shaman
Πολύ δραστήριο μέλος
Ο shaman αυτή τη στιγμή δεν είναι συνδεδεμένος. Είναι 34 ετών και Φοιτητής. Έχει γράψει 1,711 μηνύματα.
05-11-07
01:30
ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑΝ ΠΟΕ
Η Πόλη Στη Θάλασσα
Συμφορά! Πήγε ο θάνατος κι έστησε θρόνο σε μια πόλη αλλόκοτη, πόλη χαμένη, κάτω εκεί στα σκοτάδια της Δύσης, που ο καλός κι ο κακός κι ο φρικτός κι ο αγνός έχουν βρει την αιώνια γαλήνη. Κι οι βωμοί, τα παλάτια, οι πύργοι, εκεί (φαγωμένοι απʼ τον χρόνο οι άπαρτοι πύργοι!) δεν θυμίζουν ανθρώπινο κάτι. Ένα γύρο, απʼ τον άνεμο πια ξεχασμένα, λιμνάζουν νερά. Βαλτωμένα νερά, με μια θλίψη βαθιά, τʼ ουρανού το φορτίο υποφέρουν.
Τα ουράνια δεν στέλνουν ευλογία φωτός στην ατέλειωτη νύχτα της πόλης. Του πελάγου η φρίκη γεννάει μια λάμψη νεκρή, ζοφερή, και τυλίγει βουβά πολεμίστρες και τρούλους και θρόνους κι αψίδες -σαν ράχες τεράστιων βουνών- και τυλίγει ναούς, βαβυλώνια τείχη και κιόσκια παλιά, σκοτεινά, ρημαγμένα, με κισσούς και λουλούδια στην πέτρα βαθιά λαξεμένα,
και βωμούς -Ω, μυριάδες βωμούς, θαυμαστούς!- με ζωοφόρους που πλέκουν τη βιολέτα, τη βιόλα, τη βάτο. Θλιμμένα νερά ξεψυχούν, κι οι σκιές αγκαλιάζουν σφιχτά τους παλιούς προμαχώνες, που λες πως το σύμπαν εκεί στέκει ανάερο πάντα, καθώς από πύργο περήφανο στέλνει το γιγάντιο βλέμμα του ο Θάνατος γύρω.
Γκρεμισμένοι οι ναοί κι ανοιγμένοι οι τάφοι εκεί: ένα βάραθρο ο τόπος που χαίνει και τρέμει μες στο μαύρο το φως. Μα τα πλούτη που αστράφτουν: διαμάντια στων ειδώλων τα μάτια, κι οι νεκροί στολισμένοι βαριά κι ακριβά, τα νερά δεν ταράζουν. Δεν σηκώνεται κύμα καν ένα μικρό, συμφορά! Στη γυάλινην έρημο εκείνη ένα κίνημα αχνό δεν ψελλίζει: «Υπάρχει σʼ άλλα πέλαγα πιο ζωντανά κάποιος άνεμος. Θα ʼρθει όπου να ʼναι!» Ταραχή δεν φωνάζει: «Υπάρχει ένας τόπος φρικτά ερημικός, κι όπου να ʼναι ο αγέρας θα πάει εκεί για να βρει τη γαλήνη!»
Μα, τι γίνεται; Ω, συμφορά! Σαν να σάλεψε κάτι στα σπλάχνα του αγέρα! Το κύμα... ένα κίνημα, να! Σαν να γέρνουν οι πύργοι: βυθίζονται αργά -ανεβαίνει βουβά το νερό- κι οι κορφές τους αφήνουν σημάδια αχνά στʼ ουρανού τη μεμβράνη. Μια κόκκινη λάμψη ποτίζει το κύμα, ανασαίνει το κύμα βαριά. Κατεβαίνει η πόλη βαθιά και βουβαίνοντʼ οι απόκοσμοι αχοί. Κατεβαίνει η πόλη κι η Κόλαση -να!- ανεβαίνει από θρόνους χιλιάδες και την πόλη ευλογεί.
Η Πόλη Στη Θάλασσα
Συμφορά! Πήγε ο θάνατος κι έστησε θρόνο σε μια πόλη αλλόκοτη, πόλη χαμένη, κάτω εκεί στα σκοτάδια της Δύσης, που ο καλός κι ο κακός κι ο φρικτός κι ο αγνός έχουν βρει την αιώνια γαλήνη. Κι οι βωμοί, τα παλάτια, οι πύργοι, εκεί (φαγωμένοι απʼ τον χρόνο οι άπαρτοι πύργοι!) δεν θυμίζουν ανθρώπινο κάτι. Ένα γύρο, απʼ τον άνεμο πια ξεχασμένα, λιμνάζουν νερά. Βαλτωμένα νερά, με μια θλίψη βαθιά, τʼ ουρανού το φορτίο υποφέρουν.
Τα ουράνια δεν στέλνουν ευλογία φωτός στην ατέλειωτη νύχτα της πόλης. Του πελάγου η φρίκη γεννάει μια λάμψη νεκρή, ζοφερή, και τυλίγει βουβά πολεμίστρες και τρούλους και θρόνους κι αψίδες -σαν ράχες τεράστιων βουνών- και τυλίγει ναούς, βαβυλώνια τείχη και κιόσκια παλιά, σκοτεινά, ρημαγμένα, με κισσούς και λουλούδια στην πέτρα βαθιά λαξεμένα,
και βωμούς -Ω, μυριάδες βωμούς, θαυμαστούς!- με ζωοφόρους που πλέκουν τη βιολέτα, τη βιόλα, τη βάτο. Θλιμμένα νερά ξεψυχούν, κι οι σκιές αγκαλιάζουν σφιχτά τους παλιούς προμαχώνες, που λες πως το σύμπαν εκεί στέκει ανάερο πάντα, καθώς από πύργο περήφανο στέλνει το γιγάντιο βλέμμα του ο Θάνατος γύρω.
Γκρεμισμένοι οι ναοί κι ανοιγμένοι οι τάφοι εκεί: ένα βάραθρο ο τόπος που χαίνει και τρέμει μες στο μαύρο το φως. Μα τα πλούτη που αστράφτουν: διαμάντια στων ειδώλων τα μάτια, κι οι νεκροί στολισμένοι βαριά κι ακριβά, τα νερά δεν ταράζουν. Δεν σηκώνεται κύμα καν ένα μικρό, συμφορά! Στη γυάλινην έρημο εκείνη ένα κίνημα αχνό δεν ψελλίζει: «Υπάρχει σʼ άλλα πέλαγα πιο ζωντανά κάποιος άνεμος. Θα ʼρθει όπου να ʼναι!» Ταραχή δεν φωνάζει: «Υπάρχει ένας τόπος φρικτά ερημικός, κι όπου να ʼναι ο αγέρας θα πάει εκεί για να βρει τη γαλήνη!»
Μα, τι γίνεται; Ω, συμφορά! Σαν να σάλεψε κάτι στα σπλάχνα του αγέρα! Το κύμα... ένα κίνημα, να! Σαν να γέρνουν οι πύργοι: βυθίζονται αργά -ανεβαίνει βουβά το νερό- κι οι κορφές τους αφήνουν σημάδια αχνά στʼ ουρανού τη μεμβράνη. Μια κόκκινη λάμψη ποτίζει το κύμα, ανασαίνει το κύμα βαριά. Κατεβαίνει η πόλη βαθιά και βουβαίνοντʼ οι απόκοσμοι αχοί. Κατεβαίνει η πόλη κι η Κόλαση -να!- ανεβαίνει από θρόνους χιλιάδες και την πόλη ευλογεί.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 16 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.