Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
02-09-11
20:54
Αυτό θα πει να έχεις επιτυχημένη διαίσθηση. Το τελευταίο πράγμα που θα τολμούσε να κάνει ένας άπειρος οδηγός, θα ήταν να ξεκινήσει με κόκκινο και να περάσει τη διασταύρωση. Επίσης, δεν ήταν πολύς χρόνος τα δύο λεπτά, ώστε να δικαιολογούν την ταραχή που βίωσες. Το μόνο που σε προστάτεψε ήταν το "Χάος", δηλαδή κάποιες υποσυνείδητες λειτουργίες σου, οι οποίες επεξεργάζονται δεδομένα που δεν γνωρίζουμε συνειδητά, με αποτέλεσμα να μπορούν να προβλέψουν κάποια πράγματα στο πολύ εγγύς μέλλον. Οι προβλέψεις δίνονται με "ακούσιες" μορφές (διαίσθηση, ξαφνικές παρορμήσεις, όνειρα κλπ), αφού δεν μπορεί αυτό το "Χάος" να μιλήσει απευθείας στο συνειδητό μας, κι όποιος μάθει να τις ακούει έχει πάντοτε πολλά να κερδίσει...
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
05-09-09
16:30
Γιατί ο Ελ Σιντ ο Απέθαντος, προσπαθεί να καλύψει το τομάρι του, καρφώνοντας τ' άλλα πνεύματα και καταδεικνύοντας την υποτιθέμενη αρχηγό τους. Ως σκοτεινό και μαύρο Χάος σας διαβεβαιώνω ότι η Εδάδ είναι καθαρή και δεν χρειάζεται εξορκισμό. Αντίθετα, τα αιτήματα φιλίας του Ελ Σιντ, έχουν διαβρωτικό χαρακτήρα και πρέπει να στείλεις τουλάχιστον 100 chain mails, να προφέρεις τον εξορκισμό του Ασταρώθ από τη Σολομωνική (μόνο στα Εβραϊκά πιάνει και προσοχή, δεν ανέχεται λάθη στην προφορά), ν' ανάψεις 10 κιλά λιβάνι και ν' ακούσεις όλη τη δισκογραφία του Τερλέγκα μονοκοπανιά, χωρίς να καταναλώσεις ίχνος αλκοόλ, για να έχεις μια ελπίδα να μην σε καταλάβει το πνεύμα του και σε καταντήσει σαν τα μούτρα του.
Φοβού τις προφητείες του Μεγάλου Χάους, γιατί συχνότατα βγαίνουν (ένα ρημάδι εξάρι στο Λόττο γιατί δεν μπορώ να πιάσω ο άχρηστος;; )
Φοβού τις προφητείες του Μεγάλου Χάους, γιατί συχνότατα βγαίνουν (ένα ρημάδι εξάρι στο Λόττο γιατί δεν μπορώ να πιάσω ο άχρηστος;; )
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
Great Chaos
Περιβόητο μέλος
Ο Όττο αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 56 ετών και μας γράφει απο Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη). Έχει γράψει 4,911 μηνύματα.
15-01-09
23:51
Το αίμα του Λεβιάθαν
…κι ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο,
που ήταν αταξίδευτος…
Όταν ήμουν στο στρατό, γνώρισα κάποιον που ήταν ναυτικός. Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ, λίγο πριν πέσουμε για ύπνο, μας διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία…
Ο Λευτέρης θά ʽταν δεν θά ʽταν είκοσι δύο χρονών, όταν μπάρκαρε πρώτη φορά σʼ εμπορικό. Από παιδί αγαπούσε τη θάλασσα· ήταν η μοίρα του συνήθιζε να λέει στους φίλους του, όταν ονειρεύονταν το μέλλον, σούρουπο μεσοκαλόκαιρο, κάτω από ένα δένδρο στο χωριό τους. Νεαρός δόκιμος, μόλις είχε βγει απʼ τη σχολή μηχανικών εμπορικού ναυτικού, ξεκίνησε το παρθενικό του ταξίδι κάποια μέρα του Νοέμβρη, μʼ ένα εμπορικό που κατευθυνόταν αδειανό στη Βραζιλία, για να φορτώσει καφέ. «Ωραία που θά ʽναι η Βραζιλία», σκεφτόταν όταν η στεριά άρχισε να ξεμακραίνει και μπρος στα μάτια του πετάριζαν ονειρικές ακτές, αχανείς σμαραγδένιες ζούγκλες και μελαψές γυναίκες με φιδίσια κορμιά που λικνίζονταν σε λάγνους ρυθμούς.
Στην αρχή, όλα ήταν καλά και το ταξίδι του φαινόταν σαν όνειρο. Ο καπετάνιος και οι άλλοι ναυτικοί του φέρονταν με καλοσύνη, ακόμη και με συμπάθεια θα μπορούσε να πει κανείς κι έτσι κύλησαν οι πρώτες δύο εβδομάδες. Κάποιο απόγευμα, μόλις είχε τελειώσει τη βάρδια του, ο καπετάνιος τον κάλεσε στο σαλόνι των αξιωματικών. Μόλις έφτασε εκεί, είδε το τραπέζι στρωμένο με πράσινη τσόχα, μʼ ένα ποτήρι κι ένα ζευγάρι ζάρια επάνω. Ήταν εκεί όλοι οι ναύτες που δεν είχαν βάρδια εκείνη την ώρα. Συνηθιζόταν, όπως είπε ο πλοίαρχος, να παίζουν ένα παιχνίδι, για το καλό. «Και τι θα ποντάρουμε καπετάνιο;», ρώτησε το παλληκάρι. «Τις ψυχές μας» του αποκρίθηκε εκείνος, στʼ αστεία, «όλη μας τη ζωή σε μια ζαριά», συνέχισε. Εκτός απʼ τον ίδιο και τον υποπλοίαρχο, όλοι οι άλλοι έριξαν με τη σειρά από μια φορά τα ζάρια. Κάποια στιγμή, ήρθε και η σειρά του Λευτέρη. Έβαλε τα ζάρια στο ποτήρι, τα κούνησε ζωηρά και τα έριξε. Ήρθαν άσσοι, τα μάτια του φιδιού. Ο πλοίαρχος έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλός, κοιτώντας επίμονα τα ζάρια στο τραπέζι, σάμπως να τον υπνώτιζε το βλέμμα του ερπετού. Μετά, κοίταξε τον υποπλοίαρχο με κάποιο ακαθόριστα δυσοίωνο τρόπο και μάζεψε τα ζάρια απʼ το τραπέζι. «Τελειώσαμε,» έκανε κάπως απότομα, «γυρίστε στις δουλειές σας».
Ο Λευτέρης παραξενεύτηκε από τη συμπεριφορά του καπετάνιου εκείνο το βράδυ, μα δεν έδωσε τελικά και πολλή σημασία. Οι παλιοί ναυτικοί με τα χρόνια αποκτούν πολλές παραξενιές, είχε ήδη προλάβει κι αυτός νʼ ακούσει κάποιες ιστορίες. Προσπάθησε όμως πολύ να πείσει τον εαυτό του πως ήταν η ιδέα του ότι ο πλοίαρχος και ο υποπλοίαρχος άλλαξαν συμπεριφορά μετά από εκείνο το βράδυ. Έγιναν απόμακροι, του απευθύνονταν με κοφτό τρόπο και λίγο ως πολύ, φαίνονταν να τον αποφεύγουν. Σαν νέος που ήταν στο καράβι, σκέφτηκε πως δεν ήθελαν να του δώσουν πολύ αέρα και δεν το συνέδεσε με το περιστατικό με τα ζάρια. Ωστόσο, θα έπαιρνε όρκο ότι ένιωθε τα μάτια τους στην πλάτη του, όταν δεν κοιτούσε, μα όταν γυρνούσε να δει, όλοι φαίνονταν ιδιαίτερα απασχολημένοι από άλλα πράγματα.
Οι μέρες περνούσαν, χωρίς τίποτε το ξεχωριστό να συμβαίνει. Το καράβι ήταν παλιό, έτριζε ανατριχιαστικά όταν το έπιανε η θάλασσα και υπήρχε πάντοτε πολλή δουλειά να γίνει στο μηχανοστάσιο. Έτσι έφτασε και η Πρωτοχρονιά, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει. Κείνη τη νύχτα η θάλασσα ήταν ήρεμη, όμως είχε πέσει ομίχλη, κάνοντας το πλοίο να μοιάζει πως έπλεε στον ουρανό. Όλοι οι ναυτικοί μαζεύτηκαν για το πρωτοχρονιάτικο δείπνο. Έφαγαν βασιλικά, ήπιαν και κόκκινο κρασί, για το καλό του χρόνου. Ο πλοίαρχος ύψωσε το ποτήρι κι έκανε την πρόποση: «Ό,τι ανήκει στη θάλασσα, να μείνει στη θάλασσα», είπε κι όλοι ύψωσαν τα ποτήρια πίνοντας σʼ αυτήν την παράξενη ευχή, που του Λευτέρη του έφερε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά, όπως και η σκοτεινιά που αντίκρισε στη ματιά του καπετάνιου, την ώρα της γιορτής. Δεν είχε βάρδια εκείνη τη νύχτα και πήγε στην καμπίνα του, ζαλισμένος ελαφρά από το κρασί, κάνοντας όνειρα για τη χρονιά που μόλις είχε μπει. Τα χαράματα το πλοίο βυθίστηκε. Όλοι οι ναύτες πρόλαβαν να μπουν στις βάρκες, εκτός από τον Λευτέρη, που ο υποπλοίαρχος είχε κλειδώσει μέσα στην καμπίνα του την ώρα που κοιμόταν…
Το καράβι δεν βούλιαξε από μόνο του, αλλά μετά από εντολή της πλοιοκτήτριας εταιρείας, γιατί βλέπετε ήταν παλιό και κόστιζε πολλά η επισκευή του, ενώ αντίθετα ήταν πολύ καλά ασφαλισμένο. Οι ασφαλιστικές, όταν σʼ ένα ναυάγιο υπάρχουν θύματα, πληρώνουν σχεδόν πάντα, ενώ όταν διασώζονται όλοι, φέρνουν προσκόμματα, με βάσιμες υποψίες πως το ναυάγιο ήταν δόλια ενέργεια. Οι πλοιοκτήτες λοιπόν, με την συνενοχή των πλοιάρχων και κάποιων ανώτερων αξιωματικών, φροντίζουν να κάνουν τα ναυάγιά τους πιο πειστικά, θυσιάζοντας έναν ναύτη, για κάθε πλοίο που βούλιαζαν. Προνόμιο του καπετάνιου ήταν να διαλέξει το θύμα αυτής της αποτρόπαιης, σχεδόν τελετουργικής ανθρωποθυσίας, που ανάμεσα στους θαλασσινούς ήταν γνωστή ως «Το αίμα του Λεβιάθαν», του δαίμονα της θάλασσας…
Είναι γνωστό ότι στους ναυτικούς αρέσει να λένε ιστορίες. Ήταν αλήθεια, ήταν ψέμα, δεν μπορώ να το πω, όμως πολλοί εφοπλιστές πλούτισαν από τέτοια ναυάγια και πολλοί καπεταναίοι έπιασαν περισσότερα λεφτά απʼ όσα δικαιολογούσε ο μισθός τους. Πάντως αυτή είναι μια τρομαχτική ιστορία, μολονότι δεν έχει τίποτε το μεταφυσικό ή ανεξήγητο. Σκέφτομαι όμως τον τρόμο και την απόγνωση, όταν τα νερά αρχίζουν νʼ ανεβαίνουν και βρίσκεις την πόρτα σου κλειδωμένη από τα έξω, εκείνη την αποτρόπαιη ατέλειωτη στιγμή της συνειδητοποίησης, πως είσαι ήδη νεκρός και κάποιοι το ήξεραν πριν εσύ να το μάθεις. Μέσα στʼ αυτιά μου ηχούν απελπισμένα χτυπήματα σε αμπαρωμένη σιδερένια πόρτα και μια μακρόσυρτη πένθιμη οιμωγή, που σιγά σιγά σβήνουν, καθώς το ατσάλινο κήτος βουλιάζει αργά στην παγωμένη αγκαλιά της σκοτεινής αβύσσου…
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 15 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.