη φωνή του για πρωτη φόρα από την αποχωρηση του από τη κοκκινομαλλα πόρνη του φάνηκε αγνωστη.
Τύλιξε σφιχτά το δερμάτινο, μακρύ παλτο γύρω του και στηρίζοντασ τη πλάτη του στο κορμό ενός σάπιου δενδρου αφαιθηκε στο σκοτάδι του υπνου. Οι εμπεριες του από ονειρα ήταν ελαχιστες αυτά που έβλεπε ήταν ασυναρτισιες εικόνες παρμενες από τα ανουσια χρονιά που γνώριζε. Φαγητο, καυγαδες και γυναικες τιποτε άλλο.
Όλα ήταν ησυχα, ούτε φυλλο δεν έτριζε. Ξύπνησε απότομα ακούγοντας ένα συρσιμο. Γύρω του δεν υπήρχε τίποτα. Το φως την γεματης, τεραστιας σεληνης δεν άφηνε τίποτα κρυμενο. Εξάλου τι να υπάρχει? Ούτε ένα ζωο στο δρόμο του δεν ξεπεταχτηκε ούτε ένα εντομο καλά καλά. Έκλεισε αργά και κοιμισμενα τα βλεφαρα του και τα άνοιξε και πάλι αργά. Τα μάτια του ορθανοιξαν από τρόμο. Σαπια δόντια ανοιγοκλειναν και ατριζαν μπροστά του. Κοιτώντας καλύτερα είδε την αποσυντιθεμενη σάρκα του πρωματος τόσο σκοτεινη που στην αρχή νομιζε πως απλά ο τοπος σκοτεινιασε. Η μυρωδιά της νεκρης σαρκας του έφερε κατευθειαν αναγουλα. Φυσικά ολες αυτές οι σκέψεις και οι εικόνες πέρασαν από μπροστά του σαν αστραπη. Είχε χτυπηει με τη γροθιά του το ζομπι το οποίο κατρακυλισε λίγα βήματα μακριά του και αμέσως σηκώθηκε με τη καρδιά του να χτυπά ξέφρενα. Κοίταξε γύρω του και είδε μέσα από αυτή τη σκοτεινη λασπη μαύρα μέσα στην πρασινη γλιτσα χέρια να ξεπεταγονται ακολουθωντας την ανθρώπινη μυρωδιά. Τη δικιά του μυρωδιά.
Δεν είχε οπλο αρα κανένα τρόπο να τα σακατεψει οριστικα μονό να προστατευτει με τις γροθιες του κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει όλη νύχτα. Ένιωσε ένα χέρι να τυλιγει το αστραγαλο του. Το κλοτσησε και ένας ανατριχιαστικος ήχος διαπέρασε τη νύχτα που ήταν σκεπασμενη από το αποκοσμο φεγγαροφωτο. Ο ήχος ενός χεριού να σπαει και να πεφτει μέτρα μακριά το οποίο συνεχιζε να παλεται καλωντας το αφεντικο του να έρθει να το μαζεψει.
Λεπτά αλλά γεμάτα υπερδυναμη δάχτυλα τυλιξαν τον ωμο του και τον τράβηξαν προς τα πίσω. Ο αγκωνας του Νταντε διαπέρασε τον θώρακα του ζομπι και όλα τα σωθικα ξεπεταχτηκαν βρωμιζοντας το μαύρο παλτο του. Η βρωμα που εισχωρησε με ορμη στα ρουθουνια του του τον ζαλισε αποσυντονιζοντας τον. Δεκαδες χέρια τον τυλιξαν και ένιωσε την προσπάθεια κάποιων να διαπερασουν με τα δόντια τους τη σάρκα του. Έβγαλε έναν βρυχηθμο πονου και προσπαθησε με κάθε δύναμη του να απελευθερωθει.
Τον εριξαν στο έδαφος χτυπωντας το κεφάλι του σε μια σκληρή επιφάνεια κρυμενη κάτω από την υγρή λασπη. Τον τραβουσαν τα δάχτυλα τους διαπερνούσαν τα ρούχα του με την ελπίδα να φτάσουν στο κρέας του. Ένα μεγαλόσωμο παραμορφωμενο ζομπι εμφανίστηκε πάνω πάνω του κοιτώντας με τα αψυχα μάτια του και με τα μαύρα δόντια του να προεξεχουν τα ετριβε μεταξύ τους με ένα αποκρουστικο ήχο και με την κάτω γναθο να προεξεχει δημιουργουσε ένα μοχθηρο χαμογελο. Ελάχιστα εκατοστα από το πρόσωπο του ήταν ετοιμος να μπηξει τα δόντια του στο μαγουλο του. Κάτι όμως τρομαξε το τερας. Ο Νταντε είχε κλείσει τα μάτια του αλλά ένιωσε τη μυρωδιά καμενης σαρκας. Ανοίγοντας τα είδε το πανικοβλητο ψωφιμι να κραυγαζει και να τρεμει από τις λεπτες ηλιχτιδες που όλο και πολαπλασιαζονταν. Το φως του ήλιου που ανετειλε τύλιξε την νεκρη γη λιωνοντας την σάρκα των τερατων που προσπαθούσαν να χωθουν πίσω στη λασπη αλλά ματαιη η προσπάθεια τους.
Κοιτώντας την πόλη που βρισκόταν ακόμα μακριά πήρε ένα αποφασιστηκο βλέμμα με στόχο να φτάσει εκεί πριν νυχτωσει. Κλειδαμπαρωσε κάθε του αδυναμια και πόνο και συνεχισε με γρηγορο βήμα προς τη μόνη κατεύθυνση. Κάθε φόρα που διεκρινε καλύτερα την εμφάνιση της τεραστιας πυλης ερχόταν όλο και πιο κοντά της και αυτό του εδινε όλο και περισσοτερη δύναμη.
Το απογευμα με το κεφάλι κάτω από έναν καυτο ήλιο, με τα πόδια του να έχουν παγωσει από την κρύα υγρή λασπη έφτασε επιτέλους στην πύλη. Η πόρτα ήταν στο υψος του και ακουστικαν κάτι σιδερένια κλικ ωσπου άνοιξε ένα λεπτό ανοιγμα απ΄ όπου τον παρατηρουσαν δυο μεγάλα γκρίζα μάτια. Τον κοίταξαν από πάνω ως κάτω δυο φορές και τότε ακούστηκε ένα τρανταχτο γέλιο. Το μικρό ανοιγμα έκλεισε και μετά από δεκαδες υκοφαντικους μεταλικους ηχους άνοιξε και η πόρτα με τη συνοδεια αυτου του αρρωστιαρικου γελιου.
Ο γέρος ήταν σιγουρα πάνω από δυο μισή μέτρα απλά καμπουριαζε δημιουργωντας ένα εξωγκομα στη πλάτη του που πήγαινε ζιγκ ζαγκ. Τον ξανακοιταξε με τα μεγάλα μάτια του που είχαν κοκκινησει και γεμησει δάκρυα.
<<Θα με αφησεις να περασω ποτέ>>
<<Ουχ, ουχ μιλας κι ολας αχαχαχα>>, τρανταχτηκε ο γέρος.
<<Ποσα θέλεις για να περασω?>>, φώναξε ο Ντάντε για να τον ακούσει.
Ο γέρος δεν σταματισε να χαχανιζει αλλά απόκτησε ένα σοβαρό ύφος.
<<Λοιπόν?>>
<<Ένα χρυσο μήπως?>>, ρώτησε ο γέρος.
<<Για ένα χρυσο αγοραζω και χωραφι γέρο>>
<<Χμμμ, ανάλογα για τι χρυσο μιλας. Υπάρχει αυτό το χρυσο>>,
Είπε περνωντας ανάμεσα στα δάχτυλα του ένα μικρουτσικο νομισμα που ελαμψε καθώς μια ηλιαχτιδα τον χτύπησε. <<Υπάρχει και αυτό το χρυσο>>, συνεχισε εχωντας στο άλλο του χέρι ένα μεγάλο χρυσο νομισμα με τραχια επιφάνεια και γεμάτο γρατζουνιες.
Ο Ντάντε γεμάτος νευρα πέταξε στο γέρο ενα μικρό νομισμα που ελαμψε χρυσο όπως ακριβώς αυτό στα χέρια του γερου. Ήταν ετοιμος να φύγει στο βάθος της πόλης ακολουθωντας τον κεντρικο δρόμο που ήταν γεμάτος κόσμο όταν γύρισε ξανά προς το γέρο που χαχανιζε.
<<Δεν μου είπες το όνομα της πόλης>>
<<Μια μεγαλουπόλη είναι όλο κι όλο σε αυτή τη χωρα η Λίρκεταρ μετά τα συνορα θα βρεις οσες θες εδώ μονό χωριά και το Λίρκεταρ υπάρχουν. Γι αυτό καλωσηρθες στο Λίρκεταρ>>, είπε τρανταχτα ο γέρος με μελωδικη φωνή.
<<Καλά, καλά. Ξέρεις κανένα καλο ξενοδοχείο? Μονό που μην μου το ξανατραγουδησεις>>
<<Ακολουθα τον κεντρικο δρόμο και θα βρεις κάτι, ικανοποιημενος?>>, ρώτησε συγκρατωντας το χαιρεκακο γέλιο του.
Ο Ντάντε έκανε μεταβολή και ακολούθησε τον κεντρικο δρόμο. Οι άνθρωποι μόλις τον έβλεπαν απομακρυνονταν ποτέ από τρόμο και ποτέ από αηδεια όπως συμπερανε ο ιδιος.
Στα δεξιά του πρόσεξε μια καλογραμενη ταμπέλα Άϊζουφ. Πέρασε την ψηλή πόρτα και μπήκε σε ένα όμορφο ξενοδοχείο με γαλάζια χρώματα και λευκα κάτι παραξενο για μια πόλη που είχε τα χρώματα του χαλκου και της λασπης.
Η κοπέλα που στεκοταν στον πάγκο πήρε ένα μοχθηρο ύφος ποσπαθωντας να κρυψει τον τρόμο της.
<<Μήπως χασατε τον δρόμο σας?>> του είπε με αηδεια παρατηρώντας τον.
<<Όχι, θέλω ένα δωμάτιο με μπάνιο>>, είπε ο Νταντε χαμογελώντας της για να σπασει το παγο αλλά του φάνηκε πως τα έκανε χειροτερα.
<<Δεν δινουμε δωματια σε αστεγ… σταμάτησε απότομα όταν είδε στο χέρι του Ντάντε δυο νομισματα… Μάλλον μπορουμε να κανουμε μια εξαιρεση>>
<<Χρειάζομαι ετοιμο ζεστό νερό, ξυραφακι και ένα καθρέφτη αν δεν έχει το δωμάτιο αν έχεις την κολοσυνη>> και της προσφερε ακόμα ένα νομισμα.
Τον πέρασε στον δεύτερο οροφο σε ένα μικρό τακτοποιημενο δωμάτιο. Ένα κρεβάτι μια ντουλάπα και ένα κομοδίνο ήταν όλο κι όλο και ένα μικροσκοπικο παράθυρο που είχε απέναντι του αλλά μικροσκοπικά παράθυρα.
<<Εδώ είναι το μπάνιο>>, του έδειξε την πόρτα δίπλα στη ντουλάπα και εφυγε. Σε λίγα λεπτά γύρισε με πετσετες και τα συνεργα για ξυρισμα και κουρεμα.
<<Καθρεφτης υπάρχει στο μπάνιο>>, είπε περιφρονιτικα και βρήκε.
Γεμάτος περιεπργια μπήκε στο μπάνιο. Ήταν σε πολα σημεία μουχλισμενο και βρομουσε φυσικά καλύτερα απ΄ ότι τα ζομπι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τότε οι απορίες του λυθηκαν. Είχε χάσει την κουκούλα του και έτσι μπορούσε να δει τα μαλλιά του που είχαν μακρινει το ξανθό μουστακι του είχε μεγαλωσει και αυτό κάνοντας τον να μοιαζει με αγριανθρωπο. Η επιδερμίδα του ήταν βρώμικη κομμάτια λασπης είχαν κολησει στα μαλλιά του και στο πρόσωπο του ακόμη. Που να αρχησει και που να τελειώσει με τα ρούχα του. Κουρελιασμενα και βρωμικα και το χειρωτερο στον αγκωνα του ήταν κολημενη η πρασινη νεκρη σάρκα κάποιου από τα τέρατα.
Άνοιξε το νερό γεμιζοντας την μπανιερα με καφτο νερό που γέμισε με μιας το δωμάτιο με πυκνους ατμούς. Μπήκε μέσα νιωθωντας την καλύτερη απολαυση αν και καικε στην αρχή. Όλες οι πληγές και οι μελανιες του μουλιαζαν στο νερό. Όλη η βρωμια άρχισε να φευγει και μερικά κομμάτια αναδυθηκαν. Βρήκε έξω και ξανάγεμισε τη μπανιερα για να φύγει το βρωμικο πια νερό. Καθώς ήταν ξαπλωμενος ένιωσε να βυθιζεται στον υπνο. Κάτι βήματα όμως τον ξυπνησαν. Είχε αφήσει τη πόρτα ανοιχτη και είδε την κοπέλα να τον κοιταζει. Μέσα στα χέρια του είχε ένα μεγάλο κίτρινο κομμάτι σαπουνι.
Φυσικά η εμφάνιση του ήταν ακόμα ασχημη. Είχε χάσει κιλα και τα μαγουλα του είχαν σχεδον χαθει. Το μουσι και το αναστατο μαλλι του τον έκαναν τρομακτικο. Αλλά την ίδια στιγμή μυστηριο και ποθητο. Την κοιτούσε με ένα σοβαρό ύφος διαπερνώντας την με τα γαλάζια μάτια του. Αυτά τα γαλάζια μάτια κοιτούσε και αυτή.
<<Ε, εεφερα το σασαπουνι>>, τραυλισε.
<<Μην το αφηνεις εκεί θα αναγκαστω να σηκωθω και να το παρω>>, είπε χωρίς να αλλάξει το σοβαρό του ύφος.
Η κοπέλα διεσθανθηκε κάτι το πρόστυχο σε αυτή του τη φράση και έμεινε να στεκει εκεί για καμποσα λεπτά μέχρι που πέρασε διστακτικά στο δωμάτιο.
<<Θα είναι δυσκολο με τόσο ατμό να διακρινεται κάτι στο καθρέφτη θα κοπηται με το ξυραφακι>>, είπε αφήνοντας το σαπουνι σε ένα μικρό ξύλινο κομοδίνο.
<<Θέλεις να το κάνεις εσύ?>>, ρώτησε με ένα χαμόγελο από μέσα του.
<<Προς θεου όχι, δεν ειπα κάτι τέτοιο απλά είναι καλύτερα να πατε σε κουρεα>>, είπε τρομαγμανα κοκκινίζοντας από την ντροπη της.
<<Βλέπεις έχω μια σημαντικη δουλειά δεν θα προλαβω και δεν θέλω να με δουν έτσι. Θα μου κανείς αυτή τη χάρη?>>
Κάτι στο τόνο της φωνής του την μαγνητισε τον κοιτούσε εντρομη αλλά δεν μπορούσε να αρνηθει.
Έφερε λοιπόν το σκαμνακι πίσω από τη μπανιερα με το ξανθό κεφάλι του μπροστά της. Άρχισε να κοβει τα πυκνα μαλλιά του ωσπου είχαν γίνει όπως και πρώτα. Μετάκινησε το σκαμνακι και τον αντικρησε.
Ένα κόκκινο χαμόγελο την τύλιξε και ένα γέλιο βγήκε από το στόμα της. Του έφερε τον μικρό καθρέφτη για να αξιολογησει.
<<Φαινομαι σαν αρχηγος κλεφτων>>, είπε χαμογελώντας.
Η κοπέλα γελασε και επιασε το ξυραφακι καθισμενη πάλι πίσω του τράβηξε το πρόσωπο του για να εξαφανισει αυτό το μουσι. Κάθε φόρα που εξαφανιζοταν με την γρήγορη κίνηση της το μουσι έβλεπε ποιο καθαρα το όμορφο πρόσωπο του και ένιωθε το πρόσωπο της να ζεστενεται αλλά φυσικά το απεδιδε στη ζέστη που εβγαζε το καυτο νερό της μπανιερας.
Τελείωσε επιτέλους το δυσκολο εργο και του ξαναεφερε το καθρέφτη. Με κάποια θλίψη αντικρησε το ταλαιποριμενο πρόσωπο του που είχε λεπτινη αρκετά. Η θλίψη όμως ήταν η αίσθηση που είχε κάθε φόρα κοιτώντας την αντανακλαση του. Ένας αγνωστος με κοιταζει.
Η κοπέλα προβληματισμενη ρώτησε, <<Δεν σου αρεσε?>>
<<Όχι γλυκα τελεια τα καταφερες>>, της χαμογέλασε διωχνωντας τις κακές σκέψεις. <<Τοσες μέρες στο δρόμο θα αναγκαστω να περασω όλη τη μέρα σε αυτό το μπάνιο είχα τα χαλια μου ε?>>
<<Ναι, συγγνωμη για το φερσημο μου...
<<Δεν πειράζει, χάιδεψε τα μαλλιά της βρεχοντας τις άκρες. Τα μάγουλα της κοκκινησαν και της χαμογέλασε.
Μια φωνή ακούστηκε ακριβώς από κάτω τους και η κοπέλα φοβισμενα σηκώθηκε απότομα. <<Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά>>
Ο Ντάντε πέρασε σχεδον όλη την υπολοιπη μέρα στο μπάνιο. Επλινε τα ρούχα του και τα περισσοτερα τα πέταξε. Ώρες έκανε για να βγάλει τη βρωμα από τον ίδιο και από τα ρούχα. Το δερμάτινο παλτο είχε πλεον αχριστευτει, η δυσοδια του τερατος είχε γίνει ένα με το μαύρο δέρμα.
Εχωντας χάσει σχεδον όλη του τη μέρα αποφασησε να πάει σε καμιά τοπικη παμπ μήπως η τύχη του χαμογελάσει και καταφερει να μάθει τίποτα για αυτόν τον Νέρμακ και τους αντρες του. Ήταν σιγουρος όμως πως θα τους βρει η πόλη είναι θεμελιωμενη στο παρανομο εμποριο, στους κλεφτες και στους προδοτες. Τα ρούχα του ήταν κρεμασμενα στη μέση του δωματιου και εσταζαν πάνω στο ξύλινο πάτωμα κάνοντας μια συμφωνια από ενοχλητικους ηχους. Ήταν ακόμα βρεγμένα.
Ήταν γυμνος, ξαπλωμενος στο αβολο κρεβάτι και προσπαθούσε να χαλαρωσει κλείνοντας τα μάτια του αλλά τα ξανά άνοιγε με κάθε πλατς που ακουγοταν από τις μικρες λιμνουλες νερού στο πάτωμα. Το μικροσκοπικο παράθυρο ήταν ανοιχτό αφήνοντας τη καυτη ανάσα του αέρα να εισωρησει μέσα. Ανακαθησε στην άκρη του κρεβατιου και ακουγωντας το πάτωμα να τριζει έξω από το δωμάτιο του σκεπαστηκε με το λεπτό σεντονι. Η ζέστη ήταν αφορητη και το σεντονι γρήγορα κολησε στην επιδερμίδα του κάνοντας τον να βγάλει ένα ενοχλημενο αναστεναγμο.
Η κοπέλα μπηκε μέσα αφού χτύπησε την πόρτα κρατούσε ένα ξύλινο, μαυρισμενο δίσκο με κρύο φαγητο και ένα ποτήρι νερό. Μόλις τον είδε έτσι ο δισκος τρεμοπαιξε στα χέρια της και γύρισε το βλέμμα της προς τα απλωμενα ρούχα.
<<Σκεφτηκα πως θέλεις να φας>>, είπε βαριανασαινοντας.
<<Το είχα ξεχάσει τελειως και έχω να φαω μέρες>>, είπε χαμογελώντας αλλά δεν τον ενοιαζε και πολύ.<< Άφησε τα στο κομοδίνο>>
Καθώς προχωρούσε προς το κομοδίνο που ήταν δίπλα του τον κοίταξε με την άκρη του ματιου της. Της χαμογέλασε. Αλλά το βλέμμα της σκοτεινιασε.
<<Βαλτε κανένα ρουχο πάνω σας μπορεί να έχει ζέστη αλλά είναι υπουλος αυτός ο αέρας το μονό που θα σας προκαλεσει είναι πονους στον αυχενα>>, είπε κάνοντας μεταβολή βρήκε από το δωμάτιο. Ένιωθε την καρδιά της να βροντοκοπα καθώς κατεβαινε τις απότομες σκάλες προς τον πάγκο. ʽΤι σκεφτομουνα και του έφερα φαγητο, ούτε λεφτά δεν πήρα τι ηλιθιαʼ ήταν έτοιμη να γυρίσει αλλά μετά αλλαξε γνώμη και συνεχισε το δρόμο της.
Αυτός είχε καταβροχθησει το φαγητο του και τσεκαρε τα ρούχα του. Ακόμα εσταζαν αλλά η εστη αποροφουσε κάθε νερό έτσι οι λιμνουλες στο πάτωμα άρχισαν να εξατμιζονται.
Μερικες ωρες αργοτερα με τον ήλιο να έχει σημανει οχτώ κατεβαινε με τα στεγνα του ρούχα. Είδε τη κοπέλα στο πάγκο να τον κοιταζει με το ίδιο σοβαρό ύφος. Της έδωσε τα λεφτά για το φαγητο χαμογελώντας της αποχωρησε από το ξενοδοχείο.
Μια παμπ… πολύ ευκολο να βρει κανείς μια παμπ με τα αποβράσματα της πόλης συγκεντρωμενα εκεί. Είδε δυο κοντουλιδες να μιλάνε νευριασμένα τα όπλα τους λαμπιριζαν μισοκρυμενα κάτω από τα ξεθωριασμενα πουκαμισα. Ευκολο…
Τους ακολούθησε παραμενωντας σε μια ασφαλη απόσταση για να μην τον υποψιαστουν. Χάθηκαν απότομα σε ένα σκοτεινό στενό ανάμεσα σε πανυψηλα κτηρια το δημαρχειο. Τι προτοτυπο μικρή κυβερνηση δίπλα σε ένα οικο ανοχης και μια παμπ για εγκληματιες, συμβολικα.
Γελασε με αυτές τις σκέψεις και περιμενοντας λίγα λεπτά ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με τους δυο αντρες. Ακριβώς στο κέντρο βρισκόταν μια σιδερένια μαύρη πόρτα. Καμιά απολυτως ταμπέλα. Την εσπρωξε ένα αμυδρο φως τον τύλιξε καθώς εμπαινε μέσα. Ένα αποπνυκτικο μεγάλο δωμάτιο με έναν μεγάλο πάγκο γεμάτος από μεθυστακες σχεδον ετοιμους να καταρευσουν. Στις σκοτεινες γωνιες κάθονταν ομαδες αντρων με σοβαρά πρόσωπα εκεί ανάμεσα βρήκε τους δυο κοντουλιδες.
Έκατσε απαρατηρητος στο μπαρ και έτσι η νύχτα άρχισε. Πεινώντας και κερνωντας με τα λεφτά που είχε τσεπωσει από τους ιδιους τους μεθυστακες εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να μάθει για τον Νέρμακ και συγκεκριμένα για τους αντρες του.
<<Στον μπουρδελο θα τους βρεις που άλλου αυτός το εχτισε ο ευλογημενος φυσικά με συναιτερο την ιδιοκτητρια Κάλλια πολύ ωραια>>, είπε γελώντας καθώς έδειχνε με τα χέρια του τα μεγάλα στηθη της.
Ο Ντάντε εφυγε τη στιγμή που κάποιος κατάλαβε πως τον είχαν κλεψει και ένας καυγας ξεσπασε. Καθώς απομακρυνοταν με τις δικες του τσεπες γεματες χαμογέλασε ακουγωντας πυροβολιμους και αγριες φωνές.
Γύρισε και κοίταξε το ταιραστιο κτηριο του μπουρδελου. Δεν είχε παράθυρα μοναχα μια μεγάλη σιδερένια πόρτα όπου κάθονταν μισοκοιμισμενοι δυο φυλακες.
Αλλαξε γρήγορα γνώμη. Καλύτερα να τελεινωνω σήμερα με αυτή τη δουλειά πριν χασω την ευκαιρια μου, σκέφτηκε. Κατευθυνθηκε προς τους φυλακες που τελικα δεν κοιμωντουσαν απλά ήταν με γερμενα τα κεφάλια με ένα αποβλακωμενο βλέμμα κοιτουσαν το πάτωμα.
<<Τι θέλεις?>>
<<Για να ηρθα εδώ προφανως ένα λογο θα έχω>>, είπε ο Ντάντε παιρνωντας υπεροπτικο ύφος και ένα σαρκαστικο χαμόγελο.
<<Τριαντα και πέρνα>>, είπε ο φυλακας.
Τα λεφτά ήταν πολλά σκέφτηκε αλλά το στιλέτο αξιζε περισσοτερα. Μπήκε μέσα στο διάδρομο. Μυριζε με ακριβα αρωματα, υπνωτικα και αισθησιακα. Όλα ήταν βαμμένα κόκκινα και ο φωτισμος ήταν αμυδρος. Το πάτωμα από ακριβο ξυλο όπως και πολλές επιφανειες. Μια γυναικά τον πλησίασε. Φορούσε ένα χαλαρο φόρεμα που λίγο ακόμα και θα γλιστρουσε στο πάτωμα. Το ταιραστιο στήθος της ανεβοκατέβαινε αργά. Είχε το εχα χέρι κάτω από το στήθος και κρατούσε το αγκωνα του άλλου χεριού ανάμεσα στο λεπτά δάχτυλα της κρατούσε ένα τσιγαρο. Τα καστανά μαλλιά της ήταν λιτα χωρίς να κρύβουν το βάθη ντεκολτέ. Ο Ντάντε τα κοίταξε με έκπληξη. Του χαμογέλασε ικανοποιημενα.
<<Τα μάτια μου είναι εδώ πάνω>>, είπε γλυκα με ένα αισθησιακο χαμόγελο. Αφήνοντας τον καπνο να βγει από τα ο μισανοιχρο στόμα της. <<Τι θα θελατε?>>
<<Δευτερη φόρα με ρωτανε για να ηρθα εδώ ένα…>>
<<Προτιμησεις νεαρε. Λεπτες? Ψηλες? Μελαχρινες? Ξανθιες? Μεγεθοι? Η μήπως θέλεις κάτι του ιδιου φυλου?>>, είπε ξεφυσώντας τον καπνο με το ίδιο βλέμμα που τον παρατηρούσε με περιεργια.
<<Όχι, γυναικά θέλω. Κάτι σε απλη ομορφια? Όχι, υπερβολες>>, είπε νιωθωντας ηλιθιος δεν είναι η πρωτη του φόρα σε τέτοιο μέρος αλλά δεν είχες ποτέ να διαλεξεις ανάμεσα σε πολλά. Προχωρημενη επιχείρηση.
<<Έχω ότι χρειάζεσαι, γλυκα αν δεν σε πειράζει θα περασω στον ενικο. Πέρνα σε αυτό το δωμάτιο θα την φερω σε λίγα λεπτά>>.
Μπήκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Από το ταβάνι περνουσαν διαφανες κόκκινα και πορτοκαλι υφασματα δημιουργωντας παραξενες σκιές. Αρωματικος καπνος παλωντας γύρω του δημιουργωντας κάτι σαν απαλή ομίχλη. Υπήρχε ένα ταιραστιο μαλακο κρεβάτι στην άλλη άκρη και σε μια αποκομμενη μεριά του δωματιου ήταν ένας καναπες και μπροστά ένα κοντό μαύρο τραπεζάκι. Καθις στον καναπε χωρίς να κοιταει τίποτα άλλο στο δωμάτιο.
<<Σας παρακαλω παρτε με να δουλεψω σε εσας>>, η φωνή της ακούστηκε απελπισμενη και κοιτούσε με τα ορθάνοιχτα πράσινα μάτια της την ιδιοκτητρια του Οικου ανοχης.
<<Δεν ξερώ γλυκιά μου είμαι γεμάτη, είσαι πολύ απλη ξέρεις. Γιατί δεν πας να παντρευτεις?>>, τη ρώτησε φερνωντας το τσιγαρο στο στόμα της. Ήταν νωρις το πρωί και στεκονταν στο άδειο στενό.
<<ξερώ να χορευω καλά και…, έφερε τα χέρια της στο πρόσωπο της και τα εξεταστικά μάτια της ιδιοκτητριας σταμάτησαν πάνω τους.
<<Τι είναι αυτά τα σύμβολα?>>, ρώτησε και τράβηξε για να τα παρατηρησει. Ήταν μαύρα ιερογλυφικα που αρχιζαν από τα ακροδαχτυλα της και τελειωναν στον καρπό της.
<<ε…
<<Είναι πολύ όμορφα. Καλά σήμερα θα δουμε τι μπορείς να κανείς έχω ακόμα τρία καινουρια κορίτσια αν τα καταφερεις θα κρατήσω εσένα και οι άλλες θα φυγουν>>, της είπε παιρνωντας την μέσα.
Είχε σχεδον νυχτωσει πια και περίμενε την Κάλλια να έρθει ανάμεσα σε αλλά δέκα κορίτσια. Θα τους πηγαιναν ακριβώς εκεί που ήθελε στο δωμάτιο όπου ήταν ο αρχηγος, τρία κορίτσια ήθελαν και θα ήταν μια από αυτές.
Η Κάλλια μπήκε μέσα κάπως εκνευρισμενη.
<<Νέιρι ετοιμασου ο Ντροκς αλλάξε γνώμη βλέπεις τελικα απόκτησε και προτιμησεις τελευταία στιγμή>>, είπε ρουφωντας με δύναμη το τσιγαρο. Η κοπέλα ανησυχα άρχισε να ετοιμαζεται.
<<Λοιπόν γλυκιά μου Έβει είναι ένας νέος πελατης πολύ ομορφος για να μην σε ριξω στα βαθειά θα τον παρεις εσύ>>
<<Τι?>>, εντρομη είδε το σχεδιο της να καταρεει.
<<Μα εγώ νομιζα…
<<Αλλάξαν τα σχεδια βλέπεις έλα είσαι έτοιμη κι ολας να μην περιμενει το παιδι>>, την επιασε με δύναμη από το μπράτσο χωρίς να περιμενει καμιά αντιρηση της και την τράβηξε στο διάδρομο.
<<Θέλω να γινουν όλα όμορφα>>, είπε νευρικα.
<<Μα εγώ>>, είπε και προσπαθησε να ξεφύγει από τη λαβή της και ένα βάζο επαισε καταλαθος από το διπλανο τους τραπεζάκι.
Ο Ντάντε ανακαθησε ακούγοντας τους παραξενους ηχους. Η πόρτα άνοιξε απότομα και έκλεισε αφήνοντας αυτόν που μπήκε μέσα κρυμμενο στο σκοτάδι.
Η κοπέλα ανατριχιασε αλλά δεν τολμησε να βγει από τη σκιά ωσπου πήρε μερικες ανασες και υπολογισε τις επιλογες της. ʽΔεν είναι το τέλος του κόσμου το σχεδιο Β υπάρχει πάνταʼ, σκέφτηκε παριγορητικα. Η μελωδια ενός παραξενου έγχορδου την οδηγησε προς τον Ντάντε λικνιζοντας τη λεκάνη και τους γοφους της με ένα απαλό αισθησιακο τρόπο.
Ο Ντάντε αρχησε να την παρατησει καθώς βρισκόταν μισοκρυμενη πίσω από το διαφανες κρεμασμενο ύφασμα. Ένιωθε το ερεθισμα από την όμορφη γυμνη κοιλιά της τα μισοκρυμμενα καλλίγραμμα πόδια της. Τα μακριά κυματιστα μαλλιά της χαιδευαν την λεπτή της μέση καθώς έκανε στροφες συνοδευοντας την μουσική. Προχωρούσε όλο και πιο κοντά ωσπου ανέβηκε στο κοντό τραπεζάκι.
Ηλπιζε βεβαια το κόκκινο πρόσωπο της να μην φαινοταν κάτω από το κόκκινο φως που υπήρχε γύρω τους. Ο Ντάντε δεν το έβλεπε. ʽ πολύ όμορφηʼ, σκέφτηκε νιωθωντας την διψα να την αρπαξη. Η μουσική σταμάτησε και αυτή κατεβηκε από το τραπεζάκι οπισθοχωροντας ενώ αυτός ταυτοχρονα είχε σηκωθει.
Χαθηκε και πάλι με ελαφρια βήματα πίσω από τα αιωρουμενα υφασματα. Είχε φτάσει σε ένα τραπέζι με διαφορά ποτά γέμισε δυο ποτηρια και έριξε κάποια σκόνη στο ένα, το ταρακουνησε και επεστρεψε στο δωμάτιο.
<<Ποτό για να χαλαρωσουμε>>, είπε όσο πιο γλυκα και αισθησιακα μπορούσε.
Το έφερε στα χείλη του και την είδε να χαμογελαει και να κοιταζει επιμονα τα χείλη του που ήταν έτοιμη να παρουν τη πρωτη γουλια. <<Είμαι αρκετά χαλαρος>>, είπε και άφησε το ποτήρι στο τραπέζι.
Ένας τρόμος πέρασε από τα μάτια της κάτι που δεν έμεινε απαρατηρητο από τον Ντάντε. Την πλησίασε αλλά αυτή απομακρύνθηκε απαλα, χαμογελώντας. Χαθηκε και πάλι. Την ακολούθησε αλλά δεν βρήκε τίποτα εκτός από το τραπέζι με τα ποτά. Το πλησίασε αργά. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε πίσω του κάποια κίνηση. Κάτι τρεμοπαιξε σε κάποια επιφάνεια κάποιου μπουκαλιου αλλά αυτό ήταν αρκετο για να γυρίσει και να αποφύγει το χτύπημα πιάνοντας με δύναμη τα δυο της χέρια που ήταν στον αέρα. Βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο.
<<Τι παιχνιδι παιζεις?>>, τη ρώτησε χαμογελώντας
<<Που να δεις και αυτό>>, του είπε και αυτή χαμογελνωντας και τον βαρεσε με το γόνατο στα αρχιδια.
Έπεσε κάτω με ένα δυνατό τρανταγμο.
<<Άγρια αυτή>>, είπε γελώντας η Ιδιοκτητρια καθώς περνούσε έξω από το δωμάτιο αφήνοντας πίσω της τον καπνο από το μισοτελειωμενο της τσιγαρο.
Τον εσπρωξε με το πόδι και ανέβηκε πάνω του. Πέρασε ένα χοντρο και χερο σχοινη ανάμεσα στους καρπους του καθώς ο Ντάντε δεν μπορούσε να συνελθει από το γέρο χτύπημα.
Του εδεσε και τα πόδια και τον άφησε έτσι με το πρόσωπο γυρισμενο στο πάτωμα. Απομακρύνθηκε από τον Ντάντε. Αυτός προσπαθούσε να λυθει αλλά δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε να τη βρει και γύρισε το κεφάλι του. Είδε την μισοκρυμενη μορφή της. Την είδε να γδυνεται, η ηλιοκαμενη πλάτη της ήταν ολογυμνη και προσπαθούσε να φορεσει μια κοντή φούστα αφήνοντας το στήθος της σχεδον ορατο. Ένιωσε τη ζέστη να τον περιτριγυριζει και να ερεθιζεται από αυτή την σκηνη που εβελεπε. Μονό όταν την είδε να τον πλησιάζει θυμηθηκε πως ήταν δεμενος στο πάτωμα και προσπαθησε να λυθει.
<<Άφησε με να φύγω>>, είπε με δύναμη.
<<Συγγνώμη δεν μπορώ έχω πιο σημαντικά πράγματα να κάνω>>, είπε αδιαφορα.
<<Δεν καταλαβαινεις. Πρέπει να παρω πίσω κάτι που μου ανοικει>>, συνεχισε.
Τον πλησίασε με φόρα και εσκυψε το πρόσωπο της δίπλα στο δικό του κοιτώντας τον στα μάτια. <<Είναι τόσο σημαντικό? Είναι κάτι με το οποίο είσαι δεμενος εξαιματος και χαραμησες τα πάντα μονό και μονό για να το πάρεις πίσω?>>, ρώτησε κοκκινίζοντας από την οργή.
<<Ε… είναι κάτι που με συνδεει με το παρελθόν μου>>, είπε χάνοντας τα λόγια του.
<<Καλά! Πολύ με ενοιαξε>>, είπε γελώντας. Έβαλε το σπαθί της στη θήκη περασμενη στη ζωνη της και απομακρύνθηκε.
<<Μπορώ να σε βοηθησω>>, είπε φωναχτα.
<<Αχ! Ναι!>>, αναφωνησε. Τον πλησίασε και ξανά εσκυψε από πάνω του έβαλε κομμάτια υφασματος στο στόμα του που τον εμποδιζε να φωναξει.
<<Έτσι. Θα σε ανεβαζα στο κρεβάτι αλλά βαριεμαι>>, είπε χαιδευοντας το κεφάλι του και αυτός τραβηχτηκε οργισμενος.
Βγήκε από το δωμάτιο αντικριζοντας ένα άδειο διάδρομο. Έκλεισε τη πόρτα και προχώρησε στην κυρια κατεύθυνση της. Η μεγάλη πόρτα ήταν κλειστη. Λίγα βήματα είχαν μείνει...
Το παιχνιδι της αναζητησης. Το στιλέτο. Έπρεπε να βρει αυτό που του ανοικει, μια κλωστη που τον εννωνει με το παρελθόν του και σηγκεκριμενα με τον εαυτό του. Ένα ερωτημα υπάρχει και αντηχει στο κεφάλι του εδώ και χρονιά. Ποιος είμαι?
Φυσικά εδώ και μέρες δεν σκεφτόταν πώς να απαντησει σε αυτή την ερωτηση απλουστατα γιατί πεινουσε. Προχωρούσε γρήγορα αλλά αψυχα σαν ένα ζομπι που ακολουθει την μακρινη μυρωδιά του αιματος. Τις νυχτες καθισμενος μέσα στις λασπες επιανε τον εαυτό του να ονειρευεται ακόμα και εκεινο το μουχλισμενο ξερο κομμάτι ψωμι που αγορασε από τον άνθρωπο που τον προδωσε.
Συνιθισμενος στο να βλέπει ένα μακρινο τίποτα στον ορίζοντα σταμάτησε απότομα βλέποντας ψηλά δοκαρια να προβαλουν. Επιταχυνοντας το ανθεκτικό βήμα του συνηδειτοποιησε πως δεν ήταν δοκαρια αλλά δέντρα με ελάχιστα φυλα στα σκελετωδη σκλαδια τους. Με λυσα συγκρατηθηκε από το να ξεριζωσει τις ριζες του δεντρου και να τις καταβροχθησει αλλά ήξερε πως η γη εδώ ήταν επικίνδυνη. Ανεδιδε κάτι το σάπιο και αποτροπαιο. Σαν κάποιο σκοτεινό μυστικο να κρύβει στο βάθος της που διψουσε να ανεβει στην επιφάνεια.
Για ακόμη μια φόρα σταμάτησε απότομα βλέποντας μπροστά του πυκνες μαύρες γραμμες να τρυπαν τον ουρανό. Καπνος συμαινει καμιναδες, καμιναδες σημαινει σπίτια και σπίτια συμαινει πολη ή τουλάχιστον χωριό. Είχε χάσει τον προσανατολισμο του από τη διψα και τη πείνα και η ομοιομορφια του τοπιου τον έκανε να αμφιβαλλει αν ακολουθουσε τον σωστο πια δρόμο.
<<Τελευταία νύχτα κοιμαμαι στα λασπονερα>>, είπε δυνατά και ακούγοντας τη φωνή του για πρωτη φόρα από την αποχωρηση του από τη κοκκινομαλλα πόρνη του φάνηκε αγνωστη.
Τύλιξε σφιχτά το δερμάτινο, μακρύ παλτο γύρω του και στηρίζοντασ τη πλάτη του στο κορμό ενός σάπιου δενδρου αφαιθηκε στο σκοτάδι του υπνου. Οι εμπεριες του από ονειρα ήταν ελαχιστες αυτά που έβλεπε ήταν ασυναρτισιες εικόνες παρμενες από τα ανουσια χρονιά που γνώριζε. Φαγητο, καυγαδες και γυναικες τιποτε άλλο.
Όλα ήταν ησυχα, ούτε φυλλο δεν έτριζε. Ξύπνησε απότομα ακούγοντας ένα συρσιμο. Γύρω του δεν υπήρχε τίποτα. Το φως την γεματης, τεραστιας σεληνης δεν άφηνε τίποτα κρυμενο. Εξάλου τι να υπάρχει? Ούτε ένα ζωο στο δρόμο του δεν ξεπεταχτηκε ούτε ένα εντομο καλά καλά. Έκλεισε αργά και κοιμισμενα τα βλεφαρα του και τα άνοιξε και πάλι αργά. Τα μάτια του ορθανοιξαν από τρόμο. Σαπια δόντια ανοιγοκλειναν και ατριζαν μπροστά του. Κοιτώντας καλύτερα είδε την αποσυντιθεμενη σάρκα του πρωματος τόσο σκοτεινη που στην αρχή νομιζε πως απλά ο τοπος σκοτεινιασε. Η μυρωδιά της νεκρης σαρκας του έφερε κατευθειαν αναγουλα. Φυσικά ολες αυτές οι σκέψεις και οι εικόνες πέρασαν από μπροστά του σαν αστραπη. Είχε χτυπηει με τη γροθιά του το ζομπι το οποίο κατρακυλισε λίγα βήματα μακριά του και αμέσως σηκώθηκε με τη καρδιά του να χτυπά ξέφρενα. Κοίταξε γύρω του και είδε μέσα από αυτή τη σκοτεινη λασπη μαύρα μέσα στην πρασινη γλιτσα χέρια να ξεπεταγονται ακολουθωντας την ανθρώπινη μυρωδιά. Τη δικιά του μυρωδιά.
Δεν είχε οπλο αρα κανένα τρόπο να τα σακατεψει οριστικα μονό να προστατευτει με τις γροθιες του κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει όλη νύχτα. Ένιωσε ένα χέρι να τυλιγει το αστραγαλο του. Το κλοτσησε και ένας ανατριχιαστικος ήχος διαπέρασε τη νύχτα που ήταν σκεπασμενη από το αποκοσμο φεγγαροφωτο. Ο ήχος ενός χεριού να σπαει και να πεφτει μέτρα μακριά το οποίο συνεχιζε να παλεται καλωντας το αφεντικο του να έρθει να το μαζεψει.
Λεπτά αλλά γεμάτα υπερδυναμη δάχτυλα τυλιξαν τον ωμο του και τον τράβηξαν προς τα πίσω. Ο αγκωνας του Νταντε διαπέρασε τον θώρακα του ζομπι και όλα τα σωθικα ξεπεταχτηκαν βρωμιζοντας το μαύρο παλτο του. Η βρωμα που εισχωρησε με ορμη στα ρουθουνια του του τον ζαλισε αποσυντονιζοντας τον. Δεκαδες χέρια τον τυλιξαν και ένιωσε την προσπάθεια κάποιων να διαπερασουν με τα δόντια τους τη σάρκα του. Έβγαλε έναν βρυχηθμο πονου και προσπαθησε με κάθε δύναμη του να απελευθερωθει.
Τον εριξαν στο έδαφος χτυπωντας το κεφάλι του σε μια σκληρή επιφάνεια κρυμενη κάτω από την υγρή λασπη. Τον τραβουσαν τα δάχτυλα τους διαπερνούσαν τα ρούχα του με την ελπίδα να φτάσουν στο κρέας του. Ένα μεγαλόσωμο παραμορφωμενο ζομπι εμφανίστηκε πάνω πάνω του κοιτώντας με τα αψυχα μάτια του και με τα μαύρα δόντια του να προεξεχουν τα ετριβε μεταξύ τους με ένα αποκρουστικο ήχο και με την κάτω γναθο να προεξεχει δημιουργουσε ένα μοχθηρο χαμογελο. Ελάχιστα εκατοστα από το πρόσωπο του ήταν ετοιμος να μπηξει τα δόντια του στο μαγουλο του. Κάτι όμως τρομαξε το τερας. Ο Νταντε είχε κλείσει τα μάτια του αλλά ένιωσε τη μυρωδιά καμενης σαρκας. Ανοίγοντας τα είδε το πανικοβλητο ψωφιμι να κραυγαζει και να τρεμει από τις λεπτες ηλιχτιδες που όλο και πολαπλασιαζονταν. Το φως του ήλιου που ανετειλε τύλιξε την νεκρη γη λιωνοντας την σάρκα των τερατων που προσπαθούσαν να χωθουν πίσω στη λασπη αλλά ματαιη η προσπάθεια τους.
Κοιτώντας την πόλη που βρισκόταν ακόμα μακριά πήρε ένα αποφασιστηκο βλέμμα με στόχο να φτάσει εκεί πριν νυχτωσει. Κλειδαμπαρωσε κάθε του αδυναμια και πόνο και συνεχισε με γρηγορο βήμα προς τη μόνη κατεύθυνση. Κάθε φόρα που διεκρινε καλύτερα την εμφάνιση της τεραστιας πυλης ερχόταν όλο και πιο κοντά της και αυτό του εδινε όλο και περισσοτερη δύναμη.
Το απογευμα με το κεφάλι κάτω από έναν καυτο ήλιο, με τα πόδια του να έχουν παγωσει από την κρύα υγρή λασπη έφτασε επιτέλους στην πύλη. Η πόρτα ήταν στο υψος του και ακουστικαν κάτι σιδερένια κλικ ωσπου άνοιξε ένα λεπτό ανοιγμα απ΄ όπου τον παρατηρουσαν δυο μεγάλα γκρίζα μάτια. Τον κοίταξαν από πάνω ως κάτω δυο φορές και τότε ακούστηκε ένα τρανταχτο γέλιο. Το μικρό ανοιγμα έκλεισε και μετά από δεκαδες υκοφαντικους μεταλικους ηχους άνοιξε και η πόρτα με τη συνοδεια αυτου του αρρωστιαρικου γελιου.
Ο γέρος ήταν σιγουρα πάνω από δυο μισή μέτρα απλά καμπουριαζε δημιουργωντας ένα εξωγκομα στη πλάτη του που πήγαινε ζιγκ ζαγκ. Τον ξανακοιταξε με τα μεγάλα μάτια του που είχαν κοκκινησει και γεμησει δάκρυα.
<<Θα με αφησεις να περασω ποτέ>>
<<Ουχ, ουχ μιλας κι ολας αχαχαχα>>, τρανταχτηκε ο γέρος.
<<Ποσα θέλεις για να περασω?>>, φώναξε ο Ντάντε για να τον ακούσει.
Ο γέρος δεν σταματισε να χαχανιζει αλλά απόκτησε ένα σοβαρό ύφος.
<<Λοιπόν?>>
<<Ένα χρυσο μήπως?>>, ρώτησε ο γέρος.
<<Για ένα χρυσο αγοραζω και χωραφι γέρο>>
<<Χμμμ, ανάλογα για τι χρυσο μιλας. Υπάρχει αυτό το χρυσο>>,
Είπε περνωντας ανάμεσα στα δάχτυλα του ένα μικρουτσικο νομισμα που ελαμψε καθώς μια ηλιαχτιδα τον χτύπησε. <<Υπάρχει και αυτό το χρυσο>>, συνεχισε εχωντας στο άλλο του χέρι ένα μεγάλο χρυσο νομισμα με τραχια επιφάνεια και γεμάτο γρατζουνιες.
Ο Ντάντε γεμάτος νευρα πέταξε στο γέρο ενα μικρό νομισμα που ελαμψε χρυσο όπως ακριβώς αυτό στα χέρια του γερου. Ήταν ετοιμος να φύγει στο βάθος της πόλης ακολουθωντας τον κεντρικο δρόμο που ήταν γεμάτος κόσμο όταν γύρισε ξανά προς το γέρο που χαχανιζε.
<<Δεν μου είπες το όνομα της πόλης>>
<<Μια μεγαλουπόλη είναι όλο κι όλο σε αυτή τη χωρα η Λίρκεταρ μετά τα συνορα θα βρεις οσες θες εδώ μονό χωριά και το Λίρκεταρ υπάρχουν. Γι αυτό καλωσηρθες στο Λίρκεταρ>>, είπε τρανταχτα ο γέρος με μελωδικη φωνή.
<<Καλά, καλά. Ξέρεις κανένα καλο ξενοδοχείο? Μονό που μην μου το ξανατραγουδησεις>>
<<Ακολουθα τον κεντρικο δρόμο και θα βρεις κάτι, ικανοποιημενος?>>, ρώτησε συγκρατωντας το χαιρεκακο γέλιο του.
Ο Ντάντε έκανε μεταβολή και ακολούθησε τον κεντρικο δρόμο. Οι άνθρωποι μόλις τον έβλεπαν απομακρυνονταν ποτέ από τρόμο και ποτέ από αηδεια όπως συμπερανε ο ιδιος.
Στα δεξιά του πρόσεξε μια καλογραμενη ταμπέλα Άϊζουφ. Πέρασε την ψηλή πόρτα και μπήκε σε ένα όμορφο ξενοδοχείο με γαλάζια χρώματα και λευκα κάτι παραξενο για μια πόλη που είχε τα χρώματα του χαλκου και της λασπης.
Η κοπέλα που στεκοταν στον πάγκο πήρε ένα μοχθηρο ύφος ποσπαθωντας να κρυψει τον τρόμο της.
<<Μήπως χασατε τον δρόμο σας?>> του είπε με αηδεια παρατηρώντας τον.
<<Όχι, θέλω ένα δωμάτιο με μπάνιο>>, είπε ο Νταντε χαμογελώντας της για να σπασει το παγο αλλά του φάνηκε πως τα έκανε χειροτερα.
<<Δεν δινουμε δωματια σε αστεγ… σταμάτησε απότομα όταν είδε στο χέρι του Ντάντε δυο νομισματα… Μάλλον μπορουμε να κανουμε μια εξαιρεση>>
<<Χρειάζομαι ετοιμο ζεστό νερό, ξυραφακι και ένα καθρέφτη αν δεν έχει το δωμάτιο αν έχεις την κολοσυνη>> και της προσφερε ακόμα ένα νομισμα.
Τον πέρασε στον δεύτερο οροφο σε ένα μικρό τακτοποιημενο δωμάτιο. Ένα κρεβάτι μια ντουλάπα και ένα κομοδίνο ήταν όλο κι όλο και ένα μικροσκοπικο παράθυρο που είχε απέναντι του αλλά μικροσκοπικά παράθυρα.
<<Εδώ είναι το μπάνιο>>, του έδειξε την πόρτα δίπλα στη ντουλάπα και εφυγε. Σε λίγα λεπτά γύρισε με πετσετες και τα συνεργα για ξυρισμα και κουρεμα.
<<Καθρεφτης υπάρχει στο μπάνιο>>, είπε περιφρονιτικα και βρήκε.
Γεμάτος περιεπργια μπήκε στο μπάνιο. Ήταν σε πολα σημεία μουχλισμενο και βρομουσε φυσικά καλύτερα απ΄ ότι τα ζομπι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τότε οι απορίες του λυθηκαν. Είχε χάσει την κουκούλα του και έτσι μπορούσε να δει τα μαλλιά του που είχαν μακρινει το ξανθό μουστακι του είχε μεγαλωσει και αυτό κάνοντας τον να μοιαζει με αγριανθρωπο. Η επιδερμίδα του ήταν βρώμικη κομμάτια λασπης είχαν κολησει στα μαλλιά του και στο πρόσωπο του ακόμη. Που να αρχησει και που να τελειώσει με τα ρούχα του. Κουρελιασμενα και βρωμικα και το χειρωτερο στον αγκωνα του ήταν κολημενη η πρασινη νεκρη σάρκα κάποιου από τα τέρατα.
Άνοιξε το νερό γεμιζοντας την μπανιερα με καφτο νερό που γέμισε με μιας το δωμάτιο με πυκνους ατμούς. Μπήκε μέσα νιωθωντας την καλύτερη απολαυση αν και καικε στην αρχή. Όλες οι πληγές και οι μελανιες του μουλιαζαν στο νερό. Όλη η βρωμια άρχισε να φευγει και μερικά κομμάτια αναδυθηκαν. Βρήκε έξω και ξανάγεμισε τη μπανιερα για να φύγει το βρωμικο πια νερό. Καθώς ήταν ξαπλωμενος ένιωσε να βυθιζεται στον υπνο. Κάτι βήματα όμως τον ξυπνησαν. Είχε αφήσει τη πόρτα ανοιχτη και είδε την κοπέλα να τον κοιταζει. Μέσα στα χέρια του είχε ένα μεγάλο κίτρινο κομμάτι σαπουνι.
Φυσικά η εμφάνιση του ήταν ακόμα ασχημη. Είχε χάσει κιλα και τα μαγουλα του είχαν σχεδον χαθει. Το μουσι και το αναστατο μαλλι του τον έκαναν τρομακτικο. Αλλά την ίδια στιγμή μυστηριο και ποθητο. Την κοιτούσε με ένα σοβαρό ύφος διαπερνώντας την με τα γαλάζια μάτια του. Αυτά τα γαλάζια μάτια κοιτούσε και αυτή.
<<Ε, εεφερα το σασαπουνι>>, τραυλισε.
<<Μην το αφηνεις εκεί θα αναγκαστω να σηκωθω και να το παρω>>, είπε χωρίς να αλλάξει το σοβαρό του ύφος.
Η κοπέλα διεσθανθηκε κάτι το πρόστυχο σε αυτή του τη φράση και έμεινε να στεκει εκεί για καμποσα λεπτά μέχρι που πέρασε διστακτικά στο δωμάτιο.
<<Θα είναι δυσκολο με τόσο ατμό να διακρινεται κάτι στο καθρέφτη θα κοπηται με το ξυραφακι>>, είπε αφήνοντας το σαπουνι σε ένα μικρό ξύλινο κομοδίνο.
<<Θέλεις να το κάνεις εσύ?>>, ρώτησε με ένα χαμόγελο από μέσα του.
<<Προς θεου όχι, δεν ειπα κάτι τέτοιο απλά είναι καλύτερα να πατε σε κουρεα>>, είπε τρομαγμανα κοκκινίζοντας από την ντροπη της.
<<Βλέπεις έχω μια σημαντικη δουλειά δεν θα προλαβω και δεν θέλω να με δουν έτσι. Θα μου κανείς αυτή τη χάρη?>>
Κάτι στο τόνο της φωνής του την μαγνητισε τον κοιτούσε εντρομη αλλά δεν μπορούσε να αρνηθει.
Έφερε λοιπόν το σκαμνακι πίσω από τη μπανιερα με το ξανθό κεφάλι του μπροστά της. Άρχισε να κοβει τα πυκνα μαλλιά του ωσπου είχαν γίνει όπως και πρώτα. Μετάκινησε το σκαμνακι και τον αντικρησε.
Ένα κόκκινο χαμόγελο την τύλιξε και ένα γέλιο βγήκε από το στόμα της. Του έφερε τον μικρό καθρέφτη για να αξιολογησει.
<<Φαινομαι σαν αρχηγος κλεφτων>>, είπε χαμογελώντας.
Η κοπέλα γελασε και επιασε το ξυραφακι καθισμενη πάλι πίσω του τράβηξε το πρόσωπο του για να εξαφανισει αυτό το μουσι. Κάθε φόρα που εξαφανιζοταν με την γρήγορη κίνηση της το μουσι έβλεπε ποιο καθαρα το όμορφο πρόσωπο του και ένιωθε το πρόσωπο της να ζεστενεται αλλά φυσικά το απεδιδε στη ζέστη που εβγαζε το καυτο νερό της μπανιερας.
Τελείωσε επιτέλους το δυσκολο εργο και του ξαναεφερε το καθρέφτη. Με κάποια θλίψη αντικρησε το ταλαιποριμενο πρόσωπο του που είχε λεπτινη αρκετά. Η θλίψη όμως ήταν η αίσθηση που είχε κάθε φόρα κοιτώντας την αντανακλαση του. Ένας αγνωστος με κοιταζει.
Η κοπέλα προβληματισμενη ρώτησε, <<Δεν σου αρεσε?>>
<<Όχι γλυκα τελεια τα καταφερες>>, της χαμογέλασε διωχνωντας τις κακές σκέψεις. <<Τοσες μέρες στο δρόμο θα αναγκαστω να περασω όλη τη μέρα σε αυτό το μπάνιο είχα τα χαλια μου ε?>>
<<Ναι, συγγνωμη για το φερσημο μου...
<<Δεν πειράζει, χάιδεψε τα μαλλιά της βρεχοντας τις άκρες. Τα μάγουλα της κοκκινησαν και της χαμογέλασε.
Μια φωνή ακούστηκε ακριβώς από κάτω τους και η κοπέλα φοβισμενα σηκώθηκε απότομα. <<Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά>>
Ο Ντάντε πέρασε σχεδον όλη την υπολοιπη μέρα στο μπάνιο. Επλινε τα ρούχα του και τα περισσοτερα τα πέταξε. Ώρες έκανε για να βγάλει τη βρωμα από τον ίδιο και από τα ρούχα. Το δερμάτινο παλτο είχε πλεον αχριστευτει, η δυσοδια του τερατος είχε γίνει ένα με το μαύρο δέρμα.
Εχωντας χάσει σχεδον όλη του τη μέρα αποφασησε να πάει σε καμιά τοπικη παμπ μήπως η τύχη του χαμογελάσει και καταφερει να μάθει τίποτα για αυτόν τον Νέρμακ και τους αντρες του. Ήταν σιγουρος όμως πως θα τους βρει η πόλη είναι θεμελιωμενη στο παρανομο εμποριο, στους κλεφτες και στους προδοτες. Τα ρούχα του ήταν κρεμασμενα στη μέση του δωματιου και εσταζαν πάνω στο ξύλινο πάτωμα κάνοντας μια συμφωνια από ενοχλητικους ηχους. Ήταν ακόμα βρεγμένα.
Ήταν γυμνος, ξαπλωμενος στο αβολο κρεβάτι και προσπαθούσε να χαλαρωσει κλείνοντας τα μάτια του αλλά τα ξανά άνοιγε με κάθε πλατς που ακουγοταν από τις μικρες λιμνουλες νερού στο πάτωμα. Το μικροσκοπικο παράθυρο ήταν ανοιχτό αφήνοντας τη καυτη ανάσα του αέρα να εισωρησει μέσα. Ανακαθησε στην άκρη του κρεβατιου και ακουγωντας το πάτωμα να τριζει έξω από το δωμάτιο του σκεπαστηκε με το λεπτό σεντονι. Η ζέστη ήταν αφορητη και το σεντονι γρήγορα κολησε στην επιδερμίδα του κάνοντας τον να βγάλει ένα ενοχλημενο αναστεναγμο.
Η κοπέλα μπηκε μέσα αφού χτύπησε την πόρτα κρατούσε ένα ξύλινο, μαυρισμενο δίσκο με κρύο φαγητο και ένα ποτήρι νερό. Μόλις τον είδε έτσι ο δισκος τρεμοπαιξε στα χέρια της και γύρισε το βλέμμα της προς τα απλωμενα ρούχα.
<<Σκεφτηκα πως θέλεις να φας>>, είπε βαριανασαινοντας.
<<Το είχα ξεχάσει τελειως και έχω να φαω μέρες>>, είπε χαμογελώντας αλλά δεν τον ενοιαζε και πολύ.<< Άφησε τα στο κομοδίνο>>
Καθώς προχωρούσε προς το κομοδίνο που ήταν δίπλα του τον κοίταξε με την άκρη του ματιου της. Της χαμογέλασε. Αλλά το βλέμμα της σκοτεινιασε.
<<Βαλτε κανένα ρουχο πάνω σας μπορεί να έχει ζέστη αλλά είναι υπουλος αυτός ο αέρας το μονό που θα σας προκαλεσει είναι πονους στον αυχενα>>, είπε κάνοντας μεταβολή βρήκε από το δωμάτιο. Ένιωθε την καρδιά της να βροντοκοπα καθώς κατεβαινε τις απότομες σκάλες προς τον πάγκο. ʽΤι σκεφτομουνα και του έφερα φαγητο, ούτε λεφτά δεν πήρα τι ηλιθιαʼ ήταν έτοιμη να γυρίσει αλλά μετά αλλαξε γνώμη και συνεχισε το δρόμο της.
Αυτός είχε καταβροχθησει το φαγητο του και τσεκαρε τα ρούχα του. Ακόμα εσταζαν αλλά η εστη αποροφουσε κάθε νερό έτσι οι λιμνουλες στο πάτωμα άρχισαν να εξατμιζονται.
Μερικες ωρες αργοτερα με τον ήλιο να έχει σημανει οχτώ κατεβαινε με τα στεγνα του ρούχα. Είδε τη κοπέλα στο πάγκο να τον κοιταζει με το ίδιο σοβαρό ύφος. Της έδωσε τα λεφτά για το φαγητο χαμογελώντας της αποχωρησε από το ξενοδοχείο.
Μια παμπ… πολύ ευκολο να βρει κανείς μια παμπ με τα αποβράσματα της πόλης συγκεντρωμενα εκεί. Είδε δυο κοντουλιδες να μιλάνε νευριασμένα τα όπλα τους λαμπιριζαν μισοκρυμενα κάτω από τα ξεθωριασμενα πουκαμισα. Ευκολο…
Τους ακολούθησε παραμενωντας σε μια ασφαλη απόσταση για να μην τον υποψιαστουν. Χάθηκαν απότομα σε ένα σκοτεινό στενό ανάμεσα σε πανυψηλα κτηρια το δημαρχειο. Τι προτοτυπο μικρή κυβερνηση δίπλα σε ένα οικο ανοχης και μια παμπ για εγκληματιες, συμβολικα.
Γελασε με αυτές τις σκέψεις και περιμενοντας λίγα λεπτά ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με τους δυο αντρες. Ακριβώς στο κέντρο βρισκόταν μια σιδερένια μαύρη πόρτα. Καμιά απολυτως ταμπέλα. Την εσπρωξε ένα αμυδρο φως τον τύλιξε καθώς εμπαινε μέσα. Ένα αποπνυκτικο μεγάλο δωμάτιο με έναν μεγάλο πάγκο γεμάτος από μεθυστακες σχεδον ετοιμους να καταρευσουν. Στις σκοτεινες γωνιες κάθονταν ομαδες αντρων με σοβαρά πρόσωπα εκεί ανάμεσα βρήκε τους δυο κοντουλιδες.
Έκατσε απαρατηρητος στο μπαρ και έτσι η νύχτα άρχισε. Πεινώντας και κερνωντας με τα λεφτά που είχε τσεπωσει από τους ιδιους τους μεθυστακες εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να μάθει για τον Νέρμακ και συγκεκριμένα για τους αντρες του.
<<Στον μπουρδελο θα τους βρεις που άλλου αυτός το εχτισε ο ευλογημενος φυσικά με συναιτερο την ιδιοκτητρια Κάλλια πολύ ωραια>>, είπε γελώντας καθώς έδειχνε με τα χέρια του τα μεγάλα στηθη της.
Ο Ντάντε εφυγε τη στιγμή που κάποιος κατάλαβε πως τον είχαν κλεψει και ένας καυγας ξεσπασε. Καθώς απομακρυνοταν με τις δικες του τσεπες γεματες χαμογέλασε ακουγωντας πυροβολιμους και αγριες φωνές.
Γύρισε και κοίταξε το ταιραστιο κτηριο του μπουρδελου. Δεν είχε παράθυρα μοναχα μια μεγάλη σιδερένια πόρτα όπου κάθονταν μισοκοιμισμενοι δυο φυλακες.
Αλλαξε γρήγορα γνώμη. Καλύτερα να τελεινωνω σήμερα με αυτή τη δουλειά πριν χασω την ευκαιρια μου, σκέφτηκε. Κατευθυνθηκε προς τους φυλακες που τελικα δεν κοιμωντουσαν απλά ήταν με γερμενα τα κεφάλια με ένα αποβλακωμενο βλέμμα κοιτουσαν το πάτωμα.
<<Τι θέλεις?>>
<<Για να ηρθα εδώ προφανως ένα λογο θα έχω>>, είπε ο Ντάντε παιρνωντας υπεροπτικο ύφος και ένα σαρκαστικο χαμόγελο.
<<Τριαντα και πέρνα>>, είπε ο φυλακας.
Τα λεφτά ήταν πολλά σκέφτηκε αλλά το στιλέτο αξιζε περισσοτερα. Μπήκε μέσα στο διάδρομο. Μυριζε με ακριβα αρωματα, υπνωτικα και αισθησιακα. Όλα ήταν βαμμένα κόκκινα και ο φωτισμος ήταν αμυδρος. Το πάτωμα από ακριβο ξυλο όπως και πολλές επιφανειες. Μια γυναικά τον πλησίασε. Φορούσε ένα χαλαρο φόρεμα που λίγο ακόμα και θα γλιστρουσε στο πάτωμα. Το ταιραστιο στήθος της ανεβοκατέβαινε αργά. Είχε το εχα χέρι κάτω από το στήθος και κρατούσε το αγκωνα του άλλου χεριού ανάμεσα στο λεπτά δάχτυλα της κρατούσε ένα τσιγαρο. Τα καστανά μαλλιά της ήταν λιτα χωρίς να κρύβουν το βάθη ντεκολτέ. Ο Ντάντε τα κοίταξε με έκπληξη. Του χαμογέλασε ικανοποιημενα.
<<Τα μάτια μου είναι εδώ πάνω>>, είπε γλυκα με ένα αισθησιακο χαμόγελο. Αφήνοντας τον καπνο να βγει από τα ο μισανοιχρο στόμα της. <<Τι θα θελατε?>>
<<Δευτερη φόρα με ρωτανε για να ηρθα εδώ ένα…>>
<<Προτιμησεις νεαρε. Λεπτες? Ψηλες? Μελαχρινες? Ξανθιες? Μεγεθοι? Η μήπως θέλεις κάτι του ιδιου φυλου?>>, είπε ξεφυσώντας τον καπνο με το ίδιο βλέμμα που τον παρατηρούσε με περιεργια.
<<Όχι, γυναικά θέλω. Κάτι σε απλη ομορφια? Όχι, υπερβολες>>, είπε νιωθωντας ηλιθιος δεν είναι η πρωτη του φόρα σε τέτοιο μέρος αλλά δεν είχες ποτέ να διαλεξεις ανάμεσα σε πολλά. Προχωρημενη επιχείρηση.
<<Έχω ότι χρειάζεσαι, γλυκα αν δεν σε πειράζει θα περασω στον ενικο. Πέρνα σε αυτό το δωμάτιο θα την φερω σε λίγα λεπτά>>.
Μπήκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Από το ταβάνι περνουσαν διαφανες κόκκινα και πορτοκαλι υφασματα δημιουργωντας παραξενες σκιές. Αρωματικος καπνος παλωντας γύρω του δημιουργωντας κάτι σαν απαλή ομίχλη. Υπήρχε ένα ταιραστιο μαλακο κρεβάτι στην άλλη άκρη και σε μια αποκομμενη μεριά του δωματιου ήταν ένας καναπες και μπροστά ένα κοντό μαύρο τραπεζάκι. Καθις στον καναπε χωρίς να κοιταει τίποτα άλλο στο δωμάτιο.
<<Σας παρακαλω παρτε με να δουλεψω σε εσας>>, η φωνή της ακούστηκε απελπισμενη και κοιτούσε με τα ορθάνοιχτα πράσινα μάτια της την ιδιοκτητρια του Οικου ανοχης.
<<Δεν ξερώ γλυκιά μου είμαι γεμάτη, είσαι πολύ απλη ξέρεις. Γιατί δεν πας να παντρευτεις?>>, τη ρώτησε φερνωντας το τσιγαρο στο στόμα της. Ήταν νωρις το πρωί και στεκονταν στο άδειο στενό.
<<ξερώ να χορευω καλά και…, έφερε τα χέρια της στο πρόσωπο της και τα εξεταστικά μάτια της ιδιοκτητριας σταμάτησαν πάνω τους.
<<Τι είναι αυτά τα σύμβολα?>>, ρώτησε και τράβηξε για να τα παρατηρησει. Ήταν μαύρα ιερογλυφικα που αρχιζαν από τα ακροδαχτυλα της και τελειωναν στον καρπό της.
<<ε…
<<Είναι πολύ όμορφα. Καλά σήμερα θα δουμε τι μπορείς να κανείς έχω ακόμα τρία καινουρια κορίτσια αν τα καταφερεις θα κρατήσω εσένα και οι άλλες θα φυγουν>>, της είπε παιρνωντας την μέσα.
Είχε σχεδον νυχτωσει πια και περίμενε την Κάλλια να έρθει ανάμεσα σε αλλά δέκα κορίτσια. Θα τους πηγαιναν ακριβώς εκεί που ήθελε στο δωμάτιο όπου ήταν ο αρχηγος, τρία κορίτσια ήθελαν και θα ήταν μια από αυτές.
Η Κάλλια μπήκε μέσα κάπως εκνευρισμενη.
<<Νέιρι ετοιμασου ο Ντροκς αλλάξε γνώμη βλέπεις τελικα απόκτησε και προτιμησεις τελευταία στιγμή>>, είπε ρουφωντας με δύναμη το τσιγαρο. Η κοπέλα ανησυχα άρχισε να ετοιμαζεται.
<<Λοιπόν γλυκιά μου Έβει είναι ένας νέος πελατης πολύ ομορφος για να μην σε ριξω στα βαθειά θα τον παρεις εσύ>>
<<Τι?>>, εντρομη είδε το σχεδιο της να καταρεει.
<<Μα εγώ νομιζα…
<<Αλλάξαν τα σχεδια βλέπεις έλα είσαι έτοιμη κι ολας να μην περιμενει το παιδι>>, την επιασε με δύναμη από το μπράτσο χωρίς να περιμενει καμιά αντιρηση της και την τράβηξε στο διάδρομο.
<<Θέλω να γινουν όλα όμορφα>>, είπε νευρικα.
<<Μα εγώ>>, είπε και προσπαθησε να ξεφύγει από τη λαβή της και ένα βάζο επαισε καταλαθος από το διπλανο τους τραπεζάκι.
Ο Ντάντε ανακαθησε ακούγοντας τους παραξενους ηχους. Η πόρτα άνοιξε απότομα και έκλεισε αφήνοντας αυτόν που μπήκε μέσα κρυμμενο στο σκοτάδι.
Η κοπέλα ανατριχιασε αλλά δεν τολμησε να βγει από τη σκιά ωσπου πήρε μερικες ανασες και υπολογισε τις επιλογες της. ʽΔεν είναι το τέλος του κόσμου το σχεδιο Β υπάρχει πάνταʼ, σκέφτηκε παριγορητικα. Η μελωδια ενός παραξενου έγχορδου την οδηγησε προς τον Ντάντε λικνιζοντας τη λεκάνη και τους γοφους της με ένα απαλό αισθησιακο τρόπο.
Ο Ντάντε αρχησε να την παρατησει καθώς βρισκόταν μισοκρυμενη πίσω από το διαφανες κρεμασμενο ύφασμα. Ένιωθε το ερεθισμα από την όμορφη γυμνη κοιλιά της τα μισοκρυμμενα καλλίγραμμα πόδια της. Τα μακριά κυματιστα μαλλιά της χαιδευαν την λεπτή της μέση καθώς έκανε στροφες συνοδευοντας την μουσική. Προχωρούσε όλο και πιο κοντά ωσπου ανέβηκε στο κοντό τραπεζάκι.
Ηλπιζε βεβαια το κόκκινο πρόσωπο της να μην φαινοταν κάτω από το κόκκινο φως που υπήρχε γύρω τους. Ο Ντάντε δεν το έβλεπε. ʽ πολύ όμορφηʼ, σκέφτηκε νιωθωντας την διψα να την αρπαξη. Η μουσική σταμάτησε και αυτή κατεβηκε από το τραπεζάκι οπισθοχωροντας ενώ αυτός ταυτοχρονα είχε σηκωθει.
Χαθηκε και πάλι με ελαφρια βήματα πίσω από τα αιωρουμενα υφασματα. Είχε φτάσει σε ένα τραπέζι με διαφορά ποτά γέμισε δυο ποτηρια και έριξε κάποια σκόνη στο ένα, το ταρακουνησε και επεστρεψε στο δωμάτιο.
<<Ποτό για να χαλαρωσουμε>>, είπε όσο πιο γλυκα και αισθησιακα μπορούσε.
Το έφερε στα χείλη του και την είδε να χαμογελαει και να κοιταζει επιμονα τα χείλη του που ήταν έτοιμη να παρουν τη πρωτη γουλια. <<Είμαι αρκετά χαλαρος>>, είπε και άφησε το ποτήρι στο τραπέζι.
Ένας τρόμος πέρασε από τα μάτια της κάτι που δεν έμεινε απαρατηρητο από τον Ντάντε. Την πλησίασε αλλά αυτή απομακρύνθηκε απαλα, χαμογελώντας. Χαθηκε και πάλι. Την ακολούθησε αλλά δεν βρήκε τίποτα εκτός από το τραπέζι με τα ποτά. Το πλησίασε αργά. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε πίσω του κάποια κίνηση. Κάτι τρεμοπαιξε σε κάποια επιφάνεια κάποιου μπουκαλιου αλλά αυτό ήταν αρκετο για να γυρίσει και να αποφύγει το χτύπημα πιάνοντας με δύναμη τα δυο της χέρια που ήταν στον αέρα. Βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο.
<<Τι παιχνιδι παιζεις?>>, τη ρώτησε χαμογελώντας
<<Που να δεις και αυτό>>, του είπε και αυτή χαμογελνωντας και τον βαρεσε με το γόνατο στα αρχιδια.
Έπεσε κάτω με ένα δυνατό τρανταγμο.
<<Άγρια αυτή>>, είπε γελώντας η Ιδιοκτητρια καθώς περνούσε έξω από το δωμάτιο αφήνοντας πίσω της τον καπνο από το μισοτελειωμενο της τσιγαρο.
Τον εσπρωξε με το πόδι και ανέβηκε πάνω του. Πέρασε ένα χοντρο και χερο σχοινη ανάμεσα στους καρπους του καθώς ο Ντάντε δεν μπορούσε να συνελθει από το γέρο χτύπημα.
Του εδεσε και τα πόδια και τον άφησε έτσι με το πρόσωπο γυρισμενο στο πάτωμα. Απομακρύνθηκε από τον Ντάντε. Αυτός προσπαθούσε να λυθει αλλά δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε να τη βρει και γύρισε το κεφάλι του. Είδε την μισοκρυμενη μορφή της. Την είδε να γδυνεται, η ηλιοκαμενη πλάτη της ήταν ολογυμνη και προσπαθούσε να φορεσει μια κοντή φούστα αφήνοντας το στήθος της σχεδον ορατο. Ένιωσε τη ζέστη να τον περιτριγυριζει και να ερεθιζεται από αυτή την σκηνη που εβελεπε. Μονό όταν την είδε να τον πλησιάζει θυμηθηκε πως ήταν δεμενος στο πάτωμα και προσπαθησε να λυθει.
<<Άφησε με να φύγω>>, είπε με δύναμη.
<<Συγγνώμη δεν μπορώ έχω πιο σημαντικά πράγματα να κάνω>>, είπε αδιαφορα.
<<Δεν καταλαβαινεις. Πρέπει να παρω πίσω κάτι που μου ανοικει>>, συνεχισε.
Τον πλησίασε με φόρα και εσκυψε το πρόσωπο της δίπλα στο δικό του κοιτώντας τον στα μάτια. <<Είναι τόσο σημαντικό? Είναι κάτι με το οποίο είσαι δεμενος εξαιματος και χαραμησες τα πάντα μονό και μονό για να το πάρεις πίσω?>>, ρώτησε κοκκινίζοντας από την οργή.
<<Ε… είναι κάτι που με συνδεει με το παρελθόν μου>>, είπε χάνοντας τα λόγια του.
<<Καλά! Πολύ με ενοιαξε>>, είπε γελώντας. Έβαλε το σπαθί της στη θήκη περασμενη στη ζωνη της και απομακρύνθηκε.
<<Μπορώ να σε βοηθησω>>, είπε φωναχτα.
<<Αχ! Ναι!>>, αναφωνησε. Τον πλησίασε και ξανά εσκυψε από πάνω του έβαλε κομμάτια υφασματος στο στόμα του που τον εμποδιζε να φωναξει.
<<Έτσι. Θα σε ανεβαζα στο κρεβάτι αλλά βαριεμαι>>, είπε χαιδευοντας το κεφάλι του και αυτός τραβηχτηκε οργισμενος.
Βγήκε από το δωμάτιο αντικριζοντας ένα άδειο διάδρομο. Έκλεισε τη πόρτα και προχώρησε στην κυρια κατεύθυνση της. Η μεγάλη πόρτα ήταν κλειστη. Λίγα βήματα είχαν μείνει...
Θα ηθελα να ακουσω τη γνωμη σας! και αν γραψω τιποτα και δεν σας πειραζει να το ανεβασω πειτε το, αλλιως θα σταματησω αν ειναι...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.