Διδακτικές Ιστορίες

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
Πούπουλα στον άνεμο

Μια γυναίκα κουτσομπόλευε με τις φίλες της έναν άνδρα γείτονα τους, που μετά βίας γνώριζαν. Την ίδια νύχτα η γυναίκα, είδε ένα όνειρο: Ένα θεόρατο χέρι εμφανίστηκε επάνω από το κεφάλι της, δείχνοντάς την επικριτικά.
Αμέσως καταλήφθηκε από ένα αδυσώπητο αίσθημα ενοχής.

Την επόμενη μέρα πήγε να εξομολογηθεί. Βρήκε έναν ηλικιωμένο πνευματικό της ενορίας της και του εξιστόρησε τα καθέκαστα: «Είναι αμαρτία το κουτσομπολιό;» τον ρώτησε. «Ήταν το επικριτικό χέρι του Θεού, αυτό που με σημάδευε; Πρέπει να ζητήσω συχώρεση πάτερ; Έκανα κάτι κακό;»
«Ναι,» απάντησε ο ιερωμένος. «Ναι, ανόητη και άξεστη γυναίκα! Διέδωσες ψεύδη για το γείτονά σου. Έπαιξες άσκοπα με την υπόληψή του και θα ʽπρεπε βαθιά να μετανοείς».

Η γυναίκα δήλωσε μετανιωμένη και ζήτησε συχώρεση.

«Όχι τόσο γρήγορα,» απάντησε ο παπάς. «Θέλω να γυρίσεις σπίτι σου, να πάρεις ένα μαξιλάρι και να ανέβεις στη στέγη του σπιτιού σου∙ εκεί, θέλω να ξεκοιλιάσεις το μαξιλάρι με ένα μαχαίρι κι έπειτα να γυρίσεις πάλι εδώ».
Η γυναίκα γύρισε σπίτι της, πήρε ένα μαξιλάρι από το κρεβάτι της κι ένα μαχαίρι από την κουζίνα, ανέβηκε στη στέγη του σπιτιού της και το μαχαίρωσε.
Έπειτα γύρισε στον ιερωμένο.

-Έσχισες το μαξιλάρι όπως σου ζήτησα; τη ρώτησε εκείνος.
-Ναι, πάτερ.
-Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα;
-Πούπουλα, απάντησε εκείνη, πούπουλα παντού! Η γειτονιά μας, γέμισε με πούπουλα!
-Τώρα θέλω να γυρίσεις πίσω και να τα μαζέψεις όλα, ένα-ένα.
-Μα αυτό δε μπορεί να γίνει. Δε ξέρω που κατέληξαν. Ο άνεμος τα παρέσυρε μακριά και τα σκόρπισε παντού.

-Έτσι ακριβώς, είπε ο ιερωμένος, συμβαίνει και με το κουτσομπολιό.

(από την ταινία Doubt)
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Great Chaos

Περιβόητο μέλος

Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών, επαγγέλεται Συγγραφέας και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
Κάποτε Δάσκαλος και μαθητής έκαναν ένα μεγάλο ταξίδι.

Στο δρόμο συνάντησαν μια γυμνή γυναίκα να κλαίει στις όχθες ενός ποταμού.
3 μέρες και 3 νύχτες προσπαθούσε να περάσει απέναντι χωρίς επιτυχία.
Ο Δάσκαλος προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Την πήρε στους ώμους του, και με τη βοήθεια του μαθητή του, την περασαν απέναντι και συνέχισαν το δρόμο τους.
Έπειτα από πολλές ώρες και ενώ πλησίαζαν στον προορισμό τους, ο μαθητής ρώτησε:

-Μα Δάσκαλε, ήταν σωστό να μεταφέρεις μια γυμνή γυναίκα στους ώμους σου?
Και ο Δάσκαλος:
-Έγω την πέρασα απέναντι και την άφησα στις όχθες του ποταμού,
μα φαίνεται πως εσύ την κουβαλάς ακόμα...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι,που τους έπλασε ο Θεός να μην προλαβαίνουν το ξημέρωμα.Η μέρα τους αρχίζει το δείλι και σβήνει την νύχτα.
Ειναι όλοι εκείνοι που τα όνειρα τους δεν υλοποιούνται ποτέ. Χαϊδεύουν μόνο τις ελπίδες τους και μονολογούν αποφασιστικά: Αυριο!


Τους αναγνωρίζεις πολύ εύκολα: Είναι ο κύριος με το καρτερικό ύφος που στέκεται στην ουρά, ενώ πάντα θα βρεθεί κάποιος να χωθεί για να του πάρει την θέση.
Είναι εκείνη η κοπέλα που δεν τρέχει να προλάβει το λεωφορείο, αλλά προτιμά να περιμένει το επόμενο. Είναι όλοι αυτοί που δεν έχουν την τόλμη να κατακτήσουν τους στόχους τους...

Ετσι ήταν και η κοπέλα της ιστορίας μας. Μοναχική,και απίστευτα ρομαντική, ένιωσε το πρώτο ερωτικό σκίρτημα πολυ νωρίς:
Στην πρώτη δημοτικού!

Ερωτεύθηκε λοιπόν ένα πιτσιρικά συμμαθητή της.
Ηταν ένα ροδοκόκκινο παχουλό αγοράκι, με πράσινα μάτια και καστανόξανθα μαλλιά. Τίποτα το εξαιρετικό, όμως στα δικά της μάτια φάνταζε ως άγγελος. Και έτσι τον αποκαλούσε κρυφά από μέσα της: Ο Άγγελος μου!
Όμως, μόνο από μέσα της. Διότι θα προτιμούσε να αντιμετωπίσει όλους τους δαίμονες τις κολάσεως, παρά να αποκαλύψει σ αυτόν ότι τον αγαπούσε.

Θα σου περάσει,της έλεγε η φίλη της που δεν άντεχε άλλο να ακούει τα ποιήματα για τον κρυφό ερωτά της.
Αλλά δεν της πέρασε.
Ο καιρός περνούσε και το αντικείμενο του πόθου της, της έγινε έμμονη ιδέα.
Πάντα αθόρυβα,άρχισε να τον παρακολουθεί. Ηξερε όλες τις κινήσεις του.
Το περίεργο ήταν,ότι εκείνος δεν κατάλαβε ποτέ τίποτα. Μα και να του το έλεγαν, δεν θα το πίστευε.
Διότι εκείνη,στην προσπάθεια της να μην αποκαλυφθεί,του μιλούσε πάντα ψυχρά. Και ας έλιωνε από αγάπη όποτε τον κοιτούσε.

Τα χρόνια πέρασαν. Η κοπέλα τέλειωσε το λύκειο, και χρειάστηκε να μετακομίσει σε άλλη πόλη.
Μα η σκέψη της ήταν πάντα σε εκείνον. Γνώρισε άλλους ανθρώπους, σχετίστηκε κατά περιόδους με διάφορους άντρες. Τώρα το πάθος της για την πρώτη της αγάπη μεταβλήθηκε σε ένα τρυφερό συναίσθημα που δεν την πόναγε πια.

Παντρεύτηκε μάλιστα, και λίγο αργότερα γέννησε ένα αγοράκι.
Το βάφτισε Αγγελο...

Κάποτε, τριαντάρα πια, έμαθε ότι η παλιά της τάξη, θα συγκεντρώνονταν κάπου.
Ετσι για να θυμηθούμε τα παλιά έγραφε η πρόσκληση.

Εφτασε εκεί συγκινημένη. Ηταν όλοι μαζεμένοι.Και εκείνος επίσης. Μιλησανε για όλα και για τίποτα, όπως γίνεται συνήθως σ αυτές τις συγκεντρώσεις
Εκείνος ήταν παντρεμένος, είχε μάλιστα και 3 παιδάκια.
Ολα ήταν μια χαρά.
Μέχρι που εκείνος, της ειπε χαμογελώντας: "δεν θα το πιστέψεις,αλλά όταν ήμουν πιτσιρικάς, ήμουν άγρια τσιμπημένος μαζί σου. Αλλα πως να σου το έλεγα, ήσουνα πάντα τόσο ψυχρή μαζί μου!"
Yπαρχουν κάποιοι άνθρωποι που ποτέ δεν προλαβαίνουν το ξημέρωμα...
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Ο ΝΟΥΣ

Κάποτε, ένας άνθρωπος ταξίδευε και μπήκε τυχαία στον παράδεισο.
Σύμφωνα με την ινδική αντίληψη του παραδείσου, υπάρχουν δέντρα που εκπληρώνουν ευχές.
Εσύ το μόνο που κάνεις είναι να καθίσεις κάτω από ένα τέτοιο δέντρο και να επιθυμίσεις κάτι,
κι αυτό, αμέσως, γίνεται.

Ο άνθρωπος ήταν κουρασμένος και αποκοιμήθηκε κάτω από το δέντρο των ευχών.Όταν ξύπνησε
ένιωσε πολύ πεινασμένος και είπε:<<Πώς πεινάω!Αχ, και να έβρισκα λίγο φαγητό!>> Και αμέσως από
το πουθενά ,το φαγητό φάνηκε να πετάει στον αέρα.Πολύ νόστιμο φαγητό.

Πεινούσε τόσο πολύ,που δεν έδωσε σημασία από που ερχόταν το φαγητό.Οταν πεινάς,δεν το φιλοσοφείς.
Αρχισε αμέσως να τρώει και το φαι ήταν τόσο νόστιμο...Τώρα ένιωθε ικανοποιημένος.
Μια άλλη σκέψη γεννήθηκε μέσα του:<<Ας είχα κάτι να πιώ....>>Αμέσως εμφανίστηκε ένα θαυμάσιο κρασί.

Πίνοντας ήρεμα το κρασί,στη σκιά του δέντρου, άρχισε να αναρωτιέται:<<Μα τι γίνεται?Τι συμβαίνει?
Ονειρεύομαι ή μήπως υπάρχουν φαντάσματα γύρω μου, που μου παίζουν παιχνίδια?>>

Και τότε εμφανίστηκαν τα φαντάσματα.....Αρχισε να τρέμει και του γεννήθηκε η σκέψη:
<<Τώρα σίγουρα θα με σκοτώσουν.....>>

Και τον σκότωσαν!!!

Το δέντρο που πραγματοποιεί τις ευχές, είναι ο νους.
Οτι και να σκεφτείς αργά ή γρήγορα εκπληρώνεται.
Αν παρατηρήσεις βαθειά, θα ανακαλύψεις πως όλες οι σκέψεις σου, δημιουργούν εσένα και τη ζωή σου.
Αυτές δημιουργούν την κόλαση και τον παράδεισό σου.
Δημιουργούν τη δυστυχία και τη χαρά σου.
Δημιουργούν το θετικό και το αρνητικό.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
" ο ψαρας και η γοργονα "


Μια φορά κι έναν καιρό, ένας μικρός ψαράς είχε βγει για ψάρεμα με το καΐκι του. Κόντευε να ξημερώσει, μα η ψαριά του δεν ήταν καθόλου καλή.
- Πώς θα γυρίσω σπίτι, συλλογιζόταν, με άδεια δίχτυα;
Ξάφνου ο τόπος άστραψε και από τη θάλασσα ξεπρόβαλε μια γοργόνα. Πλησίασε το καΐκι του μικρού ψαρά και τον χαιρέτησε:
- Γεια σου παλικάρι, του είπε.
- Γεια σου και σένα γοργόνα, της απάντησε. Τι θέλεις από μένα;
- Σου φέρνω δύο σακούλια. Αν διαλέξεις το πρώτο, θα γυρίσεις σπίτι σου με την πιο καλή ψαριά που είχες ποτέ και όλοι θα τρίβουν τα μάτια τους για το κατόρθωμά σου.
- Κι αν διαλέξω το δεύτερο; ρώτησε το παλικάρι όλο περιέργεια.
- Αν διαλέξεις το δεύτερο, θα σου χαρίσω ένα φιλί.
Το παλικάρι απόμεινε σκεφτικό. Να γυρίσει πίσω με την πιο καλή ψαριά και όλοι να τον παινεύουν; Ή να δεχτεί το φιλί της γοργόνας; Ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που είχε αντικρίσει ποτέ του και τα μάτια της αστραποβολούσαν φως. Γρήγορα έβγαλε απόκριση:
- Διαλέγω το δεύτερο σακούλι, είπε αποφασισμένος.
- Ωραία λοιπόν, έκανε η γοργόνα και αμέσως πέταξε το πρώτο σακούλι στη θάλασσα. Μονομιάς σκόρπισαν εκατοντάδες αστραφτερά μαργαριτάρια που είχε μαζέψει από τα βάθη του ωκεανού.
- Μα τι κάνεις εκεί! Φώναξε το παλικάρι. Είναι κρίμα. Τόσα σπάνια μαργαριτάρια…
- Δεν είναι καθόλου κρίμα, απάντησε ψύχραιμη η γοργόνα. Μην παραπονιέσαι παλικάρι. Είναι το σακούλι που αρνήθηκες, του είπε κι αμέσως ανασηκώθηκε από τη θάλασσα. Τότε το παλικάρι έσκυψε και δέχτηκε το πιο γλυκό φιλί του κόσμου. Έμεινε με κλειστά μάτια για να κρατήσει μέσα του όλη αυτή την ομορφιά, που ποτέ άνθρωπος δεν είχε ξαναγευτεί.
Όταν τα άνοιξε πάλι, η γοργόνα είχε χαθεί στα νερά κι είχε πάρει πάλι να σκοτεινιάζει. Στα χέρια του είχε απομείνει το δεύτερο σακούλι.
- Μα τι μπορεί να είναι πιο ακριβό από τόσα σπάνια μαργαριτάρια του βυθού; Συλλογίστηκε και έλυσε το κορδόνι. Στα χέρια του κρατούσε ένα σακούλι με μύθους, μύθους του βυθού.
Χαμογέλασε και τότε μόνο κατάλαβε πως ούτε όλα τα μαργαριτάρια του κόσμου δεν άξιζαν όσο ένα ζωντανό, αληθινό παραμύθι.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

peplos

Νεοφερμένος

Ο peplos αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 4 μηνύματα.
Η τελευταία ιστορία μου φάνηκε σαν επίλογος.:hmm:
Ελπίζω να μην είναι έτσι και να απολαύσουμε κι άλλες από τις υπέροχες ιστορίες σας που διηγούμαι στον γιο μου.;)
Μια οπτικοποιημένη διδακτική ιστορία από τον παραμυθά φίλο aggitis
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

Rempeskes

Επιφανές μέλος

Ο Rempeskes αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Επαγγέλεται Hair stylist. Έχει γράψει 8,045 μηνύματα.
Peplos, δεν του διαβάζεις κανένα παραμύθι του Άντερσεν καλύτερα; :confused::confused::confused:



___________________________________

Xαμογέλασε και τότε μόνο κατάλαβε πως ούτε όλα τα μαργαριτάρια του κόσμου δεν άξιζαν όσο ένα ζωντανό, αληθινό παραμύθι.



Ανταλάσσεται Ζωντανό, Αληθινό Παραμύθι
με όλα τα μαργαριτάρια του κόσμου. Πληροφορίες εντός
:P:P:P:P
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα…

Από τον Παραμυθά, Νίκο Πιλάβιο


Όταν ο Θεός δημιουργούσε τη γυναίκα, δούλευε ως αργά το βράδυ της έκτης μέρας της Δημιουργίας.
Κάποια στιγμή, πέρασε ένας άγγελος και ρώτησε: «Γιατί ξοδεύεις τόσο χρόνο σʼ αυτό το δημιούργημά σου; »
Και ο Θεός, απάντησε : «Έχεις δει όλες τις προδιαγραφές που πρέπει να καλύψω σʼ αυτή τη μορφή; Θα πρέπει να είναι φτιαγμένη από εύπλαστο υλικό και να έχει πάνω από 200 κινούμενα μέρη, να θρέφεται με όλα τα είδη τροφίμων, να μπορεί να αγκαλιάζει κάμποσα παιδιά ταυτόχρονα και την ίδια στιγμή να δίνει ένα χάδι που να μπορεί να θεραπεύσει οτιδήποτε: από ένα τραυματισμένο γόνατο μέχρι μια ραγισμένη καρδιά. Και θα πρέπει να μπορεί να τα κάνει όλα αυτά με δύο χέρια μόνο».
Ο άγγελος εντυπωσιάστηκε: «Μόνο με δύο χέρια; Αδύνατον! Πολύ δουλειά για μια μέρα… Περίμενε Κύριε μέχρι αύριο, και τότε τέλειωσε την».
«Α, όχι», είπε ο Θεός. Είμαι τόσο κοντά στο να ολοκληρώσω αυτό το δημιούργημα, που το ʽχω μέσα στην καρδιά μου, ώστε δεν μπορώ να σταματήσω. Θα το ονομάσω, “γυναίκα”. Θα γιατρεύει τον εαυτό της όταν αρρωσταίνει, και θα μπορεί να εργάζεται 18 ώρες την ημέρα».
Ο άγγελος πλησίασε κοντύτερα και άγγιξε την γυναίκα. «Μα την έχεις κάνει πολύ τρυφερή, Κύριε».
«Είναι τρυφερή», είπε ο Θεός, «αλλά την έχω κάνει και πολύ ανθεκτική. Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να αντέξει και να ξεπεράσει»;
«Μπορεί να σκέφτεται;» ρώτησε ο άγγελος.
Ο Θεός απάντησε : «Όχι μόνο μπορεί να σκέφτεται, αλλά μπορεί να σκέφτεται πρακτικά και λογικά, να διαχειρίζεται πολλά διαφορετικά πράγματα».
Ο άγγελος άγγιξε το μάγουλο της γυναίκας. «Κύριε, μοιάζει σαν αυτό το δημιούργημά σου να στάζει κάτι»!
«Δεν στάζει… είναι ένα δάκρυ», διόρθωσε ο Θεός τον άγγελο.
«Και σε τί χρειάζεται », ρώτησε ο άγγελος .
Και ο Θεός είπε : «Τα δάκρυα είναι ο τρόπος της να εκφράζει την λύπη, τις αμφιβολίες της, την αγάπη της, την μοναξιά της, τα βάσανά της και την αξιοπρέπειά της».
Αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στον άγγελο : «Κύριε είσαι μεγαλοφυΐα! Σκέφτηκες τα πάντα! Η γυναίκα είναι πράγματι έξοχη»!
«Ναι, πράγματι είναι», είπε ο Θεός. «Η γυναίκα έχει δυνάμεις πού εντυπωσιάζουν τον άνδρα. Μπορεί να αντιμετωπίζει προβλήματα και να αντέχει βαριά φορτία. Αντέχει χαρά, αγάπη και γνώμες. Χαμογελάει όταν νοιώθει την ανάγκη να ουρλιάξει. Τραγουδάει όταν νοιώθει την ανάγκη να κλάψει. Κλαίει όταν είναι χαρούμενη και γελάει όταν φοβάται. Μάχεται γιʼ αυτό που πιστεύει. Αντιστέκεται στην αδικία. Δεν δέχεται το «όχι» σαν απάντηση, όταν μπορεί να δει καλύτερη λύση. Δίνει όλο της τον εαυτό ώστε η οικογένειά της να θριαμβεύσει. Παίρνει μια φίλη της ή ένα φίλο της μαζί στο γιατρό όταν φοβάται. Η αγάπη της είναι άνευ όρων. Κλαίει όταν τα παιδιά της πετυχαίνουν. Είναι χαρούμενη όταν οι φίλοι της τα καταφέρνουν. Χαίρεται όταν μαθαίνει για μια γέννα. Η καρδιά της ραγίζει όταν ένας συγγενής ή ένας φίλος πεθαίνει, αλλά βρίσκει την δύναμη να συνεχίζει στη ζωή. Ξέρει ότι ένα φιλί και ένα χάδι, μπορούν να θεραπεύσουν μια ραγισμένη καρδιά.
Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα μʼ αυτήν: Ξεχνάει τι αξίζει.


Να τα θυμάστε όλα αυτά κορίτσια γιατί όταν τα ξεχνάτε κακιώνετε, στεγνώνετε και τότε, εσείς πρώτες είστε δυστυχισμένες.
Κι εσείς αγόρια όταν τις βλέπετε να τα ξεχνάνε να τους τα θυμίζετε, γιατί πρώτοι εσείς θα είστε ευτυχισμένοι.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Isiliel

Επιφανές μέλος

Η Φεγγάρω αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Είναι 52 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 13,854 μηνύματα.
Από "Το πηγάδι του κρίνου" του Λουδοβίκου των Ανωγείων

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό. Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την πρώτη του αγάπη, κοντούλα κ στρουμπουλή. Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις αναμνήσεις του. Η ελιά κάθε μέρα και πιο όμορφη.
Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά κι άρχισε να την ραβδίζει. Πάνε οι ελιές, πάνε τα φύλλα, πάει η ομορφιά. Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε:
-Μ αγαπούσε και με χάλασε; Πως εννοεί ο άνθρωπος την αγάπη; Έλεγε και ξανάλεγε. Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει:
-Άκουσε να σου πω! Ο άνθρωπος δεν ξέρει την αγάπη. Μην τον παρεξηγείς. Κοίταξε εμένα που μια ζωή με μαδάει για να μάθει.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Βρέθηκα σε ένα κατάστημα, στο διάδρομο με τα παιχνίδια.
Με την άκρη του ματιού μου, παρατήρησα ένα αγοράκι γύρω στα πέντε, το οποίο κρατούσε μια κούκλα.
Δε σταματούσε να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να τη σφίγγει προσεκτικά πάνω του.
Αναρωτήθηκα για ποιον προοριζόταν αυτή η κούκλα.

Το αγοράκι γύρισε κάποια στιγμή προς την κυρία που βρισκόταν πλάι του:
«Θεία μου, είσαι σίγουρη ότι δε μου φτάνουν τα λεφτά;»

Η γυναίκα του απάντησε χάνοντας κάπως την υπομονή της:
«Είπαμε ότι δεν έχεις αρκετά λεφτά για να την αγοράσεις.»

Έπειτα, η θεία του του ζήτησε να μείνει εκεί και να τον περιμένει για λίγο, κι εκείνη έφυγε βιαστικά. Το αγοράκι κρατούσε ακόμη στα χέρια του την κούκλα.
Τελικά, κατευθύνθηκα προς το παιδί και το ρώτησα σε ποιον ήθελε να δώσει την κούκλα.
«Αυτή την κούκλα την ήθελε η αδερφή μου περισσότερο από καθετί για τα Χριστούγεννα. Ήταν σίγουρη ότι θα της την έφερνε ο Άι-Βασίλης..»
Του είπα τότε ότι μπορεί και να της την έφερνε, κι εκείνο μου είπε θλιμμένο:
«Όχι, ο Άι-Βασίλης δεν μπορεί να πάει εκεί που είναι τώρα η αδερφή μου…
Πρέπει να δώσω την κούκλα στη μαμά μου να της την πάει.»

Τα μάτια του ήταν πολύ θλιμμένα ενώ έλεγε αυτά τα λόγια.
«Πήγε να συναντήσει τον Χριστούλη. Ο μπαμπάς λέει ότι και η μαμά θα πάει να συναντήσει το Χριστούλη σε λιγάκι. Έτσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να πάρει την κούκλα μαζί της και να την πάει στην αδερφούλα μου.»
Η καρδιά μου πήγε να σταματήσει.

Το αγοράκι σήκωσε το βλέμμα προς εμένα και μου είπε:
«Είπα στον μπαμπά να πει στη μαμά να μη φύγει αμέσως. Ζήτησα να περιμένει μέχρι να γυρίσω από το μαγαζί.»
Μετά, μου έδειξε μία φωτογραφία που απεικόνιζε το ίδιο το αγοράκι μέσα στο κατάστημα να κρατάει την κούκλα, και μου είπε:
«Θέλω η μαμά να πάρει κι αυτή τη φωτογραφία μαζί της, για να μη με ξεχάσει. Την αγαπάω τη μαμά και δε θέλω να μʼαφήσει, αλλά ο μπαμπάς λέει ότι πρέπει να πάει μαζί με την αδερφούλα μου.»

Ύστερα, χαμήλωσε το κεφάλι του κι έμεινε σιωπηλό.
Έψαξα στην τσάντα μου κι έβγαλα από μέσα ένα μάτσο χαρτονομίσματα και ρώτησα το αγοράκι:
«Τι λες να μετρήσουμε τα λεφτά σου μια τελευταία φορά για να σιγουρευτούμε;»

Εκείνο απάντησε:
«Εντάξει, όμως πρέπει να βγουν αρκετά.»

Έριξα κρυφά κάποια χρήματα μαζί με τα δικά του και αρχίσαμε το μέτρημα. Έφταναν με το παραπάνω για την κούκλα.. Περίσσευαν κιόλας αρκετά.
Το αγοράκι ψιθύρισε:
«Ευχαριστώ Χριστούλη που μου έδωσες αρκετά λεφτά.»

Έπειτα με κοίταξε και είπε:
«Είχα ζητήσει από το Χριστούλη να κάνει να έχω αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω την κούκλα και η μαμά μου να μπορεί να την πάει στην αδερφούλα μου.
Εκείνος άκουσε την προσευχή μου.

Ήθελα να έχω αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω και ένα λευκό τριαντάφυλλο για τη μαμά, όμως δεν τόλμησα να του το ζητήσω.
Εκείνος μου έδωσε αρκετά λεφτά για νʼαγοράσω την κούκλα και το λευκό τριαντάφυλλο.
Ξέρετε, αρέσουν πολύ τα λευκά τριαντάφυλλα στη μαμά…»
Λίγα λεπτά αργότερα, η θεία του ξαναγύρισε, κι εγώ απομακρύνθηκα σπρώχνοντας το καροτσάκι μου.

Τέλειωνα τα ψώνια μου με ένα συναίσθημα εντελώς διαφορετικό από ότι όταν τα άρχιζα.
Δεν μπορούσα να βγάλω απʼτο μυαλό μου το αγοράκι.
Μετά θυμήθηκα ένα άρθρο στην εφημερίδα, λίγες μέρες πριν, που μιλούσε για έναν οδηγό σε κατάσταση μέθης που είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε μια νεαρή γυναίκα με την κόρη της.
Το κοριτσάκι είχε πεθάνει ακαριαία και η μητέρα ήταν σοβαρά τραυματισμένη. Η οικογένεια έπρεπε να αποφασίσει εάν θα της διέκοπταν την αναπνευστική στήριξη….

Να ήταν άραγε η οικογένεια του μικρού αγοριού;
Δυο μέρες μετά, διάβασα στην εφημερίδα ότι η νεαρή γυναίκα ήταν νεκρή.
Δεν μπόρεσα να μην πάω νʼαγοράσω ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα και να βρεθώ στην αίθουσα όπου εκθέταν τη σωρό της.
Ήταν εκεί και κρατούσε ένα όμορφο λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι της, μαζί με μία κούκλα και τη φωτογραφία του μικρού αγοριού από στο κατάστημα.

Έφυγα από την αίθουσα κλαίγοντας και με την αίσθηση ότι η ζωή μου θα άλλαζε για πάντα.
Η αγάπη που είχε αυτό το αγοράκι για τη μαμά του και την αδερφή του ήταν τόσο μεγάλη, και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας μεθυσμένος οδηγός του τα πήρε όλα μακριά…
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Δύο μοναχοί έπλεναν τις κούπες τους στο ποτάμι, όταν είδαν έναν σκορπιό να πνίγεται. Ο ένας μοναχός, αμέσως τον άρπαξε και τον άφησε δίπλα στην όχθη. Κατά την διάρκεια, ο σκορπιός τον τσίμπησε.
Καθώς συνέχισε να πλένει την κούπα του, ο σκορπιός και πάλι έπεσε στο νερό. Ο μοναχός και πάλι τον έσωσε, ενώ ο σκορπιός και πάλι τον τσίμπησε.
Ο άλλος μοναχός τον ρώτησε «αδελφέ μου, γιατί συνεχίζεις να τον σώζεις, αφού το γνωρίζεις ότι είναι στην φύση του σκορπιού να τσιμπάει;»
«Διότι είναι στην δική μου φύση να σώζω» απάντησε ο μοναχός.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Ο τυφλός και ο κυνηγός

...για οσους βλεπουν με τα αυτιά και ακουν με την καρδια τους...

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Ο άνθρωπος, το άλογο και το σκυλί
Ένας άνθρωπος, το άλογό του και το σκυλί του περπατούσαν σ ένα δρόμο. Καθώς περνούσαν δίπλα από ένα τεράστιο δέντρο, έπεσε ένας κεραυνός και όλοι έμειναν στον τόπο. Αλλά ο άνθρωπος δεν αντιλήφθηκε ότι είχε πια αφήσει τον κόσμο τούτο και συνέχισε να περπατάει με τα ζώα του. Μερικές φορές οι πεθαμένοι θέλουν χρόνο για να συνειδητοποιήσουν τη νέα τους κατάσταση...
Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς, ανηφορικός, ο ήλιος έκαιγε και αυτοί είχαν ιδρώσει και διψούσαν πολύ.
Σε μια στροφή διέκριναν μια μεγαλόπρεπη πύλη, καμωμένη ολόκληρη από μάρμαρο, που οδηγούσε σε μία πλατεία στρωμένη με χρυσάφι, που στο κέντρο της είχε μία πηγή από όπου ανάβλυζε κρυστάλλινο νερό.
Ο οδοιπόρος προχώρησε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο:
"Καλημέρα"
"Καλημέρα", απάντησε ο φύλακας
"Ποιος είναι αυτός ο τόσο όμορφος τόπος;"
"Είναι ο παράδεισος"
"Ωραία που φτάσαμε στον παράδεισο, διψάμε πολύ"
"Μπορείτε να μπείτε,κύριε, και να πιείτε όσο θέλετε" και ο φύλακας έδειξε την πηγή
"Το άλογο και το σκυλί μου διψάνε κι αυτά"
"Λυπάμαι πολύ" είπε ο φύλακας "Εδώ δεν επιτρέπονται ζώα"
Ο άνθρωπος στενοχωρήθηκε επειδή διψούσε πολύ, αλλά δεν ήθελε να πιει νερό μόνο αυτός. Ευχαρίστησε το φύλακα και συνέχισε το δρόμο του.
Αφού περπάτησαν πολλή ώρα στην ανηφόρα, εξαντλημένοι πια, έφτασαν σ ένα μέρος που είχε για είσοδο μια παλιά ξύλινη πύλη που οδηγούσε σ ένα χωματόδρομο πλαισιωμένο από δέντρα.
Στη σκιά ενός από τα δέντρα καθόταν ένας άνθρωπος μ ένα καπέλο στο κεφάλι, ίσως και να κοιμόταν.
"Καλημέρα" είπε ο οδοιπόρος.
Ο άνθρωπος έγνεψε με το κεφάλι
"Διψάμε πολύ, εγώ το άλογό μου και το σκυλί μου"
"Έχει μια πηγή σ' εκείνες τις πέτρες" είπε ο άνθρωπος δείχνοντας το σημείο "Πιείτε όσο θέλετε"
Ο άνθρωπος, το άλογο και το σκυλί πήγαν ως την πηγή και έσβησαν τη δίψα τους. Ο οδοιπόρος γύρισε για να τον ευχαριστήσει.
"Ελάτε πάλι όποτε θέλετε" απάντησε ο άνθρωπος
"Αλήθεια, πως λέγεται αυτό το μέρος;"
"Παράδεισος"
"Παράδεισος;;" Μα ο φύλακας της μαρμαρένιας πύλης είπε ότι ο παράδεισος ήταν εκεί!"
"Εκεί δεν είναι ο παράδεισος, είναι η κόλαση"
Ο οδοιπόρος τα χασε "Πρέπει να τους απαγορεύετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας! Αυτό σίγουρα θα προξενεί μεγάλα μπερδέματα!"
"Καθόλου, αντίθετα μας κάνουν μεγάλη χάρη. Επειδή εκεί μένουν όλοι αυτοί που είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερούς τους φίλους..."
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.

Mια φορά κι έναν καιρό ένας πάμπτωχος νεαρός αγρότης απεφάσισε να κάνει ένα δώρο στους υπέργηρους γονείς του: να τους πάει να λουστούν για πρώτη και στερνή φορά, στα ιερά νερά του Γάγγη.

Παίρνει ένα χοντρό κλαρί, δένει στα άκρα του δύο ψάθινα καλάθια, βάζει τη μητέρα του στο ένα καλάθι, τον πατέρα του στο άλλο, φορτώνεται το ζυγό στον τράχηλο και ξεκινά για το προσκύνημα.



Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, φτάνει σε μια εύφορη κοιλάδα.


Eκεί είχε βγει για κυνήγι τίγρη, μαζί με τους αυλικούς του, ο μαχαραγιάς της περιοχής, ο οποίος, βλέποντας κάτι να σαλεύει ανάμεσα στα φυλλώματα, σημαδεύει με το τόξο του και σκοτώνει το νεαρό αγρότη.


Πλησιάζει αντικρίζει τον νεκρό και την παράξενη πατέντα του.


Mέσα από τα καλάθια ακούει αδύναμα κλαψουρίσματα. Eίναι τα σαστισμένα γεροντάκια που σηκώνουν τα κεφαλάκια τους σαν τις κόμπρες και του αφηγούνται όλη την ιστορία.



O μαχαραγιάς δε διστάζει. Aφήνει το τόξο και τη φαρέτρα, φορτώνεται στους ώμους του το ζυγό με τα καλάθια και συνεχίζει το μακρύ οδοιπορικό του νεκρού παλικαριού, αγνοώντας τους συμβούλους του, που του υπενθυμίζουν ότι μπορεί να εξασφαλίσει στους γέροντες ένα πολυτελές και άνετο ταξίδι μέχρι το Γάγγη.



O ινδός βασιλιάς δε ζήτησε προφορικά συγνώμη, δεν πρόσφερε χρηματική αποζημίωση, αλλά σήκωσε ο ίδιος το φορτίο που του αναλογούσε, όχι μόνο για την προσωπική του εξιλέωση, αλλά για να διδάξει τους υπηκόους του τι σημαίνει συντριβή και μετάνοια, τι σημαίνει δίκαιο και άδικο...

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Ο Ήλιος & η Σελήνη

Όταν ο Ήλιος και η Σελήνη συναντήθηκαν για πρώτη φορά, ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά και ξεκίνησε μια μεγάλη αγάπη.
Ο κόσμος ακόμα δεν είχε δημιουργηθεί και την ημέρα που ο Θεός αποφάσισε να τον φτιάξει, τους έδωσε το φως τους.
Αποφασίστηκε ότι ο Ήλιος θα φώτιζε τη μέρα και η Σελήνη τη νύχτα. Και έτσι θα ζούσαν χώρια.


Με αυτή την απόφαση, πλημμύρισαν από στενοχώρια, γιατί κατάλαβαν πως θα ζούσαν χωριστά.
Η Σελήνη παρ' όλη τη λάμψη της άρχισε να απομονώνεται και ο Ήλιος από την πλευρά του, παρ' όλο που είχε κερδίσει τον τίτλο του "Βασιλιά των Αστέρων", δεν ήταν ευτυχισμένος.


Ο Θεός που έβλεπε τη θλίψη που είχαν, τους φώναξε και τους εξήγησε πως ο καθένας τους είχε μια ξεχωριστή λάμψη και δεν έπρεπε να είναι θλιμμένοι.
"- Εσύ Σελήνη θα φωτίζεις τα βράδυα και θα μαγεύεις τους ερωτευμένους. Εσύ Ήλιε θα δίνεις λάμψη στη Γη την ημέρα και ζέστη στους ανθρώπους και η παρουσία σου θα τους κάνει όλους πιο ευτυχισμένους."
Η Σελήνη λυπήθηκε για την τύχη της και έκλαψε πικρά...
Και ο Ήλιος βλέποντάς την να υποφέρει αποφάσισε να της δώσει δύναμη και να την βοηθήσει να δεχτεί την απόφαση του Θεού.


Παρ' όλα αυτά, αποφάσισε να ζητήσει μια χάρη από το Θεό:
"-Θεέ μου, βοήθησε τη Σελήνη γιατί είναι πιο ευαίσθητη από μένα και δεν αντέχει τη μοναξιά." Και τότε ο Θεός της χάρισε τ' αστέρια.
Όταν η Σελήνη αισθάνεται μοναξιά, καταφεύγει στ' άστρα, που κάνουν τα πάντα για να την παρηγορήσουν, αλλά ποτέ δεν το πετυχαίνουν.


Σήμερα ζούν χωριστά. Ο Ήλιος προσποιείται ότι είναι ευτυχισμένος και η Σελήνη προσπαθεί να κρύψει τη στενοχώρια της.


Λένε ότι ο Θεός ήθελε η Σελήνη να είναι πάντα γεμάτη και φωτεινή, αλλά δεν τα κατάφερε...Γιατί είναι γυναίκα και καμμιά γυναίκα δεν μπορεί να ζει χωρίς αγάπη.
Όταν είναι ευτυχισμένη είναι γεμάτη και λάμπει. Όταν είναι δυστυχισμένη είναι μισή και ένα τέταρτο και τότε δεν είναι δυνατόν να φανεί η λάμψη της.
Η Σελήνη και ο Ήλιος ακολουθούν τη μοίρα τους. Αυτός, μόνος αλλά δυνατός. Η Σελήνη παρέα με τ' άστρα, αλλά, αδύναμη.


Πολλοί άντρες προσπάθησαν να την αποκτήσουν αλλά δεν μπόρεσαν. Μερικοί πήγαν να τη δουν από κοντά, αλλά και πάλι γύρισαν άπρακτοι. Ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να τη φέρει στη Γη ούτε και κανείς κατάφερε να την κάνει να ερωτευτεί.


Ο Θεός τότε αποφάσισε ότι κανένας έρωτας δεν θα είναι αδύνατος. Ούτε του Ήλιου και της Σελήνης. Τότε, δημιούργησε την έκλειψη.
Σήμερα ο Ήλιος και η Σελήνη, ζουν περιμένοντας αυτή τη στιγμή. Αυτή τη στιγμή που τους δόθηκε και που τόσο σπάνια συμβαίνει.
Όταν κοιτάζεις προς τον ουρανό από εδώ και μπρος και δεις τον Ήλιο να σκεπάζει τη Σελήνη, θα είναι γιατί ξαπλώνει πάνω της και κάνουν έρωτα.


Αυτό το έργο αγάπης ονομάστηκε "έκλειψη". Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι αυτη η λάμψη πάθους, είναι τόσο μεγάλη, που συνιστάται να μη βλέπουμε προς τον ουρανό εκείνη τη στιγμή, γιατί τα μάτια μας μπορεί να τυφλωθούν, αντικρύζοντας τόση αγάπη.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Αδελφική Αγάπη

Τρεις Αδελφοί συμφώνησαν να θερίσουν εξήντα στρέμματα χωράφι. Την πρώτη μέρα όμως που έπιασαν δουλειά έτυχε ν' αρρωστήσει ο ένας από τους τρεις και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στη σκήτη.

Οι άλλοι δύο που έμειναν είπαν μεταξύ τους:
-Δεν κάνουμε μια μικρή προσπάθεια να θερίσουμε κι εκείνο που αναλογεί στον Αδελφό; Με την ευχή του θα το κατορθώσουμε.
Το είπαν και το έκαναν. Όταν τέλειωσε το θέρισμα, κάλεσαν τον Αδελφό να πάρει το μισθό του.
-Ποιο μισθό; έλεγε εκείνος. Αφού δεν πρόλαβα να θερίσω
-Με την ευχή σου έγινε όπως πρέπει η δουλειά, του απαντούσαν οι δύο άλλοι. Έλα τώρα να πληρωθείς.
Επειδή εκείνος δεν δεχόταν να πάρει μισθό και οι άλλοι επέμεναν να του δώσουν, για να μη φιλονικούν πήγαν σ' ένα γείτονά τους Γέροντα να τους λύσει τη διαφορά.
-Αββά, άρχισε πρώτος ο Αδελφός που είχε αρρωστήσει, πήγαμε οι τρεις μας να θερίσουμε. Εγώ όμως, προτού πιάσω δρεπάνι στο χέρι, αρρώστησα και έφυγα. Οι Αδελφοί εδώ με αναγκάζουν τώρα να πάρω μισθό, που δεν εργάστηκα. Το βρίσκεις δίκαιο αυτό;
-Αββά, επενέβησαν οι άλλοι, οι τρεις μαζί αναλάβαμε εξήντα στρέμματα χωράφι. Αν θερίζαμε όλοι, είναι απίθανο να τελειώναμε στην ορισμένη προθεσμία. Όμως με την ευχή του Αδελφού οι δύο μας το βγάλαμε εις πέρας πολύ πιο γρήγορα. Δεν είναι λοιπόν δίκαιο να πάρει το μισθό του;



Ο Γέροντας θαύμασε την αγάπη των Αδελφών εκείνων. Πήρε ευθύς το ξύλο κι έκρουσε για να μαζευτούν όλοι οι Μοναχοί της σκήτης σε σύναξη.
-Ελάτε, Πατέρες και Αδελφοί, να κάνουμε σήμερα μια δίκη, τους είπε, όταν συγκεντρώθηκαν, και διηγήθηκε την υπόθεση.

Το αποτέλεσμα ήταν να αναγκάσουν τον Αδελφό να πάρει το μισθό του. Εκείνος τον πήρε κλαίγοντας κι έλεγε διαρκώς, πως την ημέρα εκείνη οι Αδελφοί τον είχαν αδικήσει.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

D_G

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο Δημήτρης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 1,938 μηνύματα.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΜΟΛΥΒΙΟΥ
(του Paolo Coelho, που δημοσιεύθηκε πριν χρόνια στο περιοδικό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ)



Το παιδί κοιτούσε τη γιαγιά του που έγραφε ένα γράμμα. Κάποια στιγμή τη ρώτησε:

- Γράφεις μια ιστορία που συνέβη σε εμάς; Και μήπως είναι μια ιστορία για μένα;
Η γιαγιά σταμάτησε να γράφει, χαμογέλασε και είπε στον εγγονό της:

- Όντως γράφω για σένα, Ωστόσο, αυτό που είναι πιο σημαντικό κι από τις λέξεις είναι το μολύβι που χρησιμοποιώ. Θα ήθελα, όταν μεγαλώσεις, να γίνεις σαν κι αυτό.

Το παιδί, περίεργο, κοιταξε το μολύβι και δεν είδε τίποτα το ιδιαίτερο.

- Αφού είναι το ίδιο με όλα τα μολύβια που έχω δει στη ζωή μου!
- Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο τον οποίο βλέπεις τα πράγματα. Το μολύβι έχει πέντε ιδιότητες, τις οποίες αν καταφέρεις να διατηρήσεις, θα είσαι πάντα ένας άνθρωπος που θα βρίσκεται σε αρμονία με τον κόσμο.

Πρώτη ιδιότητα: Μπορείς να κάνεις μεγάλα πράγματα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ ότι υπάρχει ένα Χέρι το οποίο καθοδηγεί τα βήματά σου. Αυτό το χέρι το λέμε "Θεό" και Εκείνος πρέπει να σε καθοδηγεί πάντα σύμφωνα με το θέλημά Του.

Δεύτερη ιδιότητα: Πότε-πότε πρέπει να σταματάω να γράφω και να χρησιμοποιώ την ξύστρα. Αυτό κάνει το μολύβι να υποφέρει λίγο, αλλά στο τέλος είναι πιο μυτερό. Έτσι, μάθε να υπομένεις ορισμένες δοκιμασίες γιατί θα σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.

Τρίτη ιδιότητα: Το μολύβι μας επιτρέπει πάντα να χρησιμοποιούμε γόμα για να σβύνουμε τα λάθη. Κατάλαβε ότι το να διορθώνουμε κάτι που κάναμε δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά σημαντικό για να παραμένουμε στο δρόμο του δικαίου.

Τέταρτη ιδιότητα: Αυτό που έχει στην ουσία σημασία στο μολύβι δεν είναι το ξύλο ή το εξωτερικό του σχήμα, αλλά ο γραφίτης που περιέχει. Έτσι, να φροντίζεις πάντα αυτό που συμβαίνει μέσα σου.

Τέλος, η πέμπτη ιδιότητα του μολυβιού: Αφήνει πάντα ένα σημάδι. Έτσι, λοιπόν, να ξέρεις ότι ό,τι κάνεις στη ζωή σου θα αφήσει ίχνη και να προσπαθείς να έχεις επίγνωση της κάθε σου πράξης.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Τελευταία επεξεργασία:

Lorien

Περιβόητο μέλος

Ο Lorien αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Έχει γράψει 5,880 μηνύματα.
Η 5η ιδιοτητα ακυρωνεται απο την 3η ιδιοτητα. Απροσεκτος αυτο ο Κοελο ρε παιδι μου...

Βαζω μια που ειναι με μουσικη μαζι :

 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Neraida

Επιφανές μέλος

Η Bitch... αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένη. Έχει γράψει 13,073 μηνύματα.
Κάποτε ένας Ινδιάνος Τσερόκι μίλησε στον εγγονό του για την μάχη που γίνεται στην καρδιά των ανθρώπων.

Του είπε:
"Παιδί μου μέσα μας πολεμούν δύο λύκοι.
Ο ένας λύκος είναι το κακό.
Είναι ο φθόνος, είναι η αλαζονεία, το ψέμα, η υπεροψία, ο εγωισμός.
Ο άλλος λύκος είναι το καλό.
Είναι η χαρά, η αλήθεια, η ανιδιοτέλεια, η γενναιοδωρία, η αγάπη."

Ο εγγονός έμεινε για λίγο σκεπτικός και μετά ρώτησε:

"Ποιος λύκος κερδίζει;"

Και τότε ο γέροντας του απάντησε:

"Αυτός που ταΐζεις!"

Ας δίνουμε τροφή σε όλα όσα μας κάνουν καλύτερους.
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

D_G

Πολύ δραστήριο μέλος

Ο Δημήτρης αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Μας γράφει απο Αθήνα (Αττική). Έχει γράψει 1,938 μηνύματα.
Ο ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ


Όταν, ανεβαίνοντας, κοιτάζανε ψηλά, προς την κορυφή της Πάρνηθας, ήταν κατακάθαρος ο ουρανός. Κάν ένα άσπρο σύννεφο δεν ταξίδευε.

- Α! Θα δούμε τη θάλασσα πέρα απʼ το Σούνιο! της έλεγε χαρούμενα.

- Θα δούμε τη λίμνη του Μαραθώνα, θα φαίνεται κι όλος ο Ευβοϊκός! Δε θα φαίνεται;

- Μα βέβαια! Θα φαίνεται όλος ο Ευβοϊκός και η λίμνη του Μαραθώνα!

Οι μικροί λόφοι, της έλεγε, κοιταγμένοι από τόσο ψηλά που θα πήγαιναν, ενώνουνται με την ίσια γηʼ μόλις μπορείς να ξεχωρίσεις τους αλαφρούς όγκους σαν παιχνίδι από φως και σκιά. Ο Λυκαβηττός…


Δεν τον άφησε να αποτελιώσει.

- Για όνομα του Θεού: Μην πεις τίποτα για το Λυκαβηττό, μην πεις τίποτα! τον παρακάλεσε και τα μάτια της λάμπανε. Ξέρω τόσο πολύ…

Και τότε, ενώ ανέβαιναν προς την υψηλή κορφή της Πάρνηθας, την Καραμπόλα, εκείνη του μίλησε για το Λυκαβηττό. Στις ρίζες του βράχου φυτρώνουν παράξενα δέντρα με χρυσό φύλλωμα και κόκκινους κορμούς. Είναι και άλλα δένδρα με στιλπνούς γαλάζιους κορμούς και γαλάζια φύλλα. Περνάς και σαλεύουν οι κορμοί και τα φύλλα. Ρωτούν συναμεταξύ τους:

«Ποιος είναι ο ξένος;»

«Είναι το κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά, λέει ο ένας μικρός κορμός. Κι άλλη φορά ήρθε στα μέρη μας και με φίλησε.»

«Είσαι σίγουρος πως είναι φίλος μας;» ρωτούν τα κόκκινα δέντρα δύσπιστα.

«Μα βέβαια είμαι σίγουρος!» λέει ο μικρός κορμός. «Κοιτάξτε στο κορμί μου!»

Τρέχουν, τότε, όλα τα δέντρα και κοιτάνε το μικρό γαλάζιο σύντροφό τους: πάνω στον κορμό του βλέπουν τα σημάδια απʼ το φίλημα του κοριτσιού.

«Ε, τότε ας περάσει!» συμφωνούνε όλα τα δέντρα.

Παραμερίζουν τότε τα κλωνιά, και το νέο κορίτσι μπαίνει μέσα στο βασίλειο του Λυκαβηττού. Στον ουρανό ο ήλιος της Αθήνας λάμπει φοβερά, ψυχή δεν ακούγεται. Η γη εδώ είναι γυμνή, και το νέο κορίτσι πολύ θα ήθελε να ήταν τρόπος να βρεθεί λίγη δροσιά να φυλαχτεί. Μάντεψε την επιθυμία του το μικρό γαλάζιο δέντρο, παρακάλεσε τη γη να το αφήσει λεύτερο. Και η γη το άκουσε και το άφησε, το δέντρο, να φύγει. Έτρεξε με τα μικρά του βήματα να προφτάξει το κορίτσι και, όταν επιτέλους τόφταξε λαχανιασμένο, το παρακάλεσε θερμά:

«Μην τρέχεις τόσο κιʼ είμαι άμαθο. Για σένα έρχουμαι.»

«Για μένα, αλήθεια;» λέει το κορίτσι χαρούμενα.

Μα ναι, για σένα αλήθεια! Τα φύλλα μου γινήκανε πλατιά και περίμεναν εσένα για να σε προστατέψουν απʼ τον ήλιο.»

Χέρι-χέρι, τότε, το κορίτσι και το γαλάζιο δέντρο προχωρούν στο βασίλειο του Λυκαβηττού. Τα φύλλα τρέμουν από πάνω τους καθώς μαζεύουν τον πυκνόν ήλιο, τρέμουν από πάθος και χαρά επειδή για έναν τέτοιο σκοπό ήρθαν στη γη. Σε λίγο φτάξανε στη θάλασσα του λόφου.

«Πρόσεχε! Λέει το γαλάζιο δέντρο στο κορίτσι. Από δω και πέρα είναι θάλασσα.»

«Είναι, αλήθεια, θάλασσα στο Λυκαββητό;»

«Μα βέβαια είναι θάλασσα! Για κοίταξε!»

Κοίταξε το κορίτσι επίμονα με εμπιστοσύνη. Και τότε, στο βάθος του χώρου, άρχισαν να φαίνονται καθαρά και να πορεύονται τα κύματα. Ανέβαιναν σιγά, περνούσαν μέσα απʼ τις ρίζες των δέντρων, τις σκέπαζαν και ανέβαιναν. Ώσπου πια δεν έμεινε γη και δέντρα και φύλλωμα, όλα γίνανε νερό - κόκκινο, χρυσό και γαλάζιο νερό.

«Τι παράξενη θάλασσα που είναι! λέει το κορίτσι μαγεμένο. Τι ζει μέσα κει;»

«Α, τίποτα δε στάθηκε ακόμα στη γη άξιο να ζήσει τόση χαρά. Μονάχα τα κλαδιά μας και τα φύλλα μας μπορούν να πλένε έρημα και να περιμένουν.»

Τότε το κορίτσι παρακάλεσε θερμά το μικρό φίλο της του Λυκαβηττού:

«Πάρε με μαζί σου, δεντράκι, σʼ αυτή τη θάλασσα. Πάρε με στη θάλασσά σας…»

«Αλήθεια, το θέλεις;» είπε το δέντρο χαρούμενο.

Κι ύστερα πρόσθεσε, λυπημένα:

«Δε θα το θέλεις πια αν μάθεις πως έτσι θα πρέπει να μείνεις για πάντα μαζί μας, πάνταʼ να γίνεις κιʼ εσύ ένα δέντρο με χρυσό φύλλωμα και κλωνιά γαλάζια…»

Τότε το κορίτσι, που τόσον καιρό περίμενε την ιερή ώρα, είπε:

«Πάρε με μαζί σου δεντράκι, στο νερό. Εγώ είμαι έτοιμη. Για ό,τι λες είμαι έτοιμη.»

Κι ενώ τα μαλλιά της και τα χέρια της γίνονταν φύλλα και κλωνιά γαλάζια, κατέβηκε σιγά μές στο νερό, ώσπου τη σκέπασαν τα χρυσά και τα κόκκινα κύματα.


* * *​




- Αυτό το ταξίδι του Λυκαβηττού δε μου το είχες πει ποτέ, λέει αργότερα το αγόρι στο κορίτσι.

Ναι, δεν του το είχε πει. Ζούσε πάντα ζωηρά τα παράξενα όνειρά της, και του τα έλεγε μʼ έναν τρόπο σα να μιλούσε για τα πιο οικεία και φιλικά πράγματα. Όμως το ταξίδι του Λυκαβηττού ερχόταν από πολύ βαθιά, απʼ τις μυστικές πηγές των παιδικών χρόνων, κι έπρεπε νάρθει η επίσημη ώρα για να εξομολογηθεί.

- Κι εγώ δεν ξέρω γιατί το θυμήθηκα σήμερα, του είπε. Δεν ξέρω…, είπε τρέμοντας, σαν κάτι να προαισθανόταν.

Φτάξαν στο Μπάφι, τραβήξαν προς το Κανταλίδι, κι έστριψαν το μικρό μονοπάτι με τα κόκκινα βέλη που οδηγούσε στην κορφή.

Τότε, άξαφνα, χύθηκαν και τους τυλίξαν μέσα τους. Αγέρι φυσούσε λίγο, και το πούσι έσταζε σιγά-σιγά στα κορμιά τους, ενώ τα μεγάλα θολά έλατα γύρω τους σωπαίνανε. Δε βλέπαν πια μήτε λίγα βήματα τόπο μπροστά τους. Γιʼ αυτό πιάστηκαν απʼ το χέρι.

- Μη μʼ αφήνεις και φοβάμαι…, του ψιθύρισε. Μη μʼ αφήνεις.

Ψυχή δεν ακουόταν στο δάσος, καν ένα πουλί. Τα κόκκινα βέλη ήταν η μόνη ήρεμη φωνή του βουνού. Του έσφιγγε το χέρι κάθε φορά που τα βρίσκανε, έρημα, μές στο πούσι.

- Μη φοβάσαι, της έλεγε. Τίποτα δε μπορεί να μας πειράξει.

Ο αγέρας, όσο ανέβαιναν, ολοένα γινόταν πιο αραιός. Ανάσαιναν με δυσκολία.

Ώσπου κάποτε νόμισαν πως φτάσαν στην κορφή, γιατί από μπρος κιʼ απʼ τα πλάγια τους η γη άρχιζε να χαμηλώνει. Για μια στιγμή εκείνος προχώρησε μονάχος μές στο πούσι να κοιτάξει καλύτερα, για να βρει το υψόμετρο. Το πούσι τον ρούφηξε. Άκουσε τη φωνή της να έρχεται, σαν από πολύ βάθος, σπαρακτικά:

- Γύρισε πίσω! Γύρισε πίσω! ολόλυζε.

Τη βρήκε να τον περιμένει χλωμή, με μάτια γεμάτα τρόμο!

- Φοβήθηκα πως πια δε θα γύριζες απʼ το πούσι! του είπε τρέμοντας. Και τώρα πια δεν μπορώ να σε χάσω.

Ένα μεγάλο έλατο ήταν κοντά τους. Τα κλαδιά του άπλωναν σα να τους καλούσαν για να τους προφυλάξουν. Παραμέρισαν με τα χέρια τους το σύννεφο και πήγαν προς τα εκεί. Εκεί αγαπηθήκαν. Μια αράχνη μες στα φύλλα του δέντρου σιωπηλή τους κοίταζε, υφαίνοντας τον ιστό της, ενώ το σύννεφο κυλούσε πλάι τους σα θάλασσα.



«Τώρα πια είμαι έτοιμη για το Λυκαβηττό, του είπε όταν κατέβαιναν απʼ την Καραμπόλα. Αύριο θʼ ανεβούμε μαζί στο Λυκαβηττό.»

Ήρθε η άλλη μέρα και δεν πήγαν στο Λυκαβηττό. Κάτι έτυχε και δεν πήγαν. Ήρθε και η άλλη μέρα - πάλι κάτι έτυχε και δεν πήγαν. Έπειτα η πολιτεία τους πήρε μες στο ρυθμό της. Γίνανε πραχτικοί άνθρωποι. Πέρασε πολύς καιρός. Και ο Λυκαβηττός, που είναι δύναμη ιερή, τους χτύπησε σκληρά γιατί τον προδώσανε. Έτσι, όταν κάποτε ο καθένας τους γύρεψε νʼ ανεβεί μοναχός του στο Λυκαβηττό είδε πως πια ο Λυκαβηττός δεν υπήρχε. Οι μυστικές πηγές του είχαν χαθεί μες στο πούσι.

Ηλίας Βενέζης - συλλογή διηγημάτων από το "ΑΙΓΑΙΟ"
 

Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.

Χρήστες Βρείτε παρόμοια

Top