A propos
Διάσημο μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 8 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Μποζολέ νουβό
Θα το δοκιμάσεις στο https://www.google.gr/webhp?sourceid=chrome-instant&ion=1&espv=2&ie=UTF-8#q=Σαλόν ντε μπρικολάζ" παρέα με Τσίπρα, Αγγελοπούλου και Μαριάννα Λάτση; https://www.iefimerida.gr/news/17977...anna-kai-marianna-se-prive-klamp-sto-kolonaki
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Βεβαια μεχρι το 70% των ουσιαστικων της συγχρονης αγγλικης προερχονται ετυμολογικα απο τα γαλλικα.
Σωστά. Ειδικότερα, τo soiree ως soiree και όχι ως serus στα αγγλικά προέρχεται από τα γαλλικά. Μάλιστα και οι Γερμανοί χρησιμοποιούν την ίδια γαλλική λέξη. Η ρίζα μπορεί να είναι λατινική αλλά η λέξη δημιουργήθηκε στη Γαλλία.
https://en.wiktionary.org/wiki/soiree
https://www.etymonline.com/index.php?term=soiree
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Αυτό μου θύμισε ότι προχθές με ρώτησαν τα παιδιά στο μάθημα των αγγλικών πώς λέγεται το ροζ στα γαλλικά.
Γοζ, τους λέω, και γέλασαν. Τους φάνηκε αστείο ότι ήταν η ίδια λέξη.
Τους είπα έχουμε πολλές γαλλικές λέξεις στα ελληνικά και ανέφερα 5-6 που μου ήρθαν στο μυαλό, αλλά η μόνη που ήξεραν ήταν ο καναπές. Εγώ θυμάμαι όταν ήμουν μικρή χρησιμοποιούσαμε πάρα πολλές γαλλικές λέξεις οι οποίες όμως σιγά σιγά (και δικαίως) αντικαταστάθηκαν από τις αντίστοιχες ελληνικές.
Eγώ πιστεύω ακριβώς το αντίθετο. Όλο και περισσότερες ξένες λέξεις μπαίνουν στα ελληνικά.
Αλλά αφού μίλησες για το "ροζ" ας περιοριστούμε στα χρώματα αρχικά. Ποια λέξη θα το αποδώσει στα ελληνικά; Και ποια λέξη θα αντικαταστήσει το παλ, ακαζού, βεραμάν, βιολέ, ιβουάρ, κρεμ, κρεπ, λιλά, ματ, μοβ, μπεζ, μπλε, πετρόλ, μπορντό, οπάκ, παστέλ, περλέ, περοκέ, πουά, ροζ, ροζέ, γκρι, γκρι αρζάν, γκρι παλ, γκρι σουρί, γκρι μελανζέ, σαμπανί, σαντρέ, σαξ, σικλαμέν, σιτρόν, σομόν, ταμπά, τυρκουάζ, φουμέ ή φυμέ ή φιμέ κτλ κτλ;;;;
Επίσης το ότι υπάρχει η λέξη εποχή δε σημαίνει οτι δε λέμε σεζόν.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Σοκ σήμερα που συνειδητοποίησα ότι ότι το σουβέρ γράφεται sous-verre
Λέγεται και ....voir ICI........
d
e
s
s
o
u
s
d
e
p
l
a
t
Κάνουν όμως δουλειά και τα ..ici....
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Ενημέρωση...
== Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς == .
Δεν υπάρχει καμία πρόθεση απόλυτης ή αποκλειστικής κατηγοριοποίησης για τις ακόλουθες λέξεις. Απλώς καταχωρούνται στον α ή β τομέα σύμφωνα με την επιλογή μου, σύμφωνα με όσο γίνεται αντικειμενικά κριτήρια. Κάποιες φορές ενδεχομένως παρεισφρύει και υποκειμένικότητα. Ενδεικτικά η λέξη α) σπορτίφ μπορεί να παραπέμπει σε αθλητικά αυτοκίνητα, ρούχα, σπορ, αθλητικό πρότυπο ή β) το ταμπλό του αυτοκινήτου, του μπάσκετ κτλ. Σίγουρα και για κανένα λόγο δεν θέλω να περιορίσω την ευρύτητα της χρήσης ενός όρου σε ένα και μόνο τομέα ή πάλι γ) τα κουλόμπ, πασκάλ, μπεκερέλ εκτός από όροι της Φυσικής αποτελούν επίσης και μονάδες μέτρησης.
8469 λέξεις και 847 σελίδες για γαλλ. στο λεξικό Τριανταφυλλίδη
Influence de la langue française en Grèce - Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς: 1[]1. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ - Μέσα μεταφοράς Σχεδόν όλα τα μέρη και τα εξαρτήματα αυτοκινήτου (αλερετούρ, αβάνς, αλκοτέστ, αμορτισέρ, αξεσουάρ, βαγκόν-λί, βαγκόν-ρεστοράν, βολάν, (άμαξα) βιζαβί, γρανάζι (engrenage) βουλκανιζατέρ, γκαζοζέν, γλασάρω, ντιστριμπιτέρ, δυναμό, εξπρές, ζιγκ-ζαγκ, ζιγκλέρ ή ζικλέρ, μοτέρ, καπό, καμιόνι, καμπριολέ, κλατάρω, κρεμαγιέρα, ταμπλό, παρμπρίζ, καλίμπρα, καρμανιόλα, καροσερί, κοντέρ, κουπέ, κρεασιόν, λεβιές, λιμουζίνα, μαρκέ, πορτμπαγκάζ, μπουζί, μαρσπιέ ή μασπιές, μαρσάρω, μαρσάρισμα, μοτοκρός, μοτό, μοτοσικλέτα, μοτοσικλετιστής, μαρσπιέ, μουαγιέ, μπλοκάζ, μπλοκέ (διαφορικό), μπεκ (εγχυτήρας), μπενζίνα, μπουλόνι, αμπραγιάζ, ντίζα, ντεμπραγιάζ, ντελαπάρισμα, ντελαπάρω, οτομοτρίς, παρκόμετρο, πεντάλ, πορτ μπεμπέ, πετάλι, πιστολέ, πουάρ (βενζίνης), σαμπρέλα, σασμάν, ρεζερβουάρ, σούπερ, ρεκτιφιέ, ρελαντί, ρεπρίζ, ροντάρω, ροντάρισμα, σεβρό, σερβομοτέρ, σερβόφρενο, (φρένων), συσπανσιόν, σασί, σιλανσιέ, σοφέρ, σοφερίνα, σοφάρω, ταξί, ταμπούρο, τετ-α-κέ, τραμ, τρανσμισιόν, φλεξίμπλ, φρένο, φούιτ, καρμπιρατέρ, σπορτίφ) κ.α. βλ.
2. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ - Θέατρο - Ψυχαγωγία (αβανγκάρντ, αβανγκαρντισμός, αβάν πρεμιέρ, ανιμασιόν, ανιματέρ, αζάν προβοκατέρ, ανφάν γκατέ, αλμανάκ, αξελερέ, ατραξιόν, βερσιόν, βαμπίρ, βαριετέ, βουλεβάρτο, βωντεβίλ, γκάμα, μιξάζ, μοντάζ, ενσταντανέ, εφέ, εκράν, θεατράλ, καμουφλάζ, καμουφλάρω, εξιτάρω, ντεκαλάζ, ντεκουπάζ, ντεκουπάρω, ντοκυμαντέρ, καφεθέατρο, καντράζ, καρέ καρέ, κοζερί, κλακέτα, κομεντί, κασκαντέρ, κλισέ, κομπέρ, μαριονέτα, αμπιγιέρ, αμπιγιέζ, αγκαζέ, γκρο πλαν, πλατό, πλατφόρμα, μακιγιέρ, μακιγιέζ, μαρκίζα, μετρ, μοντέρ, νουβέλ βαγκ, ντουμπλάζ, ντουμπλάρω, ντουμπλίρ, ντουμπλέρ, φεστιβάλ, φιλμ νουάρ, γκισέ, οντισιόν, ενζενί, μπουάτ, ζεν πρεμιέ, ζεν κομίκ, κλακ, κλακέρ, μαγκαζίνο, μιζανσέν, ντεκόρ, οπερατέρ, παρλάν, πατινουάρ, πορνό, ποτ πουρί, πρεμιέρα, ράμπα, ρεπερτουάρ, ρεπεράζ, ρεπορτάζ, ρεζισέρ, ρεζουμέ, ρόλος, ρολάρω, σεκάνς, σινέ, σινεμά, σινεμασκόπ, σουμπρέτα, σουξέ, γκραν σουξέ, σπικάζ (κατά το ήμισυ αγγλική λέξη), τακτ, ταρτούφος, τετ-α-τετ, τελεσινέ, τουρνέ, τρακ, τρικέζα, τροκ, τροτ, τρανσπαράνς, τρικάζ, φετίχ, φουαγιέ, φωτομοντάζ, φαμ φατάλ, φαντομάς, φον ντε τεν, φωτορομάντζο, χιουμοριστής ή χιουμορίστας, ανκόρ, ζενερίκ, ραπροσέ, πλονζέ, κοντρ πλονζέ, πανοραμίκ, βερτικάλ, φιλάζ, φλου αρτιστίκ, φοντί, φοντί ανσενέ, φορμά, φλου) κ.α. Στάδια μίας ταινίας
3. ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ (αερομοντελισμός, αλπινισμός, αλπινιστής, αλπινίστρια, απόρτ, απρέ σκι, ασσίστ, βαριάντ, βιράζ, βολέ, βολ πλανέ, ρεπεσάζ, ρεβάνς, ζετέ, επολέ, αρασέ, γκραν πρι, γκαλόπ, γκραν γκινιόλ, γκανιάν, γιούπι, γκολφέρ, εκάρ, εξτρέμ, ετάπ, κανό, καρέ, κουλουάρ, κάσκα, κέντα, κλακάζ, κράμπα, κουντεπιέ, κουλές (μπιλιάρδο), κούρσα, κροσέ, κροκέ, λάσο, λισάνς, λουμπάγκο, μαζορέτα, μελέ, μανούβρα, μαρς, μασκότ, μπαράζ, μπατόν, μποξέρ, μοντελισμός, μπαντάζ, μποϊκοτάζ, μπρα ντε φερ, νατουραλιζέ, ντεμαράζ, ντρεσάζ, ντρεσάρω, ντιρέκτ, ντισκαλιφιέ, ντοπέ, ντουμπλέ, ντριμπλέρ, παλμαρέ, πλονζόν, παρκούρ, παρκ φερμέ, παρκέ, πασέρ, πατινάζ, πατινέρ, πατινέζ, πατινάρω, πασάζ, πιάφ, πατ, πατίνι, παρολί, πεζάζ, πελότα, πελούζα ή πελούζ, πιολέ, πινάκλ, πλακάζ, πλασέ, πλασάρισμα, πλασάρω, ποζέρ, πουλέν, πουρσουίτ, ραντονέ, ραπέλ, ρεκόρ, ρελάνς, ρεφλέξ, ροντάτ, σαβάτ, σαμποτάζ, σαμποτέρ, σερβίς, σερί, σικέ, σιρκουί, στο ντεμί, σουπερποζέ, σουτέρ (κατά το ήμισυ αγγλική λέξη), σκιέρ, σπορ, τάπα, τατουάζ, τερέν, τρικολόρ, τομπέ, αρετέ, τουρνουά, τοταλιζατέρ, τρασέρ, τρασέζ, φαβορί, φιλέ, φιναλίστ) κ.α.3.α Σκάκι (αν πασάν, γκαμπί, πιόνι, ρεν, ροκέ, ρουά, ματ, ρεν, φου) 3.β Χορός-ΜΠΑΛΕΤΟ (βαλς, αλεμάντ, γκαβότ, κορ ντε μπαλέ, κανκάν, κουράντ, πα ντε ντε, πα ντε πατινέρ, πα ντε τρουά, μπαλαρινέ, μπουρέ, αν αβάν, γκραν ζετέ, ντεμπουλέ, τουτ ανγκαζέ, πλιέ, ποζισιόν, πουέντ, προμενάντ, ρελεβέ, ροντό, σαραμπάντ, γκραν πλιέ, φαραντόλ, φοξ ανγκλέ) 3.γ Καζίνο (faites vos jeux, rien ne va plus, μπακαράς, μπαλαντέρ, λεβέ, μπαλανσέ, σαν βουάρ, σεμέν ντε φερ, σερβί, κρουπιέρης, φίνα (μπιλιάρδο), φλος ρουαγιάλ (πόκερ) ) Επίσης το λουτζ που μας το θύμισε ο πρόσφατος θάνατος του Γεωργιανού αθλητή στην φετινή χειμερινή ολυμπιάδα Ετυμολογία του λουτζ3.δ Όλοι οι όροι της ξιφασκίας όπως επέ, σαμπρ, φλερέ
4. ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (ανρί, γκραμ, κιλογκράμ, μολ, καλορί, κιλό, μέτρο, μικροσεκόντ, μιλιγκράμ, νανοσεκόντ, μιλιμέτρ, σαντιμέτρ, ποτενσιόμετρο, παρσέκ, σεκόντ, τιράζ, τονάζ, τόνος) κ.α.
5. ΑΓΟΡΑ (αγκαζάρω, αλά καρτ, αλά μοντ, αμπαλάζ, ανιγκρέ, αρμπιτράζ, ατού, αφίσα, βαλέρ, βιταμίνη, βιτρίνα, γκανιότα, γκαραντί, γκαλά, γκίνια, γκρουπ, γκρουπάζ, ετικέτα, είδη μπεμπέ, εκτάριο, ελεγκάν, έξτρα, εξτρέ, ζερό, ιμιτασιόν, καρτ ποστάλ, καφετερία,(το) κλου, καμποτάζ, κουβέρ, Κομισιόν, καρνάβαλος, καρναβάλι, καρτ βιζίτ, καρτ μπλανς, κασέ, κομφόρ, κονσοματρίς, κουπόνι, κουλέρ λοκάλ, κρουαζιέρα, λακές, λανσάρω, λουξ, μπαλ μασκέ, μπαλ ντε τετ, μπαλ ντ' ανφάν, μίζα, μουαγιέν, μοτίφ, μπαγκανότα, μπαζάρ, μπιενάλε, μπρασερί, μπρικ α μπρακ, μπον μπον, μπροσούρα, ναπολεόνι, ντεκλαρέ, ντεκαφεϊνέ, ντεμί σεζόν, ντεπό, ντιρεκτίβα, ντισκοτέκ, ντοσιέ, οκαζιόν, πανσιόν, πασμαντερί, περφορέ, πριβέ, πανό, πίστα, πλαζ, πλακάτ, πορτμονέ, πριμ, ραφινέ, ρεβεγιόν, ρεκλάμα, ρεσεψιόν, ρεσεψιονίστ, ρεφάρω, σεπαρέ, ταμπλ ντοτ, τροτουάρ, πουρμπουάρ, πλαφόν, ρεζερβέ, ρέντα, ρεπό, ρουλέτα, σαμουά, σελοφάν, σουαρέ, σουβενίρ, σπιράλ, ταγιέ (κόψιμο πέτρας), φαβορίτος, φαντεζί, φέιγ βολάν, φιλιγκράν) κ.α. (μπαρ σε δεύτερο επίπεδο)
6. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (αλτερνατίβα, αλτρουισμός, αμοραλισμός, αμφεταμίνη, αντικέρ, ακτουαλισμός, απλικασιόν, αρκανικός, αριβισμός, αρμ, αρμονίστας, ασπιρίνη, αυτισμός, βαρόνος, βαριασιόν, βαρβιτουρικά, βενζίνη, βιταλισμός, βουδισμός, βουδιστής, βοναπαρτισμός, βρυόφυτα, βολονταρισμός, βιμπραφόν, βιμπραφωνίστας, βιολονίστας, βανδαλισμός, γεμολογία, γεμολόγος, γκαμπαρί, γκάφα, γκρομπετόν, γρίππη, εβραϊσμός, εβραϊστής, ελίτ, ελιτισμός, εμιγκρέ, εμουλσιόν, εμπρεσιονισμός, εξπέρ, εξποζέ, εξτρεμισμός, εξτρεμιστής, εξτρεμίστρια, εξπρεσιονισμός, ετατισμός, ιλουζιονισμός, ιλουζιονιστής, ιλουζιονιστικός, ιρασιοναλισμός, καλαμπούρι, κανάγιας, καφεσαντάν, κονφερανσιέ, κοκότα, κολάπσους, κολεκτιβιστικός, κολορίστας, κομμουνισμός, κομμουνιστής, κονστρουκτιβισμός, κονσερβατουάρ, κοοπερατίβα, κρετίνα, κρετίνος, κρετινισμός, γκαρσόν, ζαργκόν, ζογκλέρ, ζιγκολό, ζαμανφουτισμός, μπον βιβέρ, κονεσέρ, καουτσούκ, κλίκα, κλοσάρ, κονσομασιόν, κολίτιδα, κορτικοθεραπεία, κλωστρά, κρεατίνη, κρεμ ντε λα κρεμ, λαπαλισμός, μακάβριος, μανικιούρ, μανικιουρίστ, μανιερισμός, μαρξισμός, μαρξιστής, μαρκετερί, μασίφ, ματιέρα, μερκαντιλισμός, μετρ ντ'οτέλ, μεφιτικός, μεφιτισμός, μιλιταρισμός, μιλιταριστής, μοντελίστ, μοδίστρα, μοντελιστής, μοντελίστρια, μορφίνη, μορμονισμός, μορμόνος, μπαλαρμάς, μπελ επόκ, μπεμόλ, μπετόν, μπετον αρμέ, μπετονιέρα, μποέμ, μπουρζουάς, μπουαζερί, μπιζουτερί, μπουλανζερί, μυδράλιο, νατουραλισμός, νατουραλιστής, νεοεμπρεσιονισμός, ντεγκραντέ, ντεμπούτο, ντεκορασιόν, ντεφετισμός, ντεφετιστής, ντεσού, ντικταφόν, ντιβιζιονισμός, ντιλεταντισμός ντρενάζ, νικοτίνη, νομιναλισμός, νομιναλιστής, ντιζέρ, ντιζέζ, ντικτέ, οπορτουνισμός, οπορτουνιστής, οπτιμισμός, οπτιμιστής, ορ τεξτ, τεξτ, ουνιβερσαλισμός, ουρμπανισμός, παρκετάρω, παρκετέζα, παρλαμάς, πατρονίστ, πεντικιουρίστ, περσοναλισμός, περσοναλιστής, περσοναλίστρια, περφεξιονισμός, περφεξιονιστής, περφεξιονίστρια, παρσισμός, παρφουμαρίζομαι, παρφουμάρομαι, πασιφισμός, παρτενέρ, παστεριώνω, πατουά, πενικιλίνη, πεπτίδιο, πεσιμισμός, πεσιμιστής, πεσιμίστρια, πιερότος, πιετισμός, πιετ-α-τερ, πιονιέρος, πιονιέρισσα, πλανάρω, πλασιέ, πλατερέσκ, πλουραλισμός, ποστρεστάντ, πουαντιγισμός, πουαντιγιστής, πουαντιγιστικός πριμιτιβισμός, πριμιτιβιστής, προβοκάτορας, προτεκτοράτο, προτεσταντισμός, ράγα, ραμποτέ, ράντα, ραντιέ, ραντιέρης, ρασιοναλισμός, ρασιοναλιστής, ρεαλιστής, ρεαλίστρια, ρεβιζιονισμός, ρεζιοναλισμός, ρεβιζιονιστής, ρελατιβισμός, ρεπετισιόν, ρεπροντιξιόν, ρεφορμισμός, ρεφορμιστής, ρεφορμίστρια, ριλάξ, ριφιφί, ρομανικός, ρουμπρίκα, σαβουάρ βιβρ, σαδισμός, σαδιστής, σαδίστρια, σανατόριο, σανφασόν, σαξόφωνο, σαξοφωνίστας, σενσουαλισμός, σεξ, σεξισμός, σεξιστής, σεξίστρια, σεξουαλισμός, σερβάντα, σερβί, σιρόπι, σιωνισμός, σιωνιστής, σιωνίστρια, σταζ, σοβινισμός, σοβινιστής, σοβινίστρια, σοκ, σοκάν, σοκάρω, σταζιέρ, βαλές, στριπτιζέζ, στριπτιζέρ, φαρσέρ, ντεκορατέρ, ντεκορατρίς, πεντικιούρ, σαμάνος, σοβιέτ, σολίστ, σολιψισμός, σοσιαλισμός, σουρεαλισμός, σουρεαλιστής, σουρεαλίστρια, σουρντίνα, σουφραζέτα, στέπα, στιλίστας, ταμπλέτα, ταμπόν, τανίνη, ταπετσιέρης, τατουέρ, τέρα, τερμίτης, τερορισμός, τικ, τοτέμ, τοτεμισμός, τούνελ, τουσέ, τραβεστί, τραπιστής, φιξ, τριολέ, τριολέτο, τροβαδούρος, τροτέζα, τσιτάτο, υβρίδιο, φαβοριτισμός, φανατισμός, φασόν, φαταλισμός, φαταλιστής, φαταλίστρια, φεμινισμός, φεμινιστής, φεμινίστρια, φετιχισμός, φετιχιστής, φετιχίστρια, φοβισμός, φοβιστής, φονταμανταλισμός, φονταμανταλιστής, φονταμανταλίστρια, φορμαλισμός, φορμαλιστής, φορμαλίστρια, φουτουρισμός, φουτουριστής, φουτουρίστρια, φραξιονισμός, φραξιονιστής, χοληστερίνη, ζουρ φιξ, καμπαρέ, καμπαρετζού, σομελιέ) κ.α.
7. ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ - ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ - ΧΡΩΜΑΤΑ (ανφάς, αρτιφισιέλ, ασαμπλάζ, ρετούς, ρετουσάρω, βερνισάζ, κροκί, καφέ ολέ, βινιέτα, χρώματα: παλ, ακαζού, αζουρέ, βεραμάν, βιολέ, γκρενά, γκουάς, γκοφρέ, γκροτέσκο αλλά τελευταία γκροτέσκ, ιβουάρ, ιλουστρασιόν, εκρού, καμαγιέ, καντριγιέ, κουσέ, κρεμ, κρεπ, κρεπ ντε σιν, λαβί, λιλά, ματ, μαρόν, μιλιμετρέ, μοβ, μπατίκ, μπεζ, μπλε, μπλε μαρέν, μπλε μαρίν, μαρίν, μπλε ρουά, νατύρ μορτ, πετρόλ, μπορντό, μπλοκ, μπρονζέ, ναΐφ, ντεσέν, οπάκ, οβάλ, οξυντέ, οπάλ, παστέλ, περλέ, περοκέ, πλακέ, πλακέτα, πορτρέτο, πουά, πουαντιλισμός, πριμιτίφ, προφίλ, ροζ, ροζέ, ροκοκό, γκρι, γκρι αρζάν, γκρι παλ, γκρι σουρί, γκρι μελανζέ, σαμπανί, σαντρέ, σαξ, σιελ, σικλαμέν, σιτρόν, σιλουέτα, σοκολά, σομόν, ταμπά, τυρκουάζ, φουμέ ή φυμέ ή φιμέ, φωσφοριζέ, χακί, μπισκουί, φονσέ, ουτρεμέρ, φρεζ, χρωμέ) κ.α.
8. ΣΥΣΚΕΥΕΣ, εξαρτήματα, Τομείς της τεχνολογίας Μέσα μεταφοράς όπως (αλεζουάρ, αεροπλάνο, αερόστατο, βαπέρ, βεντιλατέρ ή βαντιλατέρ, βιζέρ, ράδιο, τρένο, τρακτέρ, βαγκονλί, γκιλοτίνα, εταζέρα, τελεσιέζ, τελεφερίκ, σεσουάρ, στιλό, ασανσέρ, αντάπτορας, μονόκλ, μπρελόκ, καντράν, αμπούλα, ασανσέρ, βάνα, ηλεκτροσκόπιο, ηλεκτροσόκ, καλοριφέρ, κασπό, κομπρεσέρ, κοντρόλ, καναντέρ, κολλεκτέρ, κομιτατέρ, μανιετό, μοτοριζέ, μπαλανσιέ, μπαλαντέζα, μπουτόν, μπουρέζα, μπωντριέ, ντουί, οβίδα, πένσα, πορτμαντό, πρίζα, ρακόρ, ρελέ, ρεγκαλέζα, ρουλεμάν, σαριό, ταμπλό, τανάλια, τελεσκί, τορπίλη, υδροπλάνο, φρουτιέρα, φις, φρέζα, φριτέζα) κ.α.
9. ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ - ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ (κρουασάν, (αλ(ά) αμερικέν, ανσιέν, ορόρ, μπασκέζ, λιονέζ, ζαρντινιέρ, παριζιέν), απεριτίφ, αντσούγια, (αλά) κρεμ, βελουτέ, βερμούτ, βινεγκρέτ, βλαντζί, βολοβάν, γαρνίρω, γαρνιτούρα, ρύζι γλασέ, γραβιέρα, γκρανουλέ, γκουρμέ, γκουρμάν, γκοφρέτα, εκλέρ, εβαπορέ, εστραγκόν, ζελέ, ζαμπόν, καναπεδάκι(α), καροτίνη, κουβερτούρα, κρεμ καραμέλ, κρεμ ντε κασίς, κρεμ μπρουλέ, καραμελιζέ, καφείνη, καφετιέρα, κεφίρ, κιλότο, κινίνη, κονκασέ, κονσομέ, κουπ πατ, κρέμα πατισερί, κοτιγιόν, κοτολέτα, κονφί, κονφισερί, κορντόν μπλε, κρέπα, κρεπερί, κροκάν, κρουτόν, κροκέτα, λικέρ, μαγιονέζα, μακαρόν, μαρένγκα, μαρόν γλασέ, μαργαρίνη, μαρμπρέ, μαρμελάδα, μαρμίτα, μενού, μιλφέιγ, μον αμούρ, μπαγκέτα, μπαμπάς, μπατόν σαλέ, μπεσαμέλ, μπον φιλέ, μους ο σοκολά, μιλανέζ, μινιαρντίζ, μπουγιαμπέσα, μπεζές, μπεν μαρί, μπιφτέκι, μπλανσάρω, μπουργκινιόν, μπριός, νουά, νουγκά, νουγκατίνα, ντεζενέ, ντεμί, ντεμί γκλας, ντεμί σεκ, ντινέ, ομελέτα, ολλανταίζ, παντεσπάνι, πανάρω, πατέ, πατισερί, περιγκέζ, πικάντ, πικνίκ, πομ ντε τερ, ποσέ, πουρές, ποτ-ω-φε, ποπιέτ, πουτίγκα, πραλίνα, πραλινέ, προβανσάλ ή προβενσάλ, ραβιγκότ, ραγού ή ραγκού, ρακλέτ, ρέβα, ρολό ή ρουλό, ρουλάντ, ρεστοράν, ρεστορατέρ, σαβαγιάρ, σαβαρέν, σαγκουίνι, σαλμί, σαμπλέ, σαρλότ, σενιάν, σου, σου α λα κρεμ, σουβέρ, σορμπέ, σως, σως μπατόν, σωτάρω, σωτέ, σαμπάνια, σαμπανιζέ, σαντιγί, σουκρούτ, σπεσιαλιτέ, ταμπουλέ, τάρτα, ταρτ τατέν, ταρτάρ, τεμπάλ, τρούφα, φαρίν λακτέ, φραπέ, φρικασέ, φαρσί, φρουί γκλασέ ή φρουί γλασέ, φουαντρέ, φουαγκρά, φυμέ, φουκού, φλαμπέ, φραμπουάζ, προφιτερόλ, πτι μπερ, πτιφούρ, σουφλέ, σουπέ, σεφ, σεφ πατισιέ, τρανς, φοντάν, φο-φιλέ, ογκρατέν, κουαντρό)
10 MΟΔΑ α) ρούχα: ανσάμπλ, αντραβέ, αζούρ, ασορτί, αμπίρ, βεστόνι, εμαγιέ, εβαζέ, εκάι, εξαντρίκ, εξτραβαγκάν, ζακάρ, ζαπονέ, ζιλέ, κυλόττα, ζιπούνι, σάρπα, καλσόν, καμπαρντίνα, κομπινεζόν, καλτσόν, κασκόλ, κασκορσέ, κορσές, κολάν, κουάφ, κοτόν, κλος, κρετόν, κρέπι ή κρεπ, λεοπάρ, μαροκέν, λουτρ, μαγιό, μανσέτα, μανσόν, μαντό, μελόν (καπέλο), μουαρέ, μουλινέ, μουσελίνα, μουφλόν, μπλούζα, μπλουζόν, μπορντούρα, μπρετέλα, ριγέ, ζαρτιέρα, νεγκλιζέ, ντεκολτέ, ντρίλι, παντελόνι, παρεό, παλτό, πενιουάρ, μαρινιέρα, μερσεριζέ, μιραμπό, μουλάζ, μπροσέ, μπουφάν, μπέρτα, μπρουνέτ, μπροντερί, ντεφιλέ, ντεζαμπιγιέ, ντεπιές, ντραπέ, παπιγιόν, παγέτα, παντατίφ, παρντεσού, πατρόν, πελερίνα, πιε ντε πουλ, πομπόν, πούδρα, γκομάζ, πλισέ, πλισές, πονζέ, πρενς ντε γκαλ, ραιγιόν ή ρεγιόν, ρομπ ντε σαμπρ, σαλοπέτ, σαμπό, σαντούκ, σεμιζιέ, σερβιέτα, σικ, σινιέ, σοσόνι, σουέτ, ταγιέρ, τόκα, τρανσπαράν, τρουά-καρ, τρικαντό, τρικό, φλοράλ, φουλάρι, φουρό, φράκο, φραμπαλάς, φρου φρου, ωτ κουτύρ. β) 'γούνες': βιζόν, ετόλ, λουτρ, μουτόν, ρενάρ
γ) 'υφάσματα': βισκόζ, βουάλ, εμπριμέ, αλπακάς, καμηλό, καρό, πτι καρό, κοτλέ, λαμέ, λαστέξ, μπροκάρ, ντουμπλ φας, ντουσές, ντραπαρία, πικέ, πλατινέ, ποπλίνα, ρελιέφ, σανζελιζέ, σατέν, σατινέ, σεβιότ, σενίλ, ταφτάς, τεργκάλ, τούλι δ) 'ραπτική': αμπιγιέ, δαντέλα, καπιτονέ, κρουαζέ, κορσάζ, μανεκέν, μπουτίκ, ντεμοντέ, πασαρέλα, ρεβέρ, σουά σοβάζ, τρουακάρ, φερμουάρ, φεστόνι, φροτέ, πρετ-α-πορτέ) ε) κοσμήματα (κραγιόν, κολιέ, κολιέ-πεντατίφ, μενταγιόν, μπιζού, μπρασελέ, φο μπιζού) κ.α.
Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς 2[]11. Αντικείμενα - χώροι, χώροι σπιτιού - μέρη - ζώα-φυτά : (αγκράφα, αμπαζούρ, αντιλόπη, αεροζόλ, αλέα, αμπρί, απαρτεμάν, απλίκα, αραχίδα, βαζελίνη, βιτρώ, γιογιό, γκάζι, γκαζιέρα, γκαζόν, γκαρίγκ, γκαρσονιέρα, γρίλια, γκομπλέν, γκριφόν, εσάνς, εσκαργκό, ζαρντινιέρα, ζούγκλα, κανίς, καρμπόν, καπότα, καρνέ, καναπές, κλουαζονέ, κονσόλα, κομφετί, καλότα, καμπινές, καμιζόλα, καμπινέ, καρπέτα, κολόνια, κλασέρ, λαμπατέρ, λαμπιόνι, λαντό, λούπα, (φακός), μακί, μαλτέζ, μοκέτα, μπαλόνι, μπερέ ή μπερές, μπετόνι, μπισόν φριζέ, μπιτόνι, μπιμπελό ή μπιμπλό, μπιντές, μπιμπερό, μπολ, μπομπόνι, μπουγιότα, μπριγκέτα, μπουκέτο, νάγια, νεσεσέρ, ντεπώ, ντους ή ντουζ, ο ντε τουαλέτ, οξυζενέ, ορχιδέα, παβιγιόν, πανσές, παντζούρι, παραβάν, παρασόλ, παρτέρι, πασπαρτού, περφορατέρ, πιλοτή, πινέζα, πλαφονιέρα, πλερέζα, πορτατίφ, ποσέτ, πουφ, πρεσπαπιέ, πρες πουρέ, ρεζεντά, ρετιρέ, ριντό, ρουζ, ρουμπινές, σαλόνι, σαλέ, σέπαλο, σεζλόνγκ, σεκρετέρ, σεμέν (σεμεδάκια), σερβάν, σομιές, σουίτα, σουμέν, σουπλά, σοφίτα, σοφόρα, στόρι, ταπισερί, ταμπουρέ, τολ, φερφορζέ, φλοτέρ, σακ βουαγιάζ, σερπαντίνα, σιλό, σιφονιέρα, σκαμπό, στορ, τιρμπουσόν, λάμπες μπαγιονέτ ή μινιόν, ταλκ, τουαλέτα, τούγια, τσιντσιλά, φασαμέν, φοξ τεριέ, αργκάλ, ουριάλ). και πολλών άλλων επιστημών
12. Γράμματα και τέχνες : ακορντεόν, ακτιβισμός, αρ νουβό, αρ ντεκό, ατελιέ, αφίσα, βιέλα, γκαλέ, γκαλερί, γκαλερίστας, γκραβούρα, εστέτ, κολάζ, μπαρόκ, ντοκτορά, ρεσιτάλ, ρεφρέν, ρετρό, σολφέζ, στιλ. κ.α
13. Λεπτότειχες ή μη κατασκευές - Αλουμινοκατασκευές αγγλέ, ρουστίκ, κοντραπλακέ, μπριγιάν, μπριγιαντίνη, λαμινέ, τραβέρσα, πόμολο, γαλβανιζέ, ζιργκόν, σαγρέ κ.α.
14. Κομμωτική : α λα γκαρσόν, λακ, λοσιόν, μακιγιάζ, ντεμακιγιάζ, μακιγιάρω, κλασίκ, κου ντε πεν, κουπ, ποστίς, μιζανπλί, μπικουτί, μπουκλέ, κολορασιόν, ντεκολορασιόν, πενιέ, περμανάντ, πομπαντούρ, (χτένισμα) ρεφλέ, σαμπουάν, σινιόν, τουρμπάνι, φιλές, φιξάρω, φριζάρω, οτ κουαφίρ, μπούκλα
15. Χημεία, Φυσική' Στεδόν το σύνολο των συμβόλων της Χημείας προέρχονται από τα γαλλικά. (αλουμίνα, αιθυλένιο,αμπεράζ, ασετόν, ακρυλικό, αλκάλιο, αλκαλοειδές, αμίαντος, αμινο-, αμπέρ, ανιλίνη, ασετιλίνη, βατ, βακελίτης, βάριο, βενζόλη, βενζόη, βόριο, βρόμιο, βισμούθιο, βιτριόλι, βηρύλλιο, βολτάζ, βολταικός, βουλκανισμός, γραφίτης, γρανίτης, δολομίτης, εβονίτης, εστέρας, ιρίδιο, θόριο, κάδμιο, κάλιο, καρμίνιο, κέσιο, κετόνες, κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κολοφώνιο, κουλόμπ, λανολίνη, λιγνίτης, μαγδαλήνιο ή μαγδαλένιο, μελαμίνη, μεγαβάτ, μπεκερέλ, μολυβδένιο, νετρόνιο, νικελιούχος, παραθείο, πεντάνιο, παραφίνη, πασκάλ, ριπολίνη, υπερίτης, φορμόλη, χλώριο, χλωροφόρμιο) Στην φυσική τους τύπους τους διαβάζουμε στα γαλλικά. Π.χ. h = ½ g t² . Λέμε: ασ ίσον έν δεύτερο ζε τε τετράγωνο (και όχι έιτς ίσον εν δεύτερο τζι τι τετράγωνο). Ακόμα, μερικές φορές προφέρουμε στα γαλλικά ακόμα και τα ονόματα επιστημόνων που δεν είναι Γάλλοι. Π.χ. τον Henry (Χένρι, αγγλοαμερικάνος) πολλοί τον διαβάζουν Ανρί. Ακόμα και το υδρογόνο ή το οξυγόνο ή το φθόριο, ή το αιθύλιο προέρχονται από τη γαλλική μετάφραση παρά το γεγονός ότι στην ουσία είναι αντιδάνεια αφού προυπήρχαν οι ρίζες στα αρχαία ελληνικά. Και βέβαια και τα παράγωγα επίθετα π.χ ακρυλικός Περιοδικός πίνακας των στοιχείων στα γαλλικά Επίσης προθήματα όπως νιτρο.
16. ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΕΣ ζουάβος, Κεμπεκουά, Κρεολός, κρεολή, απάχης, απάχισσα
17. Ανένταχτα (αμόκ, αν μπλοκ, α προπό, αζιμούθιο, Αντάντ, αρζαντέ, βεριτάμπλ, βουαλά, εξτραφόρ, ζαμανφού, κομπλιμάν, μερσί, λετρίνα, λινοτύπης, λινοτυπία, μαμαζέλ ή μαμζέλ, μετρέσα, μουσώνας, μπιέλα, μπλαζέ, μπολερό, μπορ, μποά, μενίρ, μπριγιόλ, νέον, νευρογλοία, νιόβιο, ντάλια, ντεκαπάν, ντεμπιτάντ, ντιστενγκέ, ντολμέν, ντουμπλές, ντεκαπέ, οδαλίσκη, όζη, οντουλάρω, οντουλασιόν, οντουλέ, ο λα λα, ορλόν, όσκολο, παπιέ μασέ, Παριζιάνος, παρντόν, παρτούζα, πατ, πατ ντε φλερ, πατσουλί, πεκινουά, πιάν, πιρουέτα, πινάκλ, πλαστρόν, πορτμπονέρ, πρέφα, ραμολί, ρουμπίνι, ρουτίνα, σατομπριάν, σερζ, σκαμπίλι, σερσέ λα φαμ, σουμπλιμέ, σουσού, συλφίδα, ταρταρίνος, τουλίπα, τουπέ, τουρμπίνα, τουρνικέ, τραλαλά, τρενάρω, τρικ, φαγιάντσα ή φαγιάνς, φρίζα, φρου φρου, χαμίνι, λετρασέτ, περκάλ, κοντράστ)
18. Γαλλικές Σπεσιαλιτέ εδώ
19. Νομίζω πως ακόμα και ιταλικές λέξεις πέρασαν στα ελληνικά μέσω της γαλλικής όπως παρμεζάνα, παρτιζάνος
20. Τυχαία - Επιπρόσθετα απλικατέρ, απολιτίκ, αξάν, αραμπέσκ, βενεδικτίνη, βουαλάζ, γκαραζιέρης, ζιγκόν (καρέκλες), καστόρ, καμπαρντινέ, κουπλέ, κομπλικέ, μεταλλιζέ, ντεζά βυ ή ντεζαβού, παντοφλέ, αντίβ, σικορέ, ταμπλό βιβάν, απλικέ, λασσέ, μαδρέν, μασκαρέ, μπαναλιτέ, σοφρουά (σάλτσα), αμερικανιζέ, μπραιζέ, αρμ (στρατός), κρεμ ρουαγιάλ, κρεμ γκανάς, (σως) μπαβαρουάζ, μπρουτάλ, μπρουταλιτέ, κου ντε φουντρ, γκαγκά, οψιόν.
21. Γαλλικά αποθέματα που επηρεάζουν συχνά την νεοελληνική αργκό ή εκφράσεις : καταπληκτικμάν, κρεβατάμπλ, πλερουά, προτεζέ, μερσώ, καραμερσώ, μποτέ, ξενερουά, φορσέ, ναφαν γκατέ, κουλτουρέ, τζαμπέ, (τρε) κομιλφό, κομσί κομσά,
22. Λέξεις αργκό : ορεβουάρ, σιλάνς, μεσιέ, μαντάμ ή μανδάμ, μαμζέλ ή μαντμαζέλ ή ακόμα και ματμαζέλ, μπαρδόν, μπριζολέ, σουρεάλ, ταπί (όχι με την έννοα του τάπητα.
Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς 3[]23. Υπάρχουν επίσης πολλές λέξεις επιστημονικές που έχουν περάσει από τα γαλλικά στα ελληνικά και χρησιμοποιούν κατά το ήμιση ή και 100% ελληνικές ρίζες όπως αγνωστικισμός ή αγνωσιαρχία, αερογκάζ, αγραμματισμός, αεροπερατός, ακρομεγαλία, ανοξία, αντιβιόγραμμα, αντίγονο ή αντιγόνο, αστιγματικός, αστιγματισμός, βακτηριολογία, βακτηριολογικός, βαρόμετρο, βιογένεση, βιογενετική, βιοθεραπεία, βιοκλιματολογία, βιονική, βιονομία, βιόσφαιρα, βιότοπος, βοτανική, βρογχεκτασία, βροντόσαυρος, ισότοπο, ιδιοστατικός, μυοκλονία, μυοπάθεια, οικολογία, οικοσύστημα, ολόγραμμα, ολογραφία, οξαλικός, ορμόνη, όσμιο, ουβερτούρα, πανζοωτία, παντογράφος, παραφασία, παραψυχικός, παρνασσισμός, περίμετρο, πετρογκάζ, πετροχημεία, πεψίνη, πολυτραυματίας, πολεμολογία, προθρομβίνη, πρωτείνη, σακχαρίνη, σκάφανδρο, σκεπτικισμός, τραχειίτιδα, σπληνογραφία, στατιστικός, στερεογραφία, στερεοσκόπιο, στερεοστατική, στερεοσκόπιο, στερεότυπος, στερεοφωνία, στερεοφωτογραφία, στερεοχρωμία, στρατόσφαιρα, στρεπτόκοκκος, στρυχνίνη, στυλογράφος, συνδικαλίζομαι, συνδικαλισμός, συνδικαλιστής, συνδικαλίστρια, συνδικάτο, τηλεγραφία, τηλέγραφος, τηλεκάρτα, τηλεπάθεια, τηλεσκόπιο, τηλέφωνο, τηλεφωνώ, τοξικομανία, τοξίνη, τραγικοκωμωδία ή τραγικωμωδία, τραχειοβρογχικός, τραχειοβρογχίτιδα, τριγωνομετρία, τυπογραφία, τυπογράφος, υδρογραφία, υδροθεραπεία, υδροκεφαλία, υδροκλιματολογία, υδρολογία, υδροστατικός, υπνωτίζω, υπνωτισμός, υποβιταμίνωση, υποθάλαμος, υποχλωρυδρία, υστερία, φαντασμαγορία, φαρμακογνωσία, φαρμακολογία, φαρυγγίτιδα, φαρυγγολαρυγγίτιδα, φαρυγγοτομία, φιλελληνισμός, φλεβίτιδα, φοβία, φυλλοξήρα ή φυλλοξέρα, φυτολογία, φωνογράφος ή φωνόγραφος, φωνομετρία, φωνόμετρο, φωτογραφία, φωτογράφος, χαλκογραφία, χλωροφύλλη, χολοκυστεκτομή, χολοκυστίτιδα, χολοκυστογραφία, χροναξία, χρωμολιθογραφία, ψευδάρθρωση, ψυχασθένεια, ψυχιατρική, ψυχίατρος, ψυχοαναληπτικός, ψυχογένεση, ψυχοθεραπεία, ψυχοληπτικός, ψυχολογία, ψυχομετρία, ψυχοπάθεια, ψυχοπαθολογία, ψυχοπαιδαγωγικός, ψυχοτονικός, ψυχοτρόπος, ψυχοφυσικός, ψυχομετρία, ψυχρόμετρο, ψυχρόφιλος, ψύχωση, ωσμόμετρο, ώσμωση, ωτορινολαρυγγολογία, ωτοσκλήρυνση ή ωτοσκλήρωση, ωτοσκόπηση ή ωτοσκοπία, ωτοσκόπιο
24. Ελληνογενείς ξένοι όροι ορθοπαιδική, ιχθύωση, καρκινόλυση, μονολιθικός, μονομανία, μονομανής, μονομεταλλισμός, μονόσπερμος, μονοτυπία, μονοφυσιτισμός, μονοχρωματικός, πετρογαλή, πετρογονία, πετρογραφία, πιεσόμετρο
25. Πλήθος μεταφραστικών δανείων 1985 εγγραφές όπως αγαθοπιστία bonne -foi, φερέφωνο, porte-voix, εγκιβωτίζω encaisser, εγκληματολογία criminologie, εγκλιματίζω acclimater, θνησιμότητα mortalité, ιχθυοκαλλιέργεια pisciculture, κακοαναθρεμμένος mal élevé, πετρελαιοφόρος pétrolifère, ροκαμβολικός rocambolesque, αντιολισθητικός antidérapant, ανακατακτώ reconquérir, αγγλισμός anglicisme, αεροθάλαμος, ωχρόφαιος
26. Το ίδιο άπειρα σημασιολογικά δάνεια. 2607 εγγραφές Ενδεικτικά : αγγειολογία angiologie, αγγειοσυσταλτικός vaso-constricteur, αβράκωτος sans culotte, άβυσσος abysse , αγένεια bassesse, αγενής ignoble, ταπεινής καταγωγής αγαπώ aimer αγαπώ στο λεξικό Τριανταφυλλίδη [αρχ. ἀγαπῶ (3β: λόγ. σημδ. γαλλ. aimer)], αιθέρας, αθλητικός athlétique κτλ
27. Λόγια 676 εγγραφές όπως αβιταμίνωση avitaminose, αγγειογραφία angiographie, αγγειοδιασταλτικός vasodilatateur, αγγλόφιλος anglophile, κολιμπρί colibri, νιχιλισμός nihilisme, οισοφαγίτιδα oesophagite, φωτογένεια photogénie, polyuréthane πολυουρεθάνη
28. Λογ. σημδ. 2599 εγγραφές όπως αγαθό biens [αρχ. ἀγαθόν, πληθ. (στη σημ. 1α) τά ἀγαθά (1β: λόγ. σημδ. γαλλ. biens· 2α: λόγ. < αρχ. ἀγαθόν· 2β: ελνστ. σημ.), δούκας κτλ.]
29. Λόγια που προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά όπως π.χ αγγελία annonce [λόγ. < αρχ. ἀγγελία `δημόσια διακήρυξη΄ σημδ. γαλλ. annonce], εντερ-αλγία entéralgie
30. Επίδραση της αρχαίας γαλλικής όπως λουκέτο κ.α.
31. Παρωχημένα ή σπάνια όπως αμβελόπα, αντρές, γκαλέ πολί, μπουκλάζ, καρτονάζ, κομβερτισέρ, ντιλετάντ, ρεπικάζ, τουρναμάν, γκρας ή γκρα, φασαφάς
32. Ποικιλίες σταφυλιών καμπερνέ, καρντινάλ (με καταγωγή καλιφορνέζικη), ρεμπιέ (Alphonse Lavallée), σεμιγιόν.
33. Γνωστές ποικιλίες γαλλικού κρασιού σαρντονέ, σοβινιόν μπλαν, καμπερνέ σοβινιόν, μερλό, σιρά ή σπανιότερες όπως βιονιέ, γκρενάς ρουζ, καρινιάν, πινό νουάρ, πινό μενιέ κ.α.
34. Mεταφορές εκ των γαλλικών περσίδα, ιταλισμός και αποδόσεις όπως ιχθυέλαιο
34. Τονισμός στην λήγουσα ελληνικών λέξεων αγορέ, ανθρακί, κυριλέ, λουλακί, μελιτζανί, μενεξεδί, χιονέ, πετσετέ, ροζακί, μπανανέ, σπορτέξ ή όχι απαραίτητα π.χ. μανταμέ ή και σουβλακερί, σαντουιτσερί, ρουφιανερί, βαφλερί, μπουζουκλερί
35. Ονόματα μάρκας : κλωνατέξ, πλυντηρέξ, συρτέξ, χρωτέξ
Προσοχή όμως, υπάρχουν καμιά δεκαπενταριά ψευδόφιλα!!! (faux-amis) Είναι νορμάλ!
Υπό εξέταση[]ραφινερί, εκραζέ, α κατρ μαιν, κροκ-γκοφρ, γκοφρ, πουαντιγιέ, κρυσταλιζέ, πεκάν, μπρικολάζ, μπρικολέρ, κομπόστ, φιξέ, ποζιτίφ, ρεγκάλ, ντιέζ, ακριλάν, ζιπ κιλότ, καμηλό, ασιέτ ανγκλαίζ, ασπίκ, φροτάζ, γκρατάζ, ντεκολάζ, μπρουιτάζ, μοντερνιτέ, νουβοτέ, κουραγκλέζ, κρεπόν, κρεσόν, σουά σοβάζ, σουσέφ σπασουάρ, ντεκαποτάμπλ, ντεπασέ, βιζαζίστ, ρεφλεκτέρ, αροζέ, φιζίκ, φιλιέρα, φιξατέρ, φιξασιόν, φιξατίφ, ζελ, γκρο, γκρο γκρεν, (τα) ντεφό, διαγωνάλ, ρεγκλάν, μοζαΐκ, πλουράλ, εφιλέ, βισισουάζ, ζαμπονό, κλαριφιέ, κοκίγ, κοκότ, κοσέρ, κουπ, κουρ-μπουγιόν, κροκ μεσιέ, μαρινέ, μαρινιέρ, μαντλέν, μαρζιπάν, μασεντουάν, ματελότ, ματινιόν, παλέτ (μαχαίρι), μελάνζ, μιρεπουά, μορνέ, μοσκοβίτ, μπελ ελέν, μπερ μανιέ, μπαλοτίν, μπαρκέτ, μπενιέ, μπεαρνέζ,μπερ μπλαν, μπιεν κουί, μπισκ, μπλανκέτ, μπουκέ γκαρνί, μπραντάντ, μπριζέ, φεγιετέ, μπρινουάζ, ναβαρέν, ναπέ, νατύρ, νουαζέτ, νταριόλ, νταρτουά, ντεγκιστασιόν, ντεγκιστατέρ, ντεγκορζέ, ντεκοβίλ, ντιάμπλ, ντιζονέ, ντιξέλ, ντισές, ντοφινουάζ, (πατάτες) ντοφίν, ντομπ, παλμιέ, πανέ, παπιγιότ, παρμαντιέ, περσιγιάντ, πισαλαντιέρ, πιστού, πρεσαλέ, ρατατούιγ, ραταφιά, ρεμουλάντ, ρεμπλοσόν, ρισόλ, ρουίγ, ρου, νισουάζ, σαμπρέ, σιβέ, εσαλότ, σιμπουλέτ, σινουά, σοσίς, ταπενάντ, τουρνεντό, φριτό, ω μπλε, σανσόν, σελεμπριτέ, εκλαντόρ, κουμπλάν, μανόν, μαιν κουράντ, μπας κλας, μπεν μιξτ, κενέλ, κρουστάντ, λαρντόν, λανγκ ντε σα, ντεγκλασάρισμα, σαμπινιόν, φλαζολέ, φλαν, φρανζιπάν. terminologie culinaire cf. Διάφορες σος Γλωσσάρι μαγειρικής συνταγές μαγειρικής -- κομπλέρ, κοντρολέρ
Mots à exclure ? καρτέλ
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 9 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Θυμάμαι πως το αναφέρει η Βλαχοπούλου στην κόμησσα της Κέρκυρας
https://www.slang.gr/lemma/show/korintor_19861/
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Aπο τοτε που ητανε μπεμπε και ειχε υψος λιγα σαντιμετρ, ασχολιοταν με μιραζ και με πυραυλους αριαν. Για ποιον μιλαω;
Όλοι ξέρουμε. Αλλά ξέχασες τα ραφάλ = DASSAULT RAFALE, τα κονκόρντ και κυρίως τα airbus που η έδρα τους είναι στην Τουλούζη και ίσως ήδη να φοιτεί εκεί.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
https://www.projethomere.com/travaux/proverbes_grecs_anciens.htm
Γλῶσσα γάρ οἰκεῖ ὅπου ὁ κουρεὺς :
La langue habite là où il y a un coiffeur
Ἀετός ἐν νεφέλαις:
Un aigle dans les nuages
Μηδὲ μέλι, μηδὲ μελίσσας
Ni miel, ni abeille
Ὄνου σκιὰ:
A l’ombre de l’âne
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Λίγα λόγια για τις ελληνογαλλικές γλωσσικές ανταλλαγές
Αναρτήθηκε από τον/την sarant στο 31 Μαρτίου, 2014
9 Votes
Όπως είπαμε προχτές, το σαββατοκύριακο που μας πέρασε πήγα στο Παρίσι, όπου ήμουν προσκαλεσμένος για μια ομιλία. Πέρασα πολύ ωραία, η ομιλία πήγε καλά, γνώρισα κόσμο, γενικά μου άρεσε πολύ. Δεν έχει νόημα να αναρτήσω το κείμενο της ομιλίας μου, αφού μίλησα στα γαλλικά. Βέβαια, για το θέμα (“Μύθοι και αλήθειες για την ελληνική γλώσσα”) έχω μιλήσει κι άλλες φορές, κι έχω ανεβάσει και εδώ το κείμενο. Οπότε, σκέφτηκα να βάλω ένα μόνο απόσπασμα της ομιλίας που έδωσα στο Παρίσι, που έχει αρκετά καινούργια στοιχεία, το οποίο ξαναμετάφρασα από τα γαλλικά στα ελληνικά. Με την ευκαιρία, και ένα κουίζ για όσους ξέρουν καλά το Παρίσι.
Επίσης, επειδή το απόσπασμα που ανεβάζω είναι παρμένο από μια ευρύτερη ομιλία, δεν υπάρχει ούτε πρόλογος ούτε επίλογος. Ούτε βέβαια καλύπτει το αχανές αυτό θέμα, για το οποίο έχουν γραφτεί βιβλία ολόκληρα.
……..
Λοιπόν, η ελληνική γλώσσα δεν είναι η μητέρα όλων των γλωσσών, όμως είναι δεδομένο κι αναμφισβήτητο ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες βρίσκουμε λέξεις ελληνικής προέλευσης, τις οποίες μπορούμε να κατατάξουμε σε τρεις κατηγορίες: α) νεολογισμοί που δημιουργήθηκαν από επιστήμονες με βάση ελληνικές ρίζες, προθήματα και επιθήματα, π.χ. téléphone < τηλε («μακριά») + φωνή, β) λόγια δάνεια, διεθνείς λέξεις αντλημένες από το αχανές ελληνολατινικό ταμείο, όπως tragedy, philosophie, geometrische, lírica, και γ) λαϊκά δάνεια, τα οποία συχνά έχουν αλλάξει αρκετά, μερικές φορές σε σημείο που να μην είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε την ελληνική λέξη από την οποία προέρχονται. Σαν ένα μικρό κουίζ, ποια θα λέγατε πως είναι η ελληνική λέξη στην οποία ανάγονται οι εξής έξι γαλλικές λέξεις;
abimer (χαλάω)
appuyer (στηρίζομαι)
autruche (στρουθοκάμηλος)
boutique (μπουτίκ)
cercueil (φέρετρο)
chômage (ανεργία)
Δεν θα σας κουράσω, θα δώσω τις απαντήσεις αμέσως [αυτά τα είχα σε διαφάνεια]
abimer ………………………. άβυσσος
appuyer ……………………….πόδιον
autruche……………………….στρούθιον
boutique……………………….αποθήκη
cercueil…………………………σαρκοφάγος (πρβλ. sarcophage)
chômage……………………….καύμα (cf. calme, κάλμα)
Θα μπορούσα να προσθέσω δεκάδες άλλες λέξεις, αλλά αυτές αρκούν προς το παρόν. Θα σταθώ περισσότερο σε μία από αυτές τις λέξεις, τη λέξη boutique, διότι μας δίνει ένα παράδειγμα ενός γλωσσικού φαινομένου που προσωπικά το βρίσκω συναρπαστικό. Η γαλλική λέξη boutique, με απώτερη ελληνική προέλευση, επανήλθε στα ελληνικά ως δάνειο, μπουτίκ, όπου σημαίνει ένα κομψό κατάστημα που πουλάει είδη ρουχισμού, μάλλον ακριβά,. Πρόκειται για ένα emprunt de retour, όπως νομίζω πως είναι το γαλλικό ισοδύναμο του όρου αντιδάνειο –στα γερμανικά ο αντίστοιχος όρος είναι Rückwanderer.
Για την ιστορία, η ελληνική λέξη αποθήκη (γαλλ. dépôt, magasin), που αποτελεί την απώτερη αρχή της γαλλικής λέξης boutique, έδωσε κι ένα δεύτερο δάνειο στα γαλλικά, αυτή τη φορά με λόγιο δανεισμό. Πρόκειται για τη λέξη apothicaire, που είναι ο πρόδρομος, θα λέγαμε, των σύγχρονων φαρμακοποιών (pharmaciens). Η λέξη έχει δώσει και εκφράσεις, όπως ξέρετε, ας πούμε comptes d’apothicaire (λογαριασμοί του σπετσέρη), που λέγεται για περίπλοκους λογαριασμούς, που είναι δύσκολο να τους επαληθεύσουμε. Η αντίστοιχη ελληνική λέξη αποθηκάριος δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με τα τρόφιμα, σημαίνει «υπεύθυνος αποθήκης», και μπορούμε να παρατηρήσουμε παρεμπιπτόντως ότι η γαλλική λέξη magasin και η ελληνική λέξη μαγαζί είναι και οι δυο τους δανεικές από τα αραβικά (αξίζει χωριστό άρθρο), πράγμα που δείχνει πόσο έντονη αλλά και πόσο πλουραλιστική υπήρξε η γλωσσική αλληλεπίδραση στη μεσαιωνική Μεσόγειο.
Όπως βλέπετε, η ετυμολογία μας προσφέρει συναρπαστικά ταξίδια στον χώρο και στον χρόνο, αλλά θα ήταν λάθος, κατά τη γνώμη μου, να πιστέψουμε ότι η ετυμολογία μας δείχνει το «αληθινό» νόημα μιας λέξης, όπως ίσως πιστεύουν μερικοί συμπατριώτες μου (γενικά εμείς οι Έλληνες αγαπάμε πολύ την ετυμολογία), που ίσως επηρεάζονται από το ότι η λέξη «έτυμος» σημαίνει «αληθής». Για παράδειγμα, η λέξη μπουτίκ, που την αναφέραμε τώρα, αν και ετυμολογείται από την αποθήκη, δεν έχει καμιά σχέση σήμερα με την αποθήκη, είτε στα ελληνικά είτε στα γαλλικά, και αν πείτε σε κάποια φίλη σας, που είναι ιδιοκτήτρια μπουτίκ, ότι το κατάστημά της «κατά βάθος» δεν είναι παρά μια αποθήκη, ότι η πραγματική του σημασία είναι αυτή, ασφαλώς δεν θα χαρεί. Θα έλεγα μάλλον ότι η ετυμολογία δείχνει την ιστορία των λέξεων, δείχνει τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων εκείνων που ονομάτισαν τα πράγματα, τον τρόπο με τον οποίο συλλάμβαναν τα πράγματα, τις λέξεις και τον κόσμο τους.
Σέλφι από το Παρίσι. Μπορείτε να βρείτε πού είναι βγαλμένη η φωτογραφία;
Σέλφι από το Παρίσι. Μπορείτε να βρείτε πού είναι βγαλμένη η φωτογραφία;
Κι έτσι, μπήκαμε στον τομέα των γλωσσικών δανείων. Λένε συχνά ότι τα δάνεια αποτελούν απειλή για την ελληνική γλώσσα. Εγώ πιστεύω ότι, σε αντίθεση με τα χρηματικά δάνεια, τα οποία, σε περίπτωση υπέρμετρης χρήσης, μπορούν να οδηγήσουν ένα νοικοκυριό στην καταστροφή ή μια χώρα στη χρεοκοπία (και έχουμε δυστυχώς αρκετά τέτοια παραδείγματα), τα γλωσσικά δάνεια εμπλουτίζουν τη γλώσσα-αποδέκτη, κάτι που αποδεικνύεται αν δούμε την αγγλική γλώσσα η οποία έχει το μεγαλύτερο λεξιλόγιο απ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, ακριβώς επειδή σε όλη την ιστορία της δεν έπαψε ποτέ να δανείζεται, αφειδώς, από όλες τις γλώσσες, ακόμα και τις τελευταίες δεκαετίες, που κατέλαβε κυρίαρχη θέση σε παγκόσμια κλίμακα. Άλλωστε, και τα αρχαία ελληνικά, ακόμα κι όταν αποτελούσαν την κυρίαρχη γλώσσα στην κλίμακα του μεσογειακού κόσμου, δεν φοβούνταν τα δάνεια. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν λέξεις όπως αρραβών, χιτών, σινδών, αγγαρεία, μάγος ή παράδεισος, από τις οποίες οι τρεις πρώτες είναι σημιτικά δάνεια και οι άλλες τρεις περσικά, για να μην αναφέρουμε και τις προελληνικές λέξεις, όπως θάλασσα ή σύκον. Κανείς δεν θα διαμαρτυρόταν για δάνεια όπως αυτά.
Παρόμοια, τα νέα ελληνικά έχουν λέξεις όπως γιλέκο (απ’ όπου και το γαλλ. gilet), παπούτσι ή τσέπη, τουρκικής προέλευσης, σπίτι, πόρτα ή σκάλα (λατινικής προέλευσης, και πολύ περισσότερα είναι τα ιταλικά ή βενετικά δάνεια), λουλούδι, βάλτος ή σανός, βαλκανικής προέλευσης, αλβανικό δάνειο η πρώτη και σλαβικό οι άλλες δύο, βόλεϊ, μπάσκετ ή γκολ, αγγλικής προέλευσης, και αμορτισέρ, καρμπιρατέρ ή καλοριφέρ, γαλλικής προέλευσης.
Ένα από τα τρία παραδείγματα γαλλικών δανείων είναι και η λέξη «καλοριφέρ», radiateur στα γαλλικά. Πρόκειται για δάνειο από μια άλλη γαλλική λέξη, calorifère, η οποία δεν ακούγεται και πολύ σήμερα στη Γαλλία, αν και στο Κεμπέκ εξακολουθεί να χρησιμοποιείται. Προφανώς, όταν έγινε το δάνειο, στον μεσοπόλεμο, η λέξη calorifère ακουγόταν περισσότερο στη Γαλλία. Από την άλλη, στα γαλλικά έχουμε λέξεις που έχουν δημιουργηθεί από στοιχεία ελληνογενή, οι οποίες είναι ανύπαρκτες στα ελληνικά, όπως η λέξη haltérophilie. Ακούγεται ελληνική λέξη, αλλά η αντίστοιχη ελληνική λέξη, που θα ήταν αλτηροφιλία δεν υπάρχει ούτε στα αρχαία ούτε στα νέα ελληνικά• εμείς λέμε «άρση βαρών», που θα μεταφραζόταν στα γαλλικά soulèvement de poids• αν πείτε σε κάποιον Έλληνα τη λέξη «αλτηροφιλία» δεν νομίζω να καταλάβει τι σημαίνει, και δεν αποκλείεται να σκεφτεί ότι έχει κάποια σχέση με το άλμα.
Θα μπορούσα πάντως να διαλέξω μιαν άλλη τριάδα δανείων από τη γαλλική γλώσσα, όπως μοντάζ, γκαράζ, μακιγιάζ, για να δείξω τρεις τομείς που είχαν κατακλυσθεί από γαλλικά δάνεια (κινηματογράφος, αυτοκίνητο, καλλωπισμός) ή ακόμη τον τομέα της ραπτικής και της μόδας, όπου όλοι σχεδόν οι όροι, επί δεκαετίες, ήταν γαλλικής προέλευσης. Πολλά από αυτά τα δάνεια δεν ακούγονται πια, άλλα έχουν περιθωριοποιηθεί, αρκετά όμως εξακολουθούν να είναι πολύ ζωντανά. Μερικές φορές, αντικαταστάθηκαν από αυτόχθονες όρους• για παράδειγμα, η λέξη σοφέρ, που έρχεται από τα γαλλικά, chauffeur, παρόλο που ακουγόταν πολύ επί δεκαετίες, έχοντας μάλιστα δώσει και αρκετά παράγωγα (σοφάρω, σοφεράκι, σοφεράντζα, κτλ.), σήμερα δεν ακούγεται και τόσο, την έχει επισκιάσει η ντόπια λέξη οδηγός. Κάποτε, η αντικατάσταση γίνεται από αγγλικά δάνεια. Σε μια εκπομπή της πρωινής ζώνης (οι περισσότερες από αυτές δεν είναι της υψηλής διανόησης), είχαν προσκαλέσει μια κοπέλα.
- Και με τι ασχολείστε;
- Είμαι μέικ-απ άρτιστ, απάντησε εκείνη.
- Και πώς λέγεται αυτό στα ελληνικά;
- Χμμμ… μακιγιέρ, όχι; (Να σημειωθεί ότι στα ελληνικά, επειδή το γαλλικό γένος δεν γίνεται πάντοτε αντιληπτό, λέμε εξίσου η μακιγιέρ και η μακιγιέζ).
Όμως, μερικές φορές τα παλαιότερα αυτά δάνεια αντιστέκονται στα νεοφερμένα. Στη δεκαετία του 1960-70, τα μοντέρνα διαμερίσματα της Αθήνας είχαν λίβινγκ ρουμ, όρος δάνειος από τα αγγλικά, ο οποίος προσωρινά σχεδόν εκτόπισε το γαλλικό δάνειο σαλόνι. Σήμερα όμως η λέξη λίβινγκ ρουμ ακούγεται πολύ λιγότερο, ενώ η λέξη σαλόνι έχει επανέλθει, πλάι στον αυτόχθονα όρο καθιστικό. Αλλά πλατειάζω.
…………………………………
Και σαν υστερόγραφο, μπορείτε, όσοι ξέρετε καλά το Παρίσι, να βρείτε σε ποιο σημείο του Παρισιού είναι βγαλμένη η φωτογραφία;
* Επειδή μου ζητήθηκε, το γαλλικό κείμενο της ομιλίας το ανέβασα εδώ, ενώ μπορείτε να δείτε και τις διαφάνειες που χρησιμοποίησα.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Κρέμα γκανάς
Και η ''ντακουάζ'' είναι μούρλια
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Στυλ φλου αρτιστίκ
Kαλό φθινόπωρο! Το "αρτιστίκ" εννοείς;
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 10 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
και οι γαλλικές είναι
8469 λέξεις και 847 σελίδες για γαλλ. στο λεξικό Τριανταφυλλίδη
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Influence de la langue française en Grèce - Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς: 1
1. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ - Μέσα μεταφοράς Σχεδόν όλα τα μέρη και τα εξαρτήματα αυτοκινήτου (αλερετούρ, αβάνς, αλκοτέστ, αμορτισέρ, αξεσουάρ, βαγκόν-λί, βαγκόν-ρεστοράν, βολάν, (άμαξα) βιζαβί, γρανάζι (engrenage) βουλκανιζατέρ, γκαζοζέν, γλασάρω, ντιστριμπιτέρ, δυναμό, εξπρές, ζιγκ-ζαγκ, ζιγκλέρ ή ζικλέρ, μοτέρ, καπό, καμιόνι, καμπριολέ, κλατάρω, κρεμαγιέρα, ταμπλό, παρμπρίζ, καλίμπρα, καρμανιόλα, καροσερί, κοντέρ, κουπέ, κρεασιόν, λεβιές, λιμουζίνα, μαρκέ, πορτμπαγκάζ, μπουζί, μαρσπιέ ή μασπιές, μαρσάρω, μαρσάρισμα, μοτοκρός, μοτό, μοτοσικλέτα, μοτοσικλετιστής, μαρσπιέ, μουαγιέ, μπλοκάζ, μπλοκέ (διαφορικό), μπεκ (εγχυτήρας), μπενζίνα, μπουλόνι, αμπραγιάζ, ντίζα, ντεμπραγιάζ, ντελαπάρισμα, ντελαπάρω, οτομοτρίς, παρκόμετρο, πεντάλ, πορτ μπεμπέ, πετάλι, πιστολέ, πουάρ (βενζίνης), σαμπρέλα, σασμάν, ρεζερβουάρ, σούπερ, ρεκτιφιέ, ρελαντί, ρεπρίζ, ροντάρω, ροντάρισμα, σεβρό, σερβομοτέρ, σερβόφρενο, (φρένων), συσπανσιόν, σασί, σιλανσιέ, σοφέρ, σοφερίνα, σοφάρω, ταξί, ταμπούρο, τετ-α-κέ, τραμ, τρανσμισιόν, φλεξίμπλ, φρένο, φούιτ, καρμπιρατέρ, σπορτίφ) κ.α. βλ.
2. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ - Θέατρο - Ψυχαγωγία (αβανγκάρντ, αβανγκαρντισμός, αβάν πρεμιέρ, ανιμασιόν, ανιματέρ, αζάν προβοκατέρ, ανφάν γκατέ, αλμανάκ, αξελερέ, ατραξιόν, βερσιόν, βαμπίρ, βαριετέ, βουλεβάρτο, βωντεβίλ, γκάμα, μιξάζ, μοντάζ, ενσταντανέ, εφέ, εκράν, θεατράλ, καμουφλάζ, καμουφλάρω, εξιτάρω, ντεκαλάζ, ντεκουπάζ, ντεκουπάρω, ντοκυμαντέρ, καφεθέατρο, καντράζ, καρέ καρέ, κοζερί, κλακέτα, κομεντί, κασκαντέρ, κλισέ, κομπέρ, μαριονέτα, αμπιγιέρ, αμπιγιέζ, αγκαζέ, γκρο πλαν, πλατό, πλατφόρμα, μακιγιέρ, μακιγιέζ, μαρκίζα, μετρ, μοντέρ, νουβέλ βαγκ, ντουμπλάζ, ντουμπλάρω, ντουμπλίρ, ντουμπλέρ, φεστιβάλ, φιλμ νουάρ, γκισέ, οντισιόν, ενζενί, μπουάτ, ζεν πρεμιέ, ζεν κομίκ, κλακ, κλακέρ, μαγκαζίνο, μιζανσέν, ντεκόρ, οπερατέρ, παρλάν, πατινουάρ, πορνό, ποτ πουρί, πρεμιέρα, ράμπα, ρεπερτουάρ, ρεπεράζ, ρεπορτάζ, ρεζισέρ, ρεζουμέ, ρόλος, ρολάρω, σεκάνς, σινέ, σινεμά, σινεμασκόπ, σουμπρέτα, σουξέ, γκραν σουξέ, σπικάζ (κατά το ήμισυ αγγλική λέξη), τακτ, ταρτούφος, τετ-α-τετ, τελεσινέ, τουρνέ, τρακ, τρικέζα, τροκ, τροτ, τρανσπαράνς, τρικάζ, φετίχ, φουαγιέ, φωτομοντάζ, φαμ φατάλ, φαντομάς, φον ντε τεν, φωτορομάντζο, χιουμοριστής ή χιουμορίστας, ανκόρ, ζενερίκ, ραπροσέ, πλονζέ, κοντρ πλονζέ, πανοραμίκ, βερτικάλ, φιλάζ, φλου αρτιστίκ, φοντί, φοντί ανσενέ, φορμά, φλου) κ.α. Στάδια μίας ταινίας
3. ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ (αερομοντελισμός, αλπινισμός, αλπινιστής, αλπινίστρια, απόρτ, απρέ σκι, ασσίστ, βαριάντ, βιράζ, βολέ, βολ πλανέ, ρεπεσάζ, ρεβάνς, ζετέ, επολέ, αρασέ, γκραν πρι, γκαλόπ, γκραν γκινιόλ, γκανιάν, γιούπι, εκάρ, εξτρέμ, ετάπ, κανό, καρέ, κουλουάρ, κάσκα, κέντα, κλακάζ, κράμπα, κουντεπιέ, κουλές (μπιλιάρδο), κούρσα, κροσέ, κροκέ, λάσο, λισάνς, λουμπάγκο, μαζορέτα, μελέ, μανούβρα, μαρς, μασκότ, μπαράζ, μπατόν, μποξέρ, μοντελισμός, μπαντάζ, μποϊκοτάζ, μπρα ντε φερ, νατουραλιζέ, ντεμαράζ, ντρεσάζ, ντρεσάρω, ντιρέκτ, ντισκαλιφιέ, ντοπέ, ντουμπλέ, ντριμπλέρ, παλμαρέ, πλονζόν, παρκούρ, παρκ φερμέ, παρκέ, πασέρ, πατινάζ, πατινέρ, πατινέζ, πατινάρω, πασάζ, πιάφ, πατ, πατίνι, παρολί, πεζάζ, πελότα, πελούζα ή πελούζ, πιολέ, πινάκλ, πλακάζ, πλασέ, πλασάρισμα, πλασάρω, πουλέν, πουρσουίτ, ραντονέ, ραπέλ, ρεκόρ, ρελάνς, ρεφλέξ, ροντάτ, σαβάτ, σαμποτάζ, σαμποτέρ, σερβίς, σερί, σικέ, σιρκουί, στο ντεμί, σουπερποζέ, σουτέρ (κατά το ήμισυ αγγλική λέξη), σκιέρ, σπορ, τάπα, τατουάζ, τερέν, τρικολόρ, τομπέ, αρετέ, τουρνουά, τοταλιζατέρ, τρασέρ, τρασέζ, φαβορί, φιλέ, φιναλίστ) κ.α.3.α Σκάκι (αν πασάν, γκαμπί, πιόνι, ρεν, ροκέ, ρουά, ματ, ρεν, φου) 3.β Χορός-ΜΠΑΛΕΤΟ (βαλς, αλεμάντ, γκαβότ, κορ ντε μπαλέ, κανκάν, κουράντ, πα ντε ντε, πα ντε πατινέρ, πα ντε τρουά, μπαλαρινέ, μπουρέ, αν αβάν, γκραν ζετέ, ντεμπουλέ, τουτ ανγκαζέ, πλιέ, ποζισιόν, πουέντ, προμενάντ, ρελεβέ, ροντό, σαραμπάντ, γκραν πλιέ, φαραντόλ, φοξ ανγκλέ) 3.γ Καζίνο (faites vos jeux, rien ne va plus, μπακαράς, μπαλαντέρ, λεβέ, μπαλανσέ, σαν βουάρ, σεμέν ντε φερ, σερβί, κρουπιέρης, φίνα (μπιλιάρδο), φλος ρουαγιάλ (πόκερ) ) Επίσης το λουτζ που μας το θύμισε ο πρόσφατος θάνατος του Γεωργιανού αθλητή στην φετινή χειμερινή ολυμπιάδα Ετυμολογία του λουτζ3.δ Όλοι οι όροι της ξιφασκίας όπως επέ, σαμπρ, φλερέ
4. ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (ανρί, γκραμ, κιλογκράμ, μολ, καλορί, κιλό, μέτρο, μικροσεκόντ, μιλιγκράμ, νανοσεκόντ, μιλιμέτρ, σαντιμέτρ, ποτενσιόμετρο, παρσέκ, σεκόντ, τιράζ, τονάζ, τόνος) κ.α.
5. ΑΓΟΡΑ (αγκαζάρω, αλά καρτ, αμπαλάζ, ανιγκρέ, αρμπιτράζ, ατού, αφίσα, βαλέρ, βιταμίνη, βιτρίνα, γκανιότα, γκαραντί, γκαλά, γκίνια, γκρουπ, γκρουπάζ, ετικέτα, είδη μπεμπέ, εκτάριο, ελεγκάν, έξτρα, εξτρέ, ζερό, ιμιτασιόν, καρτ ποστάλ, καφετερία,(το) κλου, καμποτάζ, κουβέρ, Κομισιόν, καρνάβαλος, καρναβάλι, καρτ βιζίτ, καρτ μπλανς, κασέ, κομφόρ, κονσοματρίς, κουπόνι, κουλέρ λοκάλ, κρουαζιέρα, λακές, λανσάρω, λουξ, μπαλ μασκέ, μπαλ ντε τετ, μπαλ ντ' ανφάν, μίζα, μουαγιέν, μοτίφ, μπαγκανότα, μπαζάρ, μπιενάλε, μπρασερί, μπρικ α μπρακ, μπον μπον, μπροσούρα, ναπολεόνι, ντεκλαρέ, ντεκαφεϊνέ, ντεμί σεζόν, ντεπό, ντιρεκτίβα, ντισκοτέκ, ντοσιέ, οκαζιόν, πανσιόν, πασμαντερί, περφορέ, πριβέ, πανό, πίστα, πλαζ, πλακάτ, πορτμονέ, πριμ, ραφινέ, ρεβεγιόν, ρεκλάμα, ρεσεψιόν, ρεσεψιονίστ, ρεφάρω, σεπαρέ, ταμπλ ντοτ, τροτουάρ, πουρμπουάρ, πλαφόν, ρεζερβέ, ρέντα, ρεπό, ρουλέτα, σαμουά, σελοφάν, σουαρέ, σουβενίρ, σπιράλ, φαβορίτος, φαντεζί, φέιγ βολάν, φιλιγκράν) κ.α. (μπαρ σε δεύτερο επίπεδο)
6. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (αλτερνατίβα, αλτρουισμός, αμοραλισμός, αμφεταμίνη, αντικέρ, ακτουαλισμός, απλικασιόν, αρκανικός, αριβισμός, αρμ, αρμονίστας, ασπιρίνη, αυτισμός, βαρόνος, βαριασιόν, βαρβιτουρικά, βενζίνη, βιταλισμός, βουδισμός, βουδιστής, βοναπαρτισμός, βρυόφυτα, βολονταρισμός, βιμπραφόν, βιμπραφωνίστας, βιολονίστας, βανδαλισμός, γεμολογία, γεμολόγος, γκαμπαρί, γκάφα, γκρομπετόν, γρίππη, εβραϊσμός, εβραϊστής, ελίτ, ελιτισμός, εμιγκρέ, εμουλσιόν, εμπρεσιονισμός, εξπέρ, εξποζέ, εξτρεμισμός, εξτρεμιστής, εξτρεμίστρια, εξπρεσιονισμός, ετατισμός, ιλουζιονισμός, ιλουζιονιστής, ιλουζιονιστικός, ιρασιοναλισμός, καλαμπούρι, κανάγιας, καφεσαντάν, κονφερανσιέ, κοκότα, κολάπσους, κολεκτιβιστικός, κολορίστας, κομμουνισμός, κομμουνιστής, κονστρουκτιβισμός, κονσερβατουάρ, κοοπερατίβα, κρετίνα, κρετίνος, κρετινισμός, γκαρσόν, ζαργκόν, ζογκλέρ, ζιγκολό, ζαμανφουτισμός, μπον βιβέρ, κονεσέρ, καουτσούκ, κλίκα, κλοσάρ, κονσομασιόν, κολίτιδα, κορτικοθεραπεία, κλωστρά, κρεατίνη, κρεμ ντε λα κρεμ, λαπαλισμός, μακάβριος, μανικιούρ, μανικιουρίστ, μανιερισμός, μαρξισμός, μαρξιστής, μαρκετερί, μασίφ, ματιέρα, μερκαντιλισμός, μετρ ντ'οτέλ, μεφιτικός, μεφιτισμός, μιλιταρισμός, μιλιταριστής, μοντελίστ, μοδίστρα, μοντελιστής, μοντελίστρια, μορφίνη, μορμονισμός, μορμόνος, μπαλαρμάς, μπελ επόκ, μπεμόλ, μπετόν, μπετον αρμέ, μπετονιέρα, μποέμ, μπουρζουάς, μπουαζερί, μπιζουτερί, μπουλανζερί, μυδράλιο, νατουραλισμός, νατουραλιστής, νεοεμπρεσιονισμός, ντεγκραντέ, ντεμπούτο, ντεκορασιόν, ντεφετισμός, ντεφετιστής, ντεσού, ντικταφόν, ντιβιζιονισμός, ντιλεταντισμός ντρενάζ, νικοτίνη, νομιναλισμός, νομιναλιστής, ντιζέρ, ντιζέζ, ντικτέ, οπορτουνισμός, οπορτουνιστής, οπτιμισμός, οπτιμιστής, ορ τεξτ, τεξτ, ουνιβερσαλισμός, ουρμπανισμός, παρκετάρω, παρκετέζα, παρλαμάς, πατρονίστ, πεντικιουρίστ, περσοναλισμός, περσοναλιστής, περσοναλίστρια, περφεξιονισμός, περφεξιονιστής, περφεξιονίστρια, παρσισμός, παρφουμαρίζομαι, παρφουμάρομαι, πασιφισμός, παρτενέρ, παστεριώνω, πατουά, πενικιλίνη, πεπτίδιο, πεσιμισμός, πεσιμιστής, πεσιμίστρια, πιερότος, πιετισμός, πιετ-α-τερ, πιονιέρος, πιονιέρισσα, πλανάρω, πλασιέ, πλατερέσκ, πλουραλισμός, ποστρεστάντ, πουαντιγισμός, πουαντιγιστής, πουαντιγιστικός πριμιτιβισμός, πριμιτιβιστής, προβοκάτορας, προτεκτοράτο, προτεσταντισμός, ράγα, ραμποτέ, ράντα, ραντιέ, ραντιέρης, ρασιοναλισμός, ρασιοναλιστής, ρεαλιστής, ρεαλίστρια, ρεβιζιονισμός, ρεζιοναλισμός, ρεβιζιονιστής, ρελατιβισμός, ρεπετισιόν, ρεπροντιξιόν, ρεφορμισμός, ρεφορμιστής, ρεφορμίστρια, ριλάξ, ριφιφί, ρομανικός, ρουμπρίκα, σαβουάρ βιβρ, σαδισμός, σαδιστής, σαδίστρια, σανατόριο, σανφασόν, σαξόφωνο, σαξοφωνίστας, σενσουαλισμός, σεξ, σεξισμός, σεξιστής, σεξίστρια, σεξουαλισμός, σερβάντα, σερβί, σιρόπι, σιωνισμός, σιωνιστής, σιωνίστρια, σταζ, σοβινισμός, σοβινιστής, σοβινίστρια, σοκ, σοκάν, σοκάρω, σταζιέρ, βαλές, στριπτιζέζ, στριπτιζέρ, φαρσέρ, καρτέλ, ντεκορατέρ, ντεκορατρίς, πεντικιούρ, σαμάνος, σοβιέτ, σολίστ, σολιψισμός, σοσιαλισμός, σουρεαλισμός, σουρεαλιστής, σουρεαλίστρια, σουρντίνα, σουφραζέτα, στέπα, στιλίστας, ταμπλέτα, ταμπόν, τανίνη, ταπετσιέρης, τατουέρ, τέρα, τερμίτης, τερορισμός, τικ, τοτέμ, τοτεμισμός, τούνελ, τουσέ, τραβεστί, τραπιστής, φιξ, τριολέ, τριολέτο, τροβαδούρος, τροτέζα, τσιτάτο, υβρίδιο, φαβοριτισμός, φανατισμός, φασόν, φαταλισμός, φαταλιστής, φαταλίστρια, φεμινισμός, φεμινιστής, φεμινίστρια, φετιχισμός, φετιχιστής, φετιχίστρια, φοβισμός, φοβιστής, φονταμανταλισμός, φονταμανταλιστής, φονταμανταλίστρια, φορμαλισμός, φορμαλιστής, φορμαλίστρια, φουτουρισμός, φουτουριστής, φουτουρίστρια, φραξιονισμός, φραξιονιστής, χοληστερίνη, ζουρ φιξ, καμπαρέ, καμπαρετζού, σομελιέ) κ.α.
7. ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ - ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ - ΧΡΩΜΑΤΑ (ανφάς, αρτιφισιέλ, ασαμπλάζ, ρετούς, ρετουσάρω, βερνισάζ, κροκί, καφέ ολέ, βινιέτα, χρώματα: παλ, ακαζού, αζουρέ, βεραμάν, βιολέ, γκρενά, γκουάς, γκοφρέ, γκροτέσκο αλλά τελευταία γκροτέσκ, ιβουάρ, ιλουστρασιόν, εκρού, καμαγιέ, καντριγιέ, κουσέ, κρεμ, κρεπ, κρεπ ντε σιν, λαβί, λιλά, ματ, μαρόν, μιλιμετρέ, μοβ, μπατίκ, μπεζ, μπλε, μπλε μαρέν, μπλε μαρίν, μαρίν, μπλε ρουά, νατύρ μορτ, πετρόλ, μπορντό, μπλοκ, μπρονζέ, ναΐφ, ντεσέν, οπάκ, οβάλ, οξυντέ, οπάλ, παστέλ, περλέ, περοκέ, πλακέ, πλακέτα, πορτρέτο, πουά, πουαντιλισμός, πριμιτίφ, προφίλ, ροζ, ροζέ, ροκοκό, γκρι, γκρι αρζάν, γκρι παλ, γκρι σουρί, γκρι μελανζέ, σαμπανί, σαντρέ, σαξ, σιελ, σικλαμέν, σιτρόν, σιλουέτα, σοκολά, σομόν, ταμπά, τυρκουάζ, φουμέ ή φυμέ ή φιμέ, φωσφοριζέ, χακί, μπισκουί, φονσέ, ουτρεμέρ, φρεζ, χρωμέ) κ.α.
8. ΣΥΣΚΕΥΕΣ, εξαρτήματα, Τομείς της τεχνολογίας Μέσα μεταφοράς όπως (αεροπλάνο, αερόστατο, βαπέρ, βεντιλατέρ ή βαντιλατέρ, βιζέρ, ράδιο, τρένο, τρακτέρ, βαγκονλί, γκιλοτίνα, εταζέρα, τελεσιέζ, τελεφερίκ, σεσουάρ, στιλό, ασανσέρ, αντάπτορας, μονόκλ, μπρελόκ, καντράν, αμπούλα, ασανσέρ, βάνα, ηλεκτροσκόπιο, ηλεκτροσόκ, καλοριφέρ, κασπό, κομπρεσέρ, κοντρόλ, καναντέρ, κολλεκτέρ, κομιτατέρ, μανιετό, μοτοριζέ, μπαλανσιέ, μπαλαντέζα, μπουτόν, μπουρέζα, μπωντριέ, ντουί, οβίδα, πένσα, πορτμαντό, πρίζα, ρακόρ, ρελέ, ρεγκαλέζα, ρουλεμάν, σαριό, ταμπλό, τανάλια, τορπίλη, υδροπλάνο, φρουτιέρα, φις, φρέζα, φριτέζα) κ.α.
9. ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ - ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ (κρουασάν, (αλ(ά) αμερικέν, ανσιέν, ορόρ, μπασκέζ, λιονέζ, ζαρντινιέρ, παριζιέν), απεριτίφ, αντσούγια, (αλά) κρεμ, βελουτέ, βερμούτ, βινεγκρέτ, βλαντζί, βολοβάν, γαρνίρω, γαρνιτούρα, ρύζι γλασέ, γραβιέρα, γκρανουλέ, γκουρμέ, γκουρμάν, γκοφρέτα, εκλέρ, εβαπορέ, εστραγκόν, ζελέ, ζαμπόν, καναπεδάκι(α), καροτίνη, κουβερτούρα, κρεμ καραμέλ, κρεμ ντε κασίς, κρεμ μπρουλέ, καραμελιζέ, καφείνη, καφετιέρα, κεφίρ, κιλότο, κινίνη, κονκασέ, κονσομέ, κουπ πατ, κρέμα πατισερί, κοτιγιόν, κοτολέτα, κονφί, κονφισερί, κορντόν μπλε, κρέπα, κρεπερί, κροκάν, κρουτόν, κροκέτα, λικέρ, μαγιονέζα, μακαρόν, μαρένγκα, μαρόν γλασέ, μαργαρίνη, μαρμπρέ, μαρμελάδα, μαρμίτα, μενού, μιλφέιγ, μον αμούρ, μπαγκέτα, μπαμπάς, μπατόν σαλέ, μπεσαμέλ, μπον φιλέ, μους ο σοκολά, μιλανέζ, μινιαρντίζ, μπουγιαμπέσα, μπεζές, μπεν μαρί, μπιφτέκι, μπλανσάρω, μπουργκινιόν, μπριός, νουά, νουγκά, νουγκατίνα, ντεζενέ, ντεμί, ντεμί γκλας, ντεμί σεκ, ντινέ, ομελέτα, ολλανταίζ, παντεσπάνι, πανάρω, πατέ, πατισερί, περιγκέζ, πικάντ, πικνίκ, πομ ντε τερ, ποσέ, πουρές, ποτ-ω-φε, ποπιέτ, πουτίγκα, πραλίνα, πραλινέ, προβανσάλ ή προβενσάλ, ραβιγκότ, ραγού ή ραγκού, ρακλέτ, ρέβα, ρολό ή ρουλό, ρουλάντ, ρεστοράν, ρεστορατέρ, σαβαγιάρ, σαβαρέν, σαγκουίνι, σαλμί, σαμπλέ, σαρλότ, σενιάν, σου, σου α λα κρεμ, σουβέρ, σορμπέ, σως, σως μπατόν, σωτάρω, σωτέ, σαμπάνια, σαμπανιζέ, σαντιγί, σουκρούτ, σπεσιαλιτέ, ταμπουλέ, τάρτα, ταρτ τατέν, ταρτάρ, τεμπάλ, τρούφα, φαρίν λακτέ, φραπέ, φρικασέ, φαρσί, φρουί γκλασέ ή φρουί γλασέ, φουαντρέ, φουαγκρά, φυμέ, φουκού, φλαμπέ, φραμπουάζ, προφιτερόλ, πτι μπερ, πτιφούρ, σουφλέ, σουπέ, σεφ, σεφ πατισιέ, τρανς, φοντάν, φο-φιλέ, ογκρατέν, κουαντρό)
10 MΟΔΑ α) ρούχα: ανσάμπλ, αντραβέ, αζούρ, ασορτί, αμπίρ, βεστόνι, εμαγιέ, εβαζέ, εκάι, εξαντρίκ, εξτραβαγκάν, ζακάρ, ζαπονέ, ζιλέ, κυλόττα, ζιπούνι, σάρπα, καλσόν, καμπαρντίνα, κομπινεζόν, καλτσόν, κασκόλ, κασκορσέ, κορσές, κολάν, κουάφ, κοτόν, κλος, κρετόν, κρέπι ή κρεπ, λεοπάρ, μαροκέν, λουτρ, μαγιό, μανσέτα, μανσόν, μαντό, μελόν (καπέλο), μουαρέ, μουλινέ, μουσελίνα, μουφλόν, μπλούζα, μπλουζόν, μπορντούρα, μπρετέλα, ριγέ, ζαρτιέρα, νεγκλιζέ, ντεκολτέ, ντρίλι, παντελόνι, παρεό, παλτό, πενιουάρ, μαρινιέρα, μερσεριζέ, μιραμπό, μπροσέ, μπουφάν, μπέρτα, μπρουνέτ, μπροντερί, ντεφιλέ, ντεζαμπιγιέ, ντεπιές, ντραπέ, παπιγιόν, παγέτα, παντατίφ, παρντεσού, πατρόν, πελερίνα, πιε ντε πουλ, πομπόν, πούδρα, γκομάζ, πλισέ, πλισές, πονζέ, πρενς ντε γκαλ, ραιγιόν ή ρεγιόν, ρομπ ντε σαμπρ, σαλοπέτ, σαμπό, σαντούκ, σεμιζιέ, σερβιέτα, σικ, σινιέ, σοσόνι, σουέτ, ταγιέρ, τόκα, τρανσπαράν, τρουά-καρ, τρικαντό, τρικό, φλοράλ, φουλάρι, φουρό, φράκο, φραμπαλάς, φρουφρού, ωτ κουτύρ. β) 'γούνες': βιζόν, ετόλ, λουτρ, μουτόν, ρενάρ
γ) 'υφάσματα': βισκόζ, βουάλ, εμπριμέ, αλπακάς, καμηλό, καρό, πτι καρό, κοτλέ, λαμέ, λαστέξ, μπροκάρ, ντουμπλ φας, ντουσές, ντραπαρία, πικέ, πλατινέ, ποπλίνα, ρελιέφ, σανζελιζέ, σατέν, σατινέ, σεβιότ, σενίλ, ταφτάς, τούλι δ) 'ραπτική': αμπιγιέ, δαντέλα, καπιτονέ, κρουαζέ, κορσάζ, μανεκέν, μπουτίκ, ντεμοντέ, πασαρέλα, ρεβέρ, σουά σοβάζ, τρουακάρ, φερμουάρ, φεστόνι, φροτέ, πρετ-α-πορτέ) ε) κοσμήματα (κραγιόν, κολιέ, κολιέ-πεντατίφ, μενταγιόν, μπιζού, μπρασελέ, φο μπιζού) κ.α.
Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς 2
11. Αντικείμενα - χώροι, χώροι σπιτιού - μέρη - ζώα-φυτά : (αγκράφα, αμπαζούρ, αντιλόπη, αεροζόλ, αλέα, αμπρί, απαρτεμάν, απλίκα, αραχίδα, βαζελίνη, βιτρώ, γιογιό, γκάζι, γκαζιέρα, γκαζόν, γκαρίγκ, γκαρσονιέρα, γρίλια, γκομπλέν, γκριφόν, εσάνς, εσκαργκό, ζαρντινιέρα, ζούγκλα, κανίς, καρμπόν, καπότα, καρνέ, καναπές, κλουαζονέ, κονσόλα, κομφετί, καλότα, καμπινές, καμιζόλα, καμπινέ, καρπέτα, κολόνια, κλασέρ, λαμπατέρ, λαμπιόνι, λαντό, λούπα, (φακός), μακί, μαλτέζ, μοκέτα, μπαλόνι, μπερέ ή μπερές, μπετόνι, μπιτόνι, μπιμπελό ή μπιμπλό, μπιντές, μπιμπερό, μπολ, μπομπόνι, μπουγιότα, μπριγκέτα, μπουκέτο, νάγια, νεσεσέρ, ντεπώ, ντους ή ντουζ, ο ντε τουαλέτ, οξυζενέ, ορχιδέα, παβιγιόν, πανσές, παντζούρι, παραβάν, παρασόλ, παρτέρι, πασπαρτού, περφορατέρ, πιλοτή, πινέζα, πλαφονιέρα, πλερέζα, πορτατίφ, ποσέτ, πουφ, πρεσπαπιέ, πρες πουρέ, ρεζεντά, ρετιρέ, ριντό, ρουζ, ρουμπινές, σαλόνι, σαλέ, σέπαλο, σεζλόνγκ, σεκρετέρ, σεμέν (σεμεδάκια), σερβάν, σομιές, σουίτα, σουμέν, σουπλά, σοφίτα, σοφόρα, στόρι, ταπισερί, ταμπουρέ, τολ, φερφορζέ, φλοτέρ, σακ βουαγιάζ, σερπαντίνα, σιλό, σιφονιέρα, σκαμπό, στορ, τιρμπουσόν, λάμπες μπαγιονέτ ή μινιόν, ταλκ, τουαλέτα, τούγια, τσιντσιλά, φασαμέν, φοξ τεριέ, αργκάλ, ουριάλ). και πολλών άλλων επιστημών
12. Γράμματα και τέχνες : ακορντεόν, ακτιβισμός, αρ νουβό, αρ ντεκό, ατελιέ, αφίσα, βιέλα, γκαλέ, γκαλερί, γκαλερίστας, γκραβούρα, εστέτ, κολάζ, μπαρόκ, ντοκτορά, ρεσιτάλ, ρεφρέν, ρετρό, σολφέζ, στιλ. κ.α
13. Λεπτότειχες ή μη κατασκευές - Αλουμινοκατασκευές αγγλέ, ρουστίκ, κοντραπλακέ, μπριγιάν, μπριγιαντίνη, λαμινέ, τραβέρσα, πόμολο, γαλβανιζέ, ζιργκόν, σαγρέ κ.α.
14. Κομμωτική : α λα γκαρσόν, λακ, λοσιόν, μακιγιάζ, ντεμακιγιάζ, μακιγιάρω, κλασίκ, κου ντε πεν, κουπ, ποστίς, μιζανπλί, μπικουτί, μπουκλέ, κολορασιόν, ντεκολορασιόν, περμανάντ, πομπαντούρ, (χτένισμα) ρεφλέ, σαμπουάν, σινιόν, τουρμπάνι, φιλές, φιξάρω, φριζάρω, οτ κουαφίρ, μπούκλα
15. Χημεία, Φυσική' Στεδόν το σύνολο των συμβόλων της Χημείας προέρχονται από τα γαλλικά. (αλουμίνα, αιθυλένιο,αμπεράζ, ασετόν, ακρυλικό, αλκάλιο, αλκαλοειδές, αμίαντος, αμινο-, αμπέρ, ανιλίνη, ασετιλίνη, βατ, βακελίτης, βάριο, βενζόλη, βενζόη, βόριο, βρόμιο, βισμούθιο, βιτριόλι, βηρύλλιο, βολτάζ, βολταικός, βουλκανισμός, γραφίτης, γρανίτης, δολομίτης, εβονίτης, εστέρας, ιρίδιο, θόριο, κάδμιο, κάλιο, καρμίνιο, κέσιο, κετόνες, κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κολοφώνιο, κουλόμπ, λανολίνη, λιγνίτης, μαγδαλήνιο ή μαγδαλένιο, μελαμίνη, μεγαβάτ, μπεκερέλ, μολυβδένιο, νετρόνιο, νικελιούχος, παραθείο, πεντάνιο, παραφίνη, πασκάλ, ριπολίνη, υπερίτης, φορμόλη, χλώριο, χλωροφόρμιο) Στην φυσική τους τύπους τους διαβάζουμε στα γαλλικά. Π.χ. h = ½ g t² . Λέμε: ασ ίσον έν δεύτερο ζε τε τετράγωνο (και όχι έιτς ίσον εν δεύτερο τζι τι τετράγωνο). Ακόμα, μερικές φορές προφέρουμε στα γαλλικά ακόμα και τα ονόματα επιστημόνων που δεν είναι Γάλλοι. Π.χ. τον Henry (Χένρι, αγγλοαμερικάνος) πολλοί τον διαβάζουν Ανρί. Ακόμα και το υδρογόνο ή το οξυγόνο ή το φθόριο, ή το αιθύλιο προέρχονται από τη γαλλική μετάφραση παρά το γεγονός ότι στην ουσία είναι αντιδάνεια αφού προυπήρχαν οι ρίζες στα αρχαία ελληνικά. Και βέβαια και τα παράγωγα επίθετα π.χ ακρυλικός Περιοδικός πίνακας των στοιχείων στα γαλλικά Επίσης προθήματα όπως νιτρο.
16. ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΕΣ ζουάβος, Κεμπεκουά, Κρεολός, κρεολή, απάχης, απάχισσα
17. Ανένταχτα (αμόκ, αν μπλοκ, α προπό, αζιμούθιο, Αντάντ, αρζαντέ, βεριτάμπλ, βουαλά, εξτραφόρ, ζαμανφού, κομπλιμάν, μερσί, λετρίνα, λινοτύπης, λινοτυπία, μαμαζέλ ή μαμζέλ, μετρέσα, μουσώνας, μπιέλα, μπλαζέ, μπολερό, μπορ, μποά, μενίρ, μπριγιόλ, νέον, νευρογλοία, νιόβιο, ντάλια, ντεκαπάν, ντεμπιτάντ, ντιστενγκέ, ντολμέν, ντουμπλές, ντεκαπέ, οδαλίσκη, όζη, οντουλάρω, οντουλασιόν, οντουλέ, ο λα λα, ορλόν, όσκολο, παπιέ μασέ, Παριζιάνος, παρντόν, παρτούζα, πατ, πατ ντε φλερ, πατσουλί, πεκινουά, πιάν, πιρουέτα, πινάκλ, πλαστρόν, πορτμπονέρ, πρέφα, ραμολί, ρουμπίνι, ρουτίνα, σατομπριάν, σερζ, σκαμπίλι, σερσέ λα φαμ, σουμπλιμέ, συλφίδα, ταρταρίνος, τουλίπα, τουπέ, τουρμπίνα, τουρνικέ, τραλαλά, τρενάρω, τρικ, φαγιάντσα ή φαγιάνς, φρίζα, φρου φρου, χαμίνι, λετρασέτ, περκάλ, κοντράστ)
18. Γαλλικές Σπεσιαλιτέ εδώ
19. Νομίζω πως ακόμα και ιταλικές λέξεις πέρασαν στα ελληνικά μέσω της γαλλικής όπως παρμεζάνα, παρτιζάνος
20. Τυχαία - Επιπρόσθετα απλικατέρ, απολιτίκ, αξάν, αραμπέσκ, βενεδικτίνη, βουαλάζ, γκαραζιέρης, ζιγκόν (καρέκλες), καστόρ, καμπαρντινέ, κουπλέ, κομπλικέ, μεταλλιζέ, ντεζά βυ ή ντεζαβού, παντοφλέ, αντίβ, σικορέ, ταμπλό βιβάν, απλικέ, λασσέ, μαδρέν, μασκαρέ, μπαναλιτέ, σοφρουά (σάλτσα), αμερικανιζέ, μπραιζέ, αρμ (στρατός), κρεμ ρουαγιάλ, κρεμ γκανάς, (σως) μπαβαρουάζ, μπρουτάλ, μπρουταλιτέ, κου ντε φουντρ, γκαγκά, οψιόν.
21. Γαλλικά αποθέματα που επηρεάζουν συχνά την νεοελληνική αργκό ή εκφράσεις : καταπληκτικμάν, κρεβατάμπλ, πλερουά, προτεζέ, μερσώ, καραμερσώ, μποτέ, ξενερουά, φορσέ, ναφαν γκατέ, κουλτουρέ, τζαμπέ, (τρε) κομιλφό, κομσί κομσά,
22. Λέξεις αργκό : ορεβουάρ, σιλάνς, μεσιέ, μαντάμ ή μανδάμ, μαμζέλ ή μαντμαζέλ ή ακόμα και ματμαζέλ, μπαρδόν, μπριζολέ, σουρεάλ, ταπί (όχι με την έννοα του τάπητα.
Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς 3
Συνέχεια...
Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς 3
23. Υπάρχουν επίσης πολλές λέξεις επιστημονικές που έχουν περάσει από τα γαλλικά στα ελληνικά και χρησιμοποιούν κατά το ήμιση ή και 100% ελληνικές ρίζες όπως αγνωστικισμός ή αγνωσιαρχία, αερογκάζ, αγραμματισμός, αεροπερατός, ακρομεγαλία, ανοξία, αντιβιόγραμμα, αντίγονο ή αντιγόνο, αστιγματικός, αστιγματισμός, βακτηριολογία, βακτηριολογικός, βαρόμετρο, βιογένεση, βιογενετική, βιοθεραπεία, βιοκλιματολογία, βιονική, βιονομία, βιόσφαιρα, βιότοπος, βοτανική, βρογχεκτασία, βροντόσαυρος, ισότοπο, ιδιοστατικός, μυοκλονία, μυοπάθεια, οικολογία, οικοσύστημα, ολόγραμμα, ολογραφία, οξαλικός, ορμόνη, όσμιο, ουβερτούρα, πανζοωτία, παντογράφος, παραφασία, παραψυχικός, παρνασσισμός, περίμετρο, πετρογκάζ, πετροχημεία, πεψίνη, πολυτραυματίας, πολεμολογία, προθρομβίνη, πρωτείνη, σακχαρίνη, σκάφανδρο, σκεπτικισμός, τραχειίτιδα, σπληνογραφία, στατιστικός, στερεογραφία, στερεοσκόπιο, στερεοστατική, στερεοσκόπιο, στερεότυπος, στερεοφωνία, στερεοφωτογραφία, στερεοχρωμία, στρατόσφαιρα, στρεπτόκοκκος, στρυχνίνη, στυλογράφος, συνδικαλίζομαι, συνδικαλισμός, συνδικαλιστής, συνδικαλίστρια, συνδικάτο, τηλεγραφία, τηλέγραφος, τηλεκάρτα, τηλεπάθεια, τηλεσκόπιο, τηλέφωνο, τηλεφωνώ, τοξικομανία, τοξίνη, τραγικοκωμωδία ή τραγικωμωδία, τραχειοβρογχικός, τραχειοβρογχίτιδα, τριγωνομετρία, τυπογραφία, τυπογράφος, υδρογραφία, υδροθεραπεία, υδροκεφαλία, υδροκλιματολογία, υδρολογία, υδροστατικός, υπνωτίζω, υπνωτισμός, υποβιταμίνωση, υποθάλαμος, υποχλωρυδρία, υστερία, φαντασμαγορία, φαρμακογνωσία, φαρμακολογία, φαρυγγίτιδα, φαρυγγολαρυγγίτιδα, φαρυγγοτομία, φιλελληνισμός, φλεβίτιδα, φοβία, φυλλοξήρα ή φυλλοξέρα, φυτολογία, φωνογράφος ή φωνόγραφος, φωνομετρία, φωνόμετρο, φωτογραφία, φωτογράφος, χαλκογραφία, χλωροφύλλη, χολοκυστεκτομή, χολοκυστίτιδα, χολοκυστογραφία, χροναξία, χρωμολιθογραφία, ψευδάρθρωση, ψυχασθένεια, ψυχιατρική, ψυχίατρος, ψυχοαναληπτικός, ψυχογένεση, ψυχοθεραπεία, ψυχοληπτικός, ψυχολογία, ψυχομετρία, ψυχοπάθεια, ψυχοπαθολογία, ψυχοπαιδαγωγικός, ψυχοτονικός, ψυχοτρόπος, ψυχοφυσικός, ψυχομετρία, ψυχρόμετρο, ψυχρόφιλος, ψύχωση, ωσμόμετρο, ώσμωση, ωτορινολαρυγγολογία, ωτοσκλήρυνση ή ωτοσκλήρωση, ωτοσκόπηση ή ωτοσκοπία, ωτοσκόπιο
24. Ελληνογενείς ξένοι όροι ορθοπαιδική, ιχθύωση, καρκινόλυση, μονολιθικός, μονομανία, μονομανής, μονομεταλλισμός, μονόσπερμος, μονοτυπία, μονοφυσιτισμός, μονοχρωματικός, πετρογαλή, πετρογονία, πετρογραφία, πιεσόμετρο
25. Πλήθος μεταφραστικών δανείων 1985 εγγραφές όπως αγαθοπιστία bonne -foi, φερέφωνο, porte-voix, εγκιβωτίζω encaisser, εγκληματολογία criminologie, εγκλιματίζω acclimater, θνησιμότητα mortalité, ιχθυοκαλλιέργεια pisciculture, κακοαναθρεμμένος mal élevé, πετρελαιοφόρος pétrolifère, ροκαμβολικός rocambolesque, αντιολισθητικός antidérapant, ανακατακτώ reconquérir, αγγλισμός anglicisme, αεροθάλαμος, ωχρόφαιος
26. Το ίδιο άπειρα σημασιολογικά δάνεια. 2607 εγγραφές Ενδεικτικά : αγγειολογία angiologie, αγγειοσυσταλτικός vaso-constricteur, αβράκωτος sans culotte, άβυσσος abysse , αγένεια bassesse, αγενής ignoble, ταπεινής καταγωγής αγαπώ aimer αγαπώ στο λεξικό Τριανταφυλλίδη [αρχ. ἀγαπῶ (3β: λόγ. σημδ. γαλλ. aimer)], αιθέρας, αθλητικός athlétique κτλ
27. Λόγια 676 εγγραφές όπως αβιταμίνωση avitaminose, αγγειογραφία angiographie, αγγειοδιασταλτικός vasodilatateur, αγγλόφιλος anglophile, κολιμπρί colibri, νιχιλισμός nihilisme, οισοφαγίτιδα oesophagite, φωτογένεια photogénie, polyuréthane πολυουρεθάνη
28. Λογ. σημδ. 2599 εγγραφές όπως αγαθό biens [αρχ. ἀγαθόν, πληθ. (στη σημ. 1α) τά ἀγαθά (1β: λόγ. σημδ. γαλλ. biens· 2α: λόγ. < αρχ. ἀγαθόν· 2β: ελνστ. σημ.), δούκας κτλ.]
29. Λόγια που προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά όπως π.χ αγγελία annonce [λόγ. < αρχ. ἀγγελία `δημόσια διακήρυξη΄ σημδ. γαλλ. annonce], εντερ-αλγία entéralgie
30. Επίδραση της αρχαίας γαλλικής όπως λουκέτο κ.α.
31. Παρωχημένα ή σπάνια όπως αμβελόπα, αντρές, γκαλέ πολί, μπουκλάζ, καρτονάζ, κομβερτισέρ, ντιλετάντ, ρεπικάζ, τουρναμάν, γκρας ή γκρα, φασαφάς
32. Ποικιλίες σταφυλιών καμπερνέ, καρντινάλ (με καταγωγή καλιφορνέζικη), ρεμπιέ (Alphonse Lavallée), σεμιγιόν.
33. Γνωστές ποικιλίες γαλλικού κρασιού σαρντονέ, σοβινιόν μπλαν, καμπερνέ σοβινιόν, μερλό, σιρά ή σπανιότερες όπως βιονιέ, γκρενάς ρουζ, καρινιάν, πινό νουάρ, πινό μενιέ κ.α.
34. Mεταφορές εκ των γαλλικών περσίδα, ιταλισμός και αποδόσεις όπως ιχθυέλαιο
34. Τονισμός στην λήγουσα ελληνικών λέξεων αγορέ, ανθρακί, κυριλέ, λουλακί, μελιτζανί, μενεξεδί, χιονέ, πετσετέ, ροζακί, μπανανέ, σπορτέξ ή όχι απαραίτητα π.χ. μανταμέ ή και σουβλακερί, σαντουιτσερί, ρουφιανερί, βαφλερί, μπουζουκλερί
35. Ονόματα μάρκας : κλωνατέξ, πλυντηρέξ, συρτέξ, χρωτέξ
Προσοχή όμως, υπάρχουν καμιά δεκαπενταριά ψευδόφιλα!!! (faux-amis) Είναι νορμάλ!
Υπό εξέταση
ραφινερί, εκραζέ, α κατρ μαιν, κροκ-γκοφρ, γκοφρ, πουαντιγιέ, κρυσταλιζέ, πεκάν, μπρικολάζ, μπρικολέρ, κομπόστ, φιξέ, ποζιτίφ, ρεγκάλ, ντιέζ, ακριλάν, ζιπ κιλότ, καμηλό, ασιέτ ανγκλαίζ, ασπίκ, φροτάζ, γκρατάζ, ντεκολάζ, μπρουιτάζ, μοντερνιτέ, νουβοτέ, κουραγκλέζ, κρεπόν, κρεσόν, σουά σοβάζ, σουσέφ σπασουάρ, ντεκαποτάμπλ, ντεπασέ, βιζαζίστ, ρεφλεκτέρ, αροζέ, φιζίκ, φιλιέρα, φιξατέρ, φιξασιόν, φιξατίφ, ζελ, γκρο, γκρο γκρεν, (τα) ντεφό, διαγωνάλ, ρεγκλάν, μοζαΐκ, πλουράλ, εφιλέ, βισισουάζ, ζαμπονό, κλαριφιέ, κοκίγ, κοκότ, κοσέρ, κουπ, κουρ-μπουγιόν, κροκ μεσιέ, μαρινέ, μαρινιέρ, μαντλέν, μαρζιπάν, μασεντουάν, ματελότ, ματινιόν, παλέτ (μαχαίρι), μελάνζ, μιρεπουά, μορνέ, μοσκοβίτ, μπελ ελέν, μπερ μανιέ, μπαλοτίν, μπαρκέτ, μπενιέ, μπεαρνέζ,μπερ μπλαν, μπιεν κουί, μπισκ, μπλανκέτ, μπουκέ γκαρνί, μπραντάντ, μπριζέ, φεγιετέ, μπρινουάζ, ναβαρέν, ναπέ, νατύρ, νουαζέτ, νταριόλ, νταρτουά, ντεγκιστασιόν, ντεγκιστατέρ, ντεγκορζέ, ντεκοβίλ, ντιάμπλ, ντιζονέ, ντιξέλ, ντισές, ντοφινουάζ, (πατάτες) ντοφίν, ντομπ, παλμιέ, πανέ, παπιγιότ, παρμαντιέ, περσιγιάντ, πισαλαντιέρ, πιστού, πρεσαλέ, ρατατούιγ, ραταφιά, ρεμουλάντ, ρεμπλοσόν, ρισόλ, ρουίγ, ρου, νισουάζ, σαμπρέ, σιβέ, εσαλότ, σιμπουλέτ, σινουά, σοσίς, ταπενάντ, τουρνεντό, φριτό, ω μπλε, σανσόν, σελεμπριτέ, εκλαντόρ, κουμπλάν, μανόν, μαιν κουράντ, μπας κλας, μπεν μιξτ, κενέλ, κρουστάντ, λαρντόν, λανγκ ντε σα, ντεγκλασάρισμα, σαμπινιόν, φλαζολέ, φλαν, φρανζιπάν. terminologie culinaire cf. Διάφορες σος Γλωσσάρι μαγειρικής -- κομπλέρ, κοντρολέρ
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Γιατί το dépassé σημαίνει "ξεπερασμένο".
parce que c'est obsolète, ce n'est plus à la mode
https://www.wordreference.com/fren/dépassé
exemple : En temps de révolution, les chefs de partis sont promptement dépassés.
To πασέ είναι απλά περασμένο ενώ το ντεπασέ ξεπερασμένο.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Δες εδώ προβλέψεις για το 2025 και το 2050 https://www.erudit.org/revue/cqd/200...ab&origine=integral&imID=im1&formatimg=imPlGr
Pourquoi? C'est passé et dépassé.
Και τα δύο είναι σωστά. Το ένα σημαίνει περασμένο (πέρασε) και το άλλο ξεπερασμένο
https://www.google.gr/search?q="c'e....0.57j0l3j62l2.15656&sourceid=chrome&ie=UTF-8
https://www.google.gr/search?q="c'e...75,d.bGE&fp=61fcbc11e8aaa1ce&biw=1241&bih=581
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
a propos,
δηλαδή δεν παίζεσαι πια...:
Η λίστα με τις λέξεις δε σταματά να αυξάνει... (+30 λέξεις αυτή την φορά)
Influence de la langue française en Grèce - Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς: 1
1. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ - Μέσα μεταφοράς Σχεδόν όλα τα μέρη και τα εξαρτήματα αυτοκινήτου (αλερετούρ, αβάνς, αλκοτέστ, αμορτισέρ, αξεσουάρ, βαγκόν-λί, βαγκόν-ρεστοράν, βολάν, (άμαξα) βιζαβί, γρανάζι (engrenage) βουλκανιζατέρ, γκαζοζέν, γλασάρω, ντιστριμπιτέρ, δυναμό, εξπρές, ζιγκ-ζαγκ, ζιγκλέρ ή ζικλέρ, μοτέρ, καπό, καμιόνι, καμπριολέ, κλατάρω, κρεμαγιέρα, ταμπλό, παρμπρίζ, καλίμπρα, καρμανιόλα, καροσερί, κοντέρ, κουπέ, κρεασιόν, λεβιές, λιμουζίνα, μαρκέ, πορτμπαγκάζ, μπουζί, μαρσπιέ ή μασπιές, μαρσάρω, μαρσάρισμα, μοτοκρός, μοτό, μοτοσικλέτα, μοτοσικλετιστής, μαρσπιέ, μουαγιέ, μπλοκάζ, μπλοκέ (διαφορικό), μπεκ (εγχυτήρας), μπενζίνα, μπουλόνι, αμπραγιάζ, ντίζα, ντεμπραγιάζ, ντελαπάρισμα, ντελαπάρω, οτομοτρίς, παρκόμετρο, πεντάλ, πορτ μπεμπέ, πετάλι, πιστολέ, πουάρ (βενζίνης), σαμπρέλα, σασμάν, ρεζερβουάρ, σούπερ, ρεκτιφιέ, ρελαντί, ρεπρίζ, ροντάρω, ροντάρισμα, σεβρό, σερβομοτέρ, σερβόφρενο, (φρένων), συσπανσιόν, σασί, σιλανσιέ, σοφέρ, σοφερίνα, σοφάρω, ταξί, ταμπούρο, τετ-α-κέ, τραμ, τρανσμισιόν, φλεξίμπλ, φρένο, φούιτ, καρμπιρατέρ, σπορτίφ) κ.α. βλ.
2. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ - Θέατρο - Ψυχαγωγία (αβανγκάρντ, αβανγκαρντισμός, αβάν πρεμιέρ, ανιμασιόν, ανιματέρ, αζάν προβοκατέρ, ανφάν γκατέ, αλμανάκ, αξελερέ, ατραξιόν, βερσιόν, βαμπίρ, βαριετέ, βουλεβάρτο, βωντεβίλ, γκάμα, μιξάζ, μοντάζ, ενσταντανέ, εφέ, εκράν, θεατράλ, καμουφλάζ, καμουφλάρω, εξιτάρω, ντεκαλάζ, ντεκουπάζ, ντεκουπάρω, ντοκυμαντέρ, κανκάν, καφεθέατρο, καντράζ, καρέ καρέ, κοζερί, κλακέτα, κομεντί, κασκαντέρ, κλισέ, κομπέρ, μαριονέτα, αμπιγιέρ, αμπιγιέζ, αγκαζέ, γκρο πλαν, πλατό, πλατφόρμα, μακιγιέρ, μακιγιέζ, μαρκίζα, μετρ, μοντέρ, νουβέλ βαγκ, ντουμπλάζ, ντουμπλάρω, ντουμπλίρ, ντουμπλέρ, φεστιβάλ, φιλμ νουάρ, γκισέ, οντισιόν, ενζενί, μπουάτ, ζεν πρεμιέ, ζεν κομίκ, κλακ, κλακέρ, μαγκαζίνο, μιζανσέν, ντεκόρ, οπερατέρ, παρλάν, πατινουάρ, πορνό, ποτ πουρί, πρεμιέρα, ράμπα, ρεπερτουάρ, ρεπεράζ, ρεπορτάζ, ρεζισέρ, ρεζουμέ, ρόλος, ρολάρω, σεκάνς, σινέ, σινεμά, σινεμασκόπ, σουμπρέτα, σουξέ, γκραν σουξέ, σπικάζ (κατά το ήμισυ αγγλική λέξη), τακτ, ταρτούφος, τετ-α-τετ, τελεσινέ, τουρνέ, τρακ, τρικέζα, τροκ, τροτ, τρανσπαράνς, τρικάζ, φετίχ, φουαγιέ, φωτομοντάζ, φαμ φατάλ, φαντομάς, φον ντε τεν, φωτορομάντζο, χιουμοριστής ή χιουμορίστας, ανκόρ, ζενερίκ, ραπροσέ, πλονζέ, κοντρ πλονζέ, πανοραμίκ, βερτικάλ, φιλάζ, φλου αρτιστίκ, φοντί, φοντί ανσενέ, φορμά, φλου) κ.α. Στάδια μίας ταινίας
3. ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ (αερομοντελισμός, αλπινισμός, αλπινιστής, αλπινίστρια, απόρτ, απρέ σκι, ασσίστ, βαριάντ, βιράζ, βολέ, βολ πλανέ, ρεπεσάζ, ρεβάνς, ζετέ, επολέ, αρασέ, γκραν πρι, γκαλόπ, γκραν γκινιόλ, γκανιάν, γιούπι, εκάρ, εξτρέμ, ετάπ, κανό, καρέ, κουλουάρ, κάσκα, κέντα, κλακάζ, κράμπα, κουντεπιέ, κουλές (μπιλιάρδο), κούρσα, κροσέ, κροκέ, λάσο, λισάνς, λουμπάγκο, μαζορέτα, μελέ, μανούβρα, μαρς, μασκότ, μπαράζ, μπατόν, μποξέρ, μοντελισμός, μπαντάζ, μποϊκοτάζ, μπρα ντε φερ, νατουραλιζέ, ντεμαράζ, ντρεσάζ, ντρεσάρω, ντιρέκτ, ντισκαλιφιέ, ντοπέ, ντουμπλέ, ντριμπλέρ, παλμαρέ, πλονζόν, παρκούρ, παρκ φερμέ, παρκέ, πασέρ, πατινάζ, πατινέρ, πατινέζ, πατινάρω, πασάζ, πιάφ, πατ, πατίνι, παρολί, πεζάζ, πελότα, πελούζα ή πελούζ, πιολέ, πινάκλ, πλακάζ, πλασέ, πλασάρισμα, πλασάρω, πουλέν, πουρσουίτ, ραντονέ, ραπέλ, ρεκόρ, ρελάνς, ρεφλέξ, σαβάτ, σαμποτάζ, σαμποτέρ, σερβίς, σερί, σικέ, σιρκουί, στο ντεμί, σουπερποζέ, σουτέρ (κατά το ήμισυ αγγλική λέξη), σκιέρ, σπορ, τάπα, τατουάζ, τερέν, τρικολόρ, τομπέ, αρετέ, τουρνουά, τοταλιζατέρ, τρασέρ, τρασέζ, φαβορί, φιλέ, φιναλίστ) κ.α.3.α Σκάκι (αν πασάν, γκαμπί, πιόνι, ρεν, ροκέ, ρουά, ματ, ρεν, φου) 3.β Χορός-ΜΠΑΛΕΤΟ (βαλς, κορ ντε μπαλέ, πα ντε ντε, πα ντε πατινέρ, πα ντε τρουά, μπαλαρινέ, μπουρέ, αν αβάν, γκραν ζετέ, ντεμπουλέ, τουτ ανγκαζέ, πλιέ, ποζισιόν, πουέντ, προμενάντ, ρελεβέ, γκραν πλιέ, φοξ ανγκλέ) 3.γ Καζίνο (faites vos jeux, rien ne va plus, μπακαράς, μπαλαντέρ, λεβέ, μπαλανσέ, σαν βουάρ, σεμέν ντε φερ, σερβί, κρουπιέρης, φίνα (μπιλιάρδο), φλος ρουαγιάλ (πόκερ) ) Επίσης το λουτζ που μας το θύμισε ο πρόσφατος θάνατος του Γεωργιανού αθλητή στην φετινή χειμερινή ολυμπιάδα Ετυμολογία του λουτζ3.δ Όλοι οι όροι της ξιφασκίας όπως επέ, σαμπρ, φλερέ
4. ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (ανρί, γκραμ, κιλογκράμ, μολ, καλορί, κιλό, μέτρο, μικροσεκόντ, μιλιγκράμ, νανοσεκόντ, μιλιμέτρ, σαντιμέτρ, ποτενσιόμετρο, παρσέκ, σεκόντ, τιράζ, τονάζ, τόνος) κ.α.
5. ΑΓΟΡΑ (αγκαζάρω, αλά καρτ, αμπαλάζ, ανιγκρέ, αρμπιτράζ, ατού, αφίσα, βαλέρ, βιταμίνη, βιτρίνα, γκανιότα, γκαραντί, γκαλά, γκίνια, γκρουπ, ετικέτα, είδη μπεμπέ, εκτάριο, ελεγκάν, έξτρα, εξτρέ, ζερό, ιμιτασιόν, καρτ ποστάλ, καφετερία,(το) κλου, καμποτάζ, κουβέρ, Κομισιόν, καρνάβαλος, καρναβάλι, καρτ βιζίτ, κασέ, κομφόρ, κουπόνι, κουλέρ λοκάλ, κρουαζιέρα, λακές, λανσάρω, λουξ, μπαλ μασκέ, μπαλ ντε τετ, μπαλ ντ' ανφάν, μίζα, μουαγιέν, μοτίφ, μπαγκανότα, μπαζάρ, μπιενάλε, μπρασερί, μπρικ α μπρακ, μπον μπον, μπροσούρα, ναπολεόνι, ντεκλαρέ, ντεκαφεϊνέ, ντεμί σεζόν, ντεπό, ντιρεκτίβα, ντισκοτέκ, ντοσιέ, οκαζιόν, πανσιόν, πασμαντερί, περφορέ, πριβέ, πανό, πίστα, πλαζ, πλακάτ, πορτμονέ, πριμ, ραφινέ, ρεβεγιόν, ρεκλάμα, ρεσεψιόν, ρεσεψιονίστ, ρεφάρω, σεπαρέ, ταμπλ ντοτ, τροτουάρ, πουρμπουάρ, πλαφόν, ρεζερβέ, ρέντα, ρεπό, ρουλέτα, σαμουά, σελοφάν, σουαρέ, σουβενίρ, σπιράλ, φαβορίτος, φαντεζί, φέιγ βολάν, φιλιγκράν) κ.α. (μπαρ σε δεύτερο επίπεδο)
6. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (αλτερνατίβα, αλτρουισμός, αμοραλισμός, αμφεταμίνη, αντικέρ, ακτουαλισμός, απλικασιόν, αρκανικός, αριβισμός, αρμ, αρμονίστας, ασπιρίνη, αυτισμός, βαρόνος, βαριασιόν, βαρβιτουρικά, βενζίνη, βιταλισμός, βουδισμός, βουδιστής, βοναπαρτισμός, βρυόφυτα, βολονταρισμός, βιμπραφόν, βιμπραφωνίστας, βιολονίστας, βανδαλισμός, γεμολογία, γεμολόγος, γκαμπαρί, γκάφα, γκρομπετόν, γρίππη, εβραϊσμός, εβραϊστής, ελίτ, ελιτισμός, εμιγκρέ, εμουλσιόν, εμπρεσιονισμός, εξπέρ, εξποζέ, εξτρεμισμός, εξτρεμιστής, εξτρεμίστρια, εξπρεσιονισμός, ετατισμός, ιλουζιονισμός, ιλουζιονιστής, ιλουζιονιστικός, ιρασιοναλισμός, καλαμπούρι, κανάγιας, καφεσαντάν, κονφερανσιέ, κοκότα, κολάπσους, κολεκτιβιστικός, κολορίστας, κομμουνισμός, κομμουνιστής, κονστρουκτιβισμός, κονσερβατουάρ, κοοπερατίβα, κρετίνα, κρετίνος, κρετινισμός, γκαρσόν, ζαργκόν, ζογκλέρ, ζιγκολό, ζαμανφουτισμός, μπον βιβέρ, κονεσέρ, καουτσούκ, κλίκα, κλοσάρ, κονσομασιόν, κολίτιδα, κορτικοθεραπεία, κλωστρά, κρεατίνη, κρεμ ντε λα κρεμ, λαπαλισμός, μακάβριος, μανικιούρ, μανικιουρίστ, μανιερισμός, μαρξισμός, μαρξιστής, μαρκετερί, μασίφ, ματιέρα, μερκαντιλισμός, μετρ ντ'οτέλ, μεφιτικός, μεφιτισμός, μιλιταρισμός, μιλιταριστής, μοντελίστ, μοδίστρα, μοντελιστής, μοντελίστρια, μορφίνη, μορμονισμός, μορμόνος, μπαλαρμάς, μπελ επόκ, μπεμόλ, μπετόν, μπετον αρμέ, μπετονιέρα, μποέμ, μπουρζουάς, μπουαζερί, μπιζουτερί, μπουλανζερί, μυδράλιο, νατουραλισμός, νατουραλιστής, νεοεμπρεσιονισμός, ντεγκραντέ, ντεμπούτο, ντεκορασιόν, ντεφετισμός, ντεφετιστής, ντεσού, ντικταφόν, ντιβιζιονισμός, ντιλεταντισμός ντρενάζ, νικοτίνη, νομιναλισμός, νομιναλιστής, ντιζέρ, ντιζέζ, ντικτέ, οπορτουνισμός, οπορτουνιστής, οπτιμισμός, οπτιμιστής, ορ τεξτ, τεξτ, ουνιβερσαλισμός, ουρμπανισμός, παρκετάρω, παρκετέζα, παρλαμάς, πατρονίστ, πεντικιουρίστ, περσοναλισμός, περσοναλιστής, περσοναλίστρια, περφεξιονισμός, περφεξιονιστής, περφεξιονίστρια, παρσισμός, παρφουμαρίζομαι, παρφουμάρομαι, πασιφισμός, παρτενέρ, παστεριώνω, πατουά, πενικιλίνη, πεπτίδιο, πεσιμισμός, πεσιμιστής, πεσιμίστρια, πιερότος, πιετισμός, πιετ-α-τερ, πιονιέρος, πιονιέρισσα, πλανάρω, πλασιέ, πλατερέσκ, πλουραλισμός, ποστρεστάντ, πουαντιγισμός, πουαντιγιστής, πουαντιγιστικός πριμιτιβισμός, πριμιτιβιστής, προβοκάτορας, προτεκτοράτο, προτεσταντισμός, ράγα, ραμποτέ, ράντα, ραντιέ, ραντιέρης, ρασιοναλισμός, ρασιοναλιστής, ρεαλιστής, ρεαλίστρια, ρεβιζιονισμός, ρεζιοναλισμός, ρεβιζιονιστής, ρελατιβισμός, ρεπετισιόν, ρεπροντιξιόν, ρεφορμισμός, ρεφορμιστής, ρεφορμίστρια, ριλάξ, ριφιφί, ρομανικός, ροντό, ρουμπρίκα, σαβουάρ βιβρ, σαδισμός, σαδιστής, σαδίστρια, σανατόριο, σανφασόν, σαξόφωνο, σαξοφωνίστας, σενσουαλισμός, σεξ, σεξισμός, σεξιστής, σεξίστρια, σεξουαλισμός, σερβάντα, σερβί, σιρόπι, σιωνισμός, σιωνιστής, σιωνίστρια, σταζ, σοβινισμός, σοβινιστής, σοβινίστρια, σοκ, σοκάν, σοκάρω, σταζιέρ, βαλές, στριπτιζέζ, στριπτιζέρ, φαρσέρ, καρτέλ, ντεκορατέρ, ντεκορατρίς, πεντικιούρ, σαμάνος, σοβιέτ, σολίστ, σολιψισμός, σοσιαλισμός, σουρεαλισμός, σουρεαλιστής, σουρεαλίστρια, σουρντίνα, σουφραζέτα, στέπα, στιλίστας, ταμπλέτα, ταμπόν, τανίνη, ταπετσιέρης, τατουέρ, τέρα, τερμίτης, τερορισμός, τικ, τοτέμ, τοτεμισμός, τούνελ, τουσέ, τραβεστί, τραπιστής, φιξ, τριολέ, τριολέτο, τροβαδούρος, τροτέζα, τσιτάτο, υβρίδιο, φαβοριτισμός, φανατισμός, φασόν, φαταλισμός, φαταλιστής, φαταλίστρια, φεμινισμός, φεμινιστής, φεμινίστρια, φετιχισμός, φετιχιστής, φετιχίστρια, φοβισμός, φοβιστής, φονταμανταλισμός, φονταμανταλιστής, φονταμανταλίστρια, φορμαλισμός, φορμαλιστής, φορμαλίστρια, φουτουρισμός, φουτουριστής, φουτουρίστρια, φραξιονισμός, φραξιονιστής, χοληστερίνη, ζουρ φιξ, καμπαρέ, καμπαρετζού, σομελιέ) κ.α.
7. ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ - ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ - ΧΡΩΜΑΤΑ (ανφάς, αρτιφισιέλ, ασαμπλάζ, ρετούς, ρετουσάρω, βερνισάζ, κροκί, καφέ ολέ, βινιέτα, χρώματα: παλ, ακαζού, αζουρέ, βεραμάν, βιολέ, γκρενά, γκουάς, γκοφρέ, γκροτέσκο αλλά τελευταία γκροτέσκ, ιβουάρ, ιλουστρασιόν, εκρού, καμαγιέ, καντριγιέ, κουσέ, κρεμ, κρεπ, κρεπ ντε σιν, λαβί, λιλά, ματ, μαρόν, μιλιμετρέ, μοβ, μπατίκ, μπεζ, μπλε, μπλε μαρέν, μπλε μαρίν, μαρίν, μπλε ρουά, νατύρ μορτ, πετρόλ, μπορντό, μπλοκ, μπρονζέ, ναΐφ, ντεσέν, οπάκ, οβάλ, οξυντέ, οπάλ, παστέλ, περλέ, περοκέ, πλακέ, πλακέτα, πορτρέτο, πουά, πουαντιλισμός, πριμιτίφ, προφίλ, ροζ, ροζέ, ροκοκό, γκρι, γκρι αρζάν, γκρι παλ, γκρι σουρί, γκρι μελανζέ, σαμπανί, σαντρέ, σαξ, σιελ, σικλαμέν, σιτρόν, σιλουέτα, σοκολά, σομόν, ταμπά, τυρκουάζ, φουμέ ή φυμέ ή φιμέ, φωσφοριζέ, χακί, μπισκουί, φονσέ, ουτρεμέρ, φρεζ, χρωμέ) κ.α.
8. ΣΥΣΚΕΥΕΣ, εξαρτήματα, Τομείς της τεχνολογίας Μέσα μεταφοράς όπως (αεροπλάνο, αερόστατο, βαπέρ, βεντιλατέρ ή βαντιλατέρ, βιζέρ, ράδιο, τρένο, τρακτέρ, βαγκονλί, γκιλοτίνα, εταζέρα, τελεσιέζ, τελεφερίκ, σεσουάρ, στιλό, ασανσέρ, αντάπτορας, μονόκλ, μπρελόκ, καντράν, αμπούλα, ασανσέρ, βάνα, ηλεκτροσκόπιο, ηλεκτροσόκ, καλοριφέρ, κασπό, κομπρεσέρ, κοντρόλ, καναντέρ, κολλεκτέρ, κομιτατέρ, μανιετό, μπαλανσιέ, μπαλαντέζα, μπουτόν, μπουρέζα, μπωντριέ, ντουί, οβίδα, πένσα, πορτμαντό, πρίζα, ρακόρ, ρελέ, ρεγκαλέζα, ρουλεμάν, σαριό, ταμπλό, τανάλια, τορπίλη, υδροπλάνο, φρουτιέρα, φις, φρέζα, φριτέζα) κ.α.
9. ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ - ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ (κρουασάν, (αλ(ά) αμερικέν, ανσιέν, ορόρ, μπασκέζ, λιονέζ, ζαρντινιέρ, παριζιέν), απεριτίφ, αντσούγια, (αλά) κρεμ, βελουτέ, βερμούτ, βινεγκρέτ, βλαντζί, βολοβάν, γαρνίρω, γαρνιτούρα, ρύζι γλασέ, γραβιέρα, γκρανουλέ, γκουρμέ, γκουρμάν, γκοφρέτα, εκλέρ, εβαπορέ, εστραγκόν, ζελέ, ζαμπόν, καναπεδάκι(α), καροτίνη, κουβερτούρα, κρεμ καραμέλ, κρεμ ντε κασίς, κρεμ μπρουλέ, καραμελιζέ, καφείνη, καφετιέρα, κεφίρ, κιλότο, κινίνη, κονκασέ, κονσομέ, κουπ πατ, κρέμα πατισερί, κοτιγιόν, κοτολέτα, κονφί, κονφισερί, κορντόν μπλε, κρέπα, κρεπερί, κροκάν, κρουτόν, κροκέτα, λικέρ, μαγιονέζα, μακαρόν, μαρένγκα, μαρόν γλασέ, μαργαρίνη, μαρμπρέ, μαρμελάδα, μαρμίτα, μενού, μιλφέιγ, μον αμούρ, μπαγκέτα, μπαμπάς, μπατόν σαλέ, μπεσαμέλ, μπον φιλέ, μους ο σοκολά, μιλανέζ, μινιαρντίζ, μπουγιαμπέσα, μπεζές, μπεν μαρί, μπιφτέκι, μπλανσάρω, μπουργκινιόν, μπριός, νουά, νουγκά, νουγκατίνα, ντεζενέ, ντεμί, ντεμί γκλας, ντεμί σεκ, ντινέ, ομελέτα, ολλανταίζ, παντεσπάνι, πανάρω, πατέ, πατισερί, περιγκέζ, πικάντ, πικνίκ, πομ ντε τερ, ποσέ, πουρές, ποτ-ω-φε, ποπιέτ, πουτίγκα, πραλίνα, πραλινέ, προβανσάλ ή προβενσάλ, ραβιγκότ, ραγού ή ραγκού, ρακλέτ, ρέβα, ρολό ή ρουλό, ρουλάντ, ρεστοράν, ρεστορατέρ, σαβαγιάρ, σαβαρέν, σαγκουίνι, σαλμί, σαμπλέ, σαρλότ, σενιάν, σου, σου α λα κρεμ, σουβέρ, σορμπέ, σως, σως μπατόν, σωτάρω, σωτέ, σαμπάνια, σαμπανιζέ, σαντιγί, σουκρούτ, σπεσιαλιτέ, ταμπουλέ, τάρτα, ταρτ τατέν, ταρτάρ, τεμπάλ, τρούφα, φαρίν λακτέ, φραπέ, φρικασέ, φαρσί, φρουί γκλασέ ή φρουί γλασέ, φουαντρέ, φουαγκρά, φυμέ, φουκού, φλαμπέ, φραμπουάζ, προφιτερόλ, πτι μπερ, πτιφούρ, σουφλέ, σουπέ, σεφ, σεφ πατισιέ, τρανς, φοντάν, φο-φιλέ, ογκρατέν, κουαντρό)
10 MΟΔΑ α) ρούχα: ανσάμπλ, αντραβέ, αζούρ, ασορτί, αμπίρ, βεστόνι, εμαγιέ, εβαζέ, εκάι, εξαντρίκ, εξτραβαγκάν, ζακάρ, ζαπονέ, ζιλέ, κυλόττα, ζιπούνι, σάρπα, καλσόν, καμπαρντίνα, κομπινεζόν, καλτσόν, κασκόλ, κασκορσέ, κορσές, κολάν, κουάφ, κοτόν, κλος, κρετόν, κρέπι ή κρεπ, λεοπάρ, μαροκέν, λουτρ, μαγιό, μανσέτα, μανσόν, μαντό, μελόν (καπέλο), μουαρέ, μουλινέ, μουσελίνα, μουφλόν, μπλούζα, μπλουζόν, μπορντούρα, μπρετέλα, ριγέ, ζαρτιέρα, νεγκλιζέ, ντεκολτέ, ντρίλι, παντελόνι, παρεό, παλτό, πενιουάρ, μαρινιέρα, μερσεριζέ, μιραμπό, μπροσέ, μπουφάν, μπέρτα, μπρουνέτ, μπροντερί, ντεφιλέ, ντεζαμπιγιέ, ντεπιές, ντραπέ, παπιγιόν, παγέτα, παντατίφ, παρντεσού, πατρόν, πελερίνα, πομπόν, πούδρα, γκομάζ, πλισέ, πλισές, πονζέ, ραιγιόν ή ρεγιόν, ρομπ ντε σαμπρ, σαλοπέτ, σαμπό, σαντούκ, σεμιζιέ, σερβιέτα, σικ, σινιέ, σοσόνι, σουέτ, ταγιέρ, τόκα, τρανσπαράν, τρουά-καρ, τρικαντό, τρικό, φλοράλ, φουλάρι, φουρό, φράκο, φραμπαλάς, φρουφρού, ωτ κουτύρ. β) 'γούνες': βιζόν, ετόλ, λουτρ, μουτόν, ρενάρ
γ) 'υφάσματα': βισκόζ, βουάλ, εμπριμέ, αλπακάς, καμηλό, καρό, πτι καρό, κοτλέ, λαμέ, λαστέξ, μπροκάρ, ντουμπλ φας, ντουσές, ντραπαρία, πικέ, πλατινέ, ποπλίνα, ρελιέφ, σανζελιζέ, σατέν, σατινέ, σενίλ, ταφτάς, τούλι δ) 'ραπτική': αμπιγιέ, δαντέλα, καπιτονέ, κρουαζέ, κορσάζ, μανεκέν, μπουτίκ, ντεμοντέ, πασαρέλα, ρεβέρ, σουά σοβάζ, τρουακάρ, φερμουάρ, φεστόνι, φροτέ, πρετ-α-πορτέ) ε) κοσμήματα (κραγιόν, κολιέ, κολιέ-πεντατίφ, μενταγιόν, μπιζού, μπρασελέ, φο μπιζού) κ.α.
[]Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς 2
11. Αντικείμενα - χώροι, χώροι σπιτιού - μέρη - ζώα-φυτά : (αγκράφα, αμπαζούρ, αντιλόπη, αεροζόλ, αλέα, αμπρί, απαρτεμάν, απλίκα, αραχίδα, βαζελίνη, βιτρώ, γιογιό, γκάζι, γκαζιέρα, γκαζόν, γκαρίγκ, γκαρσονιέρα, γρίλια, γκομπλέν, γκριφόν, εσάνς, εσκαργκό, ζαρντινιέρα, ζούγκλα, κανίς, καρμπόν, καπότα, καρνέ, καναπές, κλουαζονέ, κονσόλα, κομφετί, καλότα, καμπινές, καμιζόλα, καμπινέ, καρπέτα, κολόνια, κλασέρ, λαμπατέρ, λαμπιόνι, λαντό, λούπα, (φακός), μακί, μαλτέζ, μοκέτα, μπαλόνι, μπερέ ή μπερές, μπετόνι, μπιτόνι, μπιμπελό ή μπιμπλό, μπιντές, μπιμπερό, μπολ, μπομπόνι, μπουγιότα, μπριγκέτα, μπουκέτο, νάγια, νεσεσέρ, ντεπώ, ντους ή ντουζ, ο ντε τουαλέτ, οξυζενέ, ορχιδέα, παβιγιόν, πανσές, παντζούρι, παραβάν, παρασόλ, παρτέρι, πασπαρτού, περφορατέρ, πιλοτή, πινέζα, πλαφονιέρα, πλερέζα, πορτατίφ, ποσέτ, πουφ, πρεσπαπιέ, πρες πουρέ, ρεζεντά, ρετιρέ, ριντό, ρουζ, ρουμπινές, σαλόνι, σαλέ, σέπαλο, σεζλόνγκ, σεκρετέρ, σεμέν (σεμεδάκια), σερβάν, σομιές, σουίτα, σουμέν, σουπλά, σοφίτα, σοφόρα, στόρι, ταπισερί, ταμπουρέ, τολ, φερφορζέ, φλοτέρ, σακ βουαγιάζ, σερπαντίνα, σιλό, σιφονιέρα, σκαμπό, στορ, τιρμπουσόν, λάμπες μπαγιονέτ ή μινιόν, ταλκ, τουαλέτα, τούγια, τσιντσιλά, φασαμέν, φοξ τεριέ, αργκάλ, ουριάλ). και πολλών άλλων επιστημών
12. Γράμματα και τέχνες : ακορντεόν, ακτιβισμός, αρ νουβό, αρ ντεκό, ατελιέ, αφίσα, βιέλα, γκαλέ, γκαλερί, γκαλερίστας, γκραβούρα, εστέτ, κολάζ, μπαρόκ, ντοκτορά, ρεσιτάλ, ρεφρέν, ρετρό, σολφέζ, στιλ. κ.α
13. Λεπτότειχες ή μη κατασκευές - Αλουμινοκατασκευές αγγλέ, ρουστίκ, κοντραπλακέ, μπριγιάν, μπριγιαντίνη, λαμινέ, τραβέρσα, πόμολο, γαλβανιζέ, ζιργκόν, σαγρέ κ.α.
14. Κομμωτική : α λα γκαρσόν, λακ, λοσιόν, μακιγιάζ, ντεμακιγιάζ, μακιγιάρω, κλασίκ, κου ντε πεν, κουπ, ποστίς, μιζανπλί, μπικουτί, μπουκλέ, κολορασιόν, ντεκολορασιόν, περμανάντ, πομπαντούρ, (χτένισμα) ρεφλέ, σαμπουάν, σινιόν, τουρμπάνι, φιλές, φιξάρω, φριζάρω, οτ κουαφίρ, μπούκλα
15. Χημεία, Φυσική' Στεδόν το σύνολο των συμβόλων της Χημείας προέρχονται από τα γαλλικά. (αλουμίνα, αιθυλένιο,αμπεράζ, ασετόν, ακρυλικό, αλκάλιο, αλκαλοειδές, αμίαντος, αμινο-, αμπέρ, ανιλίνη, ασετιλίνη, βατ, βακελίτης, βάριο, βενζόλη, βενζόη, βόριο, βρόμιο, βισμούθιο, βιτριόλι, βηρύλλιο, βολτάζ, βολταικός, βουλκανισμός, γραφίτης, γρανίτης, δολομίτης, εβονίτης, εστέρας, ιρίδιο, θόριο, κάδμιο, κάλιο, καρμίνιο, κέσιο, κετόνες, κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κολοφώνιο, κουλόμπ, λανολίνη, λιγνίτης, μαγδαλήνιο ή μαγδαλένιο, μελαμίνη, μεγαβάτ, μπεκερέλ, μολυβδένιο, νετρόνιο, νικελιούχος, παραθείο, πεντάνιο, παραφίνη, πασκάλ, ριπολίνη, υπερίτης, φορμόλη, χλώριο, χλωροφόρμιο) Στην φυσική τους τύπους τους διαβάζουμε στα γαλλικά. Π.χ. h = ½ g t² . Λέμε: ασ ίσον έν δεύτερο ζε τε τετράγωνο (και όχι έιτς ίσον εν δεύτερο τζι τι τετράγωνο). Ακόμα, μερικές φορές προφέρουμε στα γαλλικά ακόμα και τα ονόματα επιστημόνων που δεν είναι Γάλλοι. Π.χ. τον Henry (Χένρι, αγγλοαμερικάνος) πολλοί τον διαβάζουν Ανρί. Ακόμα και το υδρογόνο ή το οξυγόνο ή το φθόριο, ή το αιθύλιο προέρχονται από τη γαλλική μετάφραση παρά το γεγονός ότι στην ουσία είναι αντιδάνεια αφού προυπήρχαν οι ρίζες στα αρχαία ελληνικά. Και βέβαια και τα παράγωγα επίθετα π.χ ακρυλικός Περιοδικός πίνακας των στοιχείων στα γαλλικά Επίσης προθήματα όπως νιτρο.
16. ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΕΣ ζουάβος, Κεμπεκουά, Κρεολός, κρεολή, απάχης, απάχισσα
17. Ανένταχτα (αμόκ, αν μπλοκ, α προπό, αζιμούθιο, Αντάντ, αρζαντέ, βεριτάμπλ, βουαλά, εξτραφόρ, ζαμανφού, κομπλιμάν, μερσί, λετρίνα, λινοτύπης, λινοτυπία, μαμαζέλ ή μαμζέλ, μετρέσα, μουσώνας, μπιέλα, μπλαζέ, μπολερό, μπορ, μποά, μενίρ, μπριγιόλ, νέον, νευρογλοία, νιόβιο, ντάλια, ντεκαπάν, ντεμπιτάντ, ντιστενγκέ, ντολμέν, ντουμπλές, ντεκαπέ, οδαλίσκη, όζη, οντουλάρω, οντουλασιόν, οντουλέ, ο λα λα, ορλόν, όσκολο, παπιέ μασέ, Παριζιάνος, παρντόν, παρτούζα, πατ, πατ ντε φλερ, πατσουλί, πεκινουά, πιάν, πιρουέτα, πινάκλ, πλαστρόν, πορτμπονέρ, πρέφα, ραμολί, ρουμπίνι, ρουτίνα, σατομπριάν, σερζ, σκαμπίλι, σερσέ λα φαμ, σουμπλιμέ, συλφίδα, ταρταρίνος, τουλίπα, τουπέ, τουρμπίνα, τουρνικέ, τραλαλά, τρενάρω, τρικ, φαγιάντσα ή φαγιάνς, φρίζα, φρου φρου, χαμίνι, λετρασέτ, περκάλ, κοντράστ)
18. Γαλλικές Σπεσιαλιτέ εδώ
19. Νομίζω πως ακόμα και ιταλικές λέξεις πέρασαν στα ελληνικά μέσω της γαλλικής όπως παρμεζάνα, παρτιζάνος
20. Τυχαία - Επιπρόσθετα απλικατέρ, απολιτίκ, αξάν, αραμπέσκ, βενεδικτίνη, βουαλάζ, γκαραζιέρης, ζιγκόν (καρέκλες), καστόρ, καμπαρντινέ, κουπλέ, κομπλικέ, μεταλλιζέ, ντεζά βυ ή ντεζαβού, παντοφλέ, αντίβ, σικορέ, ταμπλό βιβάν, απλικέ, λασσέ, μαδρέν, μασκαρέ, μπαναλιτέ, σοφρουά (σάλτσα), αμερικανιζέ, μπραιζέ, αρμ (στρατός), κρεμ ρουαγιάλ, κρεμ γκανάς, (σως) μπαβαρουάζ, μπρουτάλ, μπρουταλιτέ, κου ντε φουντρ, γκαγκά, οψιόν.
21. Γαλλικά αποθέματα που επηρεάζουν συχνά την νεοελληνική αργκό ή εκφράσεις : καταπληκτικμάν, κρεβατάμπλ, πλερουά, προτεζέ, μερσώ, καραμερσώ, μποτέ, ξενερουά, φορσέ, ναφαν γκατέ, κουλτουρέ, τζαμπέ, (τρε) κομιλφό, κομσί κομσά,
22. Λέξεις αργκό : ορεβουάρ, σιλάνς, μεσιέ, μαντάμ ή μανδάμ, μαμζέλ ή μαντμαζέλ ή ακόμα και ματμαζέλ, μπαρδόν, μπριζολέ, σουρεάλ, ταπί (όχι με την έννοα του τάπητα.
[]Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς 3
23. Υπάρχουν επίσης πολλές λέξεις επιστημονικές που έχουν περάσει από τα γαλλικά στα ελληνικά και χρησιμοποιούν κατά το ήμιση ή και 100% ελληνικές ρίζες όπως αγνωστικισμός ή αγνωσιαρχία, αερογκάζ, αγραμματισμός, αεροπερατός, ακρομεγαλία, ανοξία, αντιβιόγραμμα, αντίγονο ή αντιγόνο, αστιγματικός, αστιγματισμός, βακτηριολογία, βακτηριολογικός, βαρόμετρο, βιογένεση, βιογενετική, βιοθεραπεία, βιοκλιματολογία, βιονική, βιονομία, βιόσφαιρα, βιότοπος, βοτανική, βρογχεκτασία, βροντόσαυρος, ισότοπο, ιδιοστατικός, μυοκλονία, μυοπάθεια, οικολογία, οικοσύστημα, ολόγραμμα, ολογραφία, οξαλικός, ορμόνη, όσμιο, ουβερτούρα, πανζοωτία, παντογράφος, παραφασία, παραψυχικός, παρνασσισμός, περίμετρο, πετρογκάζ, πετροχημεία, πεψίνη, πολυτραυματίας, πολεμολογία, προθρομβίνη, πρωτείνη, σακχαρίνη, σκάφανδρο, σκεπτικισμός, τραχειίτιδα, σπληνογραφία, στατιστικός, στερεογραφία, στερεοσκόπιο, στερεοστατική, στερεοσκόπιο, στερεότυπος, στερεοφωνία, στερεοφωτογραφία, στερεοχρωμία, στρατόσφαιρα, στρεπτόκοκκος, στρυχνίνη, στυλογράφος, συνδικαλίζομαι, συνδικαλισμός, συνδικαλιστής, συνδικαλίστρια, συνδικάτο, τηλεγραφία, τηλέγραφος, τηλεκάρτα, τηλεπάθεια, τηλεσκόπιο, τηλέφωνο, τηλεφωνώ, τοξικομανία, τοξίνη, τραγικοκωμωδία ή τραγικωμωδία, τραχειοβρογχικός, τραχειοβρογχίτιδα, τριγωνομετρία, τυπογραφία, τυπογράφος, υδρογραφία, υδροθεραπεία, υδροκεφαλία, υδροκλιματολογία, υδρολογία, υδροστατικός, υπνωτίζω, υπνωτισμός, υποβιταμίνωση, υποθάλαμος, υποχλωρυδρία, υστερία, φαντασμαγορία, φαρμακογνωσία, φαρμακολογία, φαρυγγίτιδα, φαρυγγολαρυγγίτιδα, φαρυγγοτομία, φιλελληνισμός, φλεβίτιδα, φοβία, φυλλοξήρα ή φυλλοξέρα, φυτολογία, φωνογράφος ή φωνόγραφος, φωνομετρία, φωνόμετρο, φωτογραφία, φωτογράφος, χαλκογραφία, χλωροφύλλη, χολοκυστεκτομή, χολοκυστίτιδα, χολοκυστογραφία, χροναξία, χρωμολιθογραφία, ψευδάρθρωση, ψυχασθένεια, ψυχιατρική, ψυχίατρος, ψυχοαναληπτικός, ψυχογένεση, ψυχοθεραπεία, ψυχοληπτικός, ψυχολογία, ψυχομετρία, ψυχοπάθεια, ψυχοπαθολογία, ψυχοπαιδαγωγικός, ψυχοτονικός, ψυχοτρόπος, ψυχοφυσικός, ψυχομετρία, ψυχρόμετρο, ψυχρόφιλος, ψύχωση, ωσμόμετρο, ώσμωση, ωτορινολαρυγγολογία, ωτοσκλήρυνση ή ωτοσκλήρωση, ωτοσκόπηση ή ωτοσκοπία, ωτοσκόπιο
24. Ελληνογενείς ξένοι όροι ορθοπαιδική, ιχθύωση, καρκινόλυση, μονολιθικός, μονομανία, μονομανής, μονομεταλλισμός, μονόσπερμος, μονοτυπία, μονοφυσιτισμός, μονοχρωματικός, πετρογαλή, πετρογονία, πετρογραφία, πιεσόμετρο
25. Πλήθος μεταφραστικών δανείων 1985 εγγραφές όπως αγαθοπιστία bonne -foi, φερέφωνο, porte-voix, εγκιβωτίζω encaisser, εγκληματολογία criminologie, εγκλιματίζω acclimater, θνησιμότητα mortalité, ιχθυοκαλλιέργεια pisciculture, κακοαναθρεμμένος mal élevé, πετρελαιοφόρος pétrolifère, ροκαμβολικός rocambolesque, αντιολισθητικός antidérapant, ανακατακτώ reconquérir, αγγλισμός anglicisme, αεροθάλαμος, ωχρόφαιος
26. Το ίδιο άπειρα σημασιολογικά δάνεια. 2607 εγγραφές Ενδεικτικά : αγγειολογία angiologie, αγγειοσυσταλτικός vaso-constricteur, αβράκωτος sans culotte, άβυσσος abysse , αγένεια bassesse, αγενής ignoble, ταπεινής καταγωγής αγαπώ aimer αγαπώ στο λεξικό Τριανταφυλλίδη [αρχ. ἀγαπῶ (3β: λόγ. σημδ. γαλλ. aimer)], αιθέρας, αθλητικός athlétique κτλ
27. Λόγια 676 εγγραφές όπως αβιταμίνωση avitaminose, αγγειογραφία angiographie, αγγειοδιασταλτικός vasodilatateur, αγγλόφιλος anglophile, κολιμπρί colibri, νιχιλισμός nihilisme, οισοφαγίτιδα oesophagite, φωτογένεια photogénie, polyuréthane πολυουρεθάνη
28. Λογ. σημδ. 2599 εγγραφές όπως αγαθό biens [αρχ. ἀγαθόν, πληθ. (στη σημ. 1α) τά ἀγαθά (1β: λόγ. σημδ. γαλλ. biens· 2α: λόγ. < αρχ. ἀγαθόν· 2β: ελνστ. σημ.), δούκας κτλ.]
29. Λόγια που προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά όπως π.χ αγγελία annonce [λόγ. < αρχ. ἀγγελία `δημόσια διακήρυξη΄ σημδ. γαλλ. annonce], εντερ-αλγία entéralgie
30. Επίδραση της αρχαίας γαλλικής όπως λουκέτο κ.α.
31. Παρωχημένα ή σπάνια όπως αμβελόπα, αντρές, γκαλέ πολί, μπουκλάζ, καρτονάζ, κομβερτισέρ, ντιλετάντ, ρεπικάζ, τουρναμάν, γκρας ή γκρα, φασαφάς
32. Ποικιλίες σταφυλιών καμπερνέ, καρντινάλ (με καταγωγή καλιφορνέζικη), ρεμπιέ (Alphonse Lavallée), σεμιγιόν.
33. Γνωστές ποικιλίες γαλλικού κρασιού σαρντονέ, σοβινιόν μπλαν, καμπερνέ σοβινιόν, μερλό, σιρά ή σπανιότερες όπως βιονιέ, γκρενάς ρουζ, καρινιάν, πινό νουάρ, πινό μενιέ κ.α.
34. Mεταφορές εκ των γαλλικών περσίδα, ιταλισμός και αποδόσεις όπως ιχθυέλαιο
34. Τονισμός στην λήγουσα ελληνικών λέξεων αγορέ, ανθρακί, κυριλέ, λουλακί, μελιτζανί, μενεξεδί, χιονέ, πετσετέ, ροζακί, μπανανέ, σπορτέξ ή όχι απαραίτητα π.χ. μανταμέ ή και σουβλακερί, σαντουιτσερί, ρουφιανερί, βαφλερί, μπουζουκλερί
35. Ονόματα μάρκας : κλωνατέξ, πλυντηρέξ, συρτέξ, χρωτέξ
Προσοχή όμως, υπάρχουν καμιά δεκαπενταριά ψευδόφιλα!!! (faux-amis) Είναι νορμάλ!
[]Υπό εξέταση
ραφινερί, α κατρ μαιν, κροκ-γκοφρ, γκοφρ, πουαντιγιέ, κρυσταλιζέ, πεκάν, μπρικολάζ, μπρικολέρ, κομπόστ, φιξέ, ποζιτίφ, ρεγκάλ, ντιέζ, ακριλάν, ζιπ κιλότ, καμηλό, ασιέτ ανγκλαίζ, ασπίκ, φροτάζ, γκρατάζ, ντεκολάζ, μπρουιτάζ, μοντερνιτέ, νουβοτέ, κουραγκλέζ, κρεπόν, κρεσόν, σουά σοβάζ, σουσέφ σπασουάρ, ντεκαποτάμπλ, ντεπασέ, βιζαζίστ, ρεφλεκτέρ, αροζέ, φιζίκ, φιλιέρα, φιξατέρ, φιξασιόν, φιξατίφ, ζελ, γκρο, γκρο γκρεν, (τα) ντεφό, διαγωνάλ, ρεγκλάν, μοζαΐκ, πλουράλ, εφιλέ, βισισουάζ, ζαμπονό, κλαριφιέ, κοκίγ, κοκότ, κοσέρ, κουπ, κουρ-μπουγιόν, κροκ μεσιέ, μαρινέ, μαρινιέρ, μαντλέν, μαρζιπάν, μασεντουάν, ματελότ, ματινιόν, παλέτ (μαχαίρι), μελάνζ, μιρεπουά, μορνέ, μοσκοβίτ, μπελ ελέν, μπερ μανιέ, μπαλοτίν, μπαρκέτ, μπενιέ, μπεαρνέζ, μπιεν κουί, μπισκ, μπλανκέτ, μπουκέ γκαρνί, μπραντάντ, μπριζέ, φεγιετέ, μπρινουάζ, ναβαρέν, ναπέ, νατύρ, νουαζέτ, νταριόλ, νταρτουά, ντεγκιστασιόν, ντεγκιστατέρ, ντεγκορζέ, ντεκοβίλ, ντιάμπλ, ντιζονέ, ντιξέλ, ντισές, ντοφινουάζ, (πατάτες) ντοφίν, ντομπ, παλμιέ, πανέ, παπιγιότ, παρμαντιέ, περσιγιάντ, πισαλαντιέρ, πιστού, πρεσαλέ, ρατατούιγ, ραταφιά, ρεμουλάντ, ρεμπλοσόν, ρισόλ, ρουίγ, ρου, νισουάζ, σαμπρέ, σιβέ, εσαλότ, σιμπουλέτ, σινουά, σοσίς, ταπενάντ, τουρνεντό, φριτό, ω μπλε, σανσόν, σελεμπριτέ, εκλαντόρ, κουμπλάν, μανόν, μαιν κουράντ, μπας κλας, μπεν μιξτ, κενέλ, κρουστάντ, λαρντόν, λανγκ ντε σα, ντεγκλασάρισμα, σαμπινιόν, φλαζολέ, φλαν, φρανζιπάν. terminologie culinaire cf. Διάφορες σος Γλωσσάρι μαγειρικής -- κομπλέρ, κοντρολέρ
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Το ζωο σερβάλ
Mάλλον λάθος κάνεις σ' αυτήν την λέξη
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
1. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ - Μέσα μεταφοράς Σχεδόν όλα τα μέρη και τα εξαρτήματα αυτοκινήτου (αλερετούρ, αβάνς, αλκοτέστ, αμορτισέρ, αξεσουάρ, βαγκόν-λί, βαγκόν-ρεστοράν, βολάν, (άμαξα) βιζαβί, γρανάζι (engrenage) βουλκανιζατέρ, γκαζοζέν, γλασάρω, ντιστριμπιτέρ, δυναμό, εξπρές, ζιγκ-ζαγκ, ζιγκλέρ ή ζικλέρ, μοτέρ, καπό, καμιόνι, καμπριολέ, κλατάρω, κρεμαγιέρα, ταμπλό, παρμπρίζ, καλίμπρα, καρμανιόλα, καροσερί, κοντέρ, κουπέ, κρεασιόν, λεβιές, λιμουζίνα, μαρκέ, πορτμπαγκάζ, μπουζί, μαρσπιέ ή μασπιές, μαρσάρω, μαρσάρισμα, μοτοκρός, μοτό, μοτοσικλέτα, μοτοσικλετιστής, μαρσπιέ, μουαγιέ, μπλοκάζ, μπλοκέ (διαφορικό), μπεκ (εγχυτήρας), μπενζίνα, μπουλόνι, αμπραγιάζ, ντίζα, ντεμπραγιάζ, ντελαπάρισμα, ντελαπάρω, οτομοτρίς, παρκόμετρο, πεντάλ, πορτ μπεμπέ, πετάλι, πιστολέ, πουάρ (βενζίνης), σαμπρέλα, σασμάν, ρεζερβουάρ, σούπερ, ρεκτιφιέ, ρελαντί, ρεπρίζ, ροντάρω, ροντάρισμα, σεβρό, σερβομοτέρ, σερβόφρενο, (φρένων), συσπανσιόν, σασί, σιλανσιέ, σοφέρ, σοφερίνα, σοφάρω, ταξί, ταμπούρο, τετ-α-κέ, τραμ, τρανσμισιόν, φλεξίμπλ, φρένο, φούιτ, καρμπιρατέρ, σπορτίφ) κ.α. βλ.
2. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ - Θέατρο - Ψυχαγωγία (αβανγκάρντ, αβανγκαρντισμός, αβάν πρεμιέρ, ανιμασιόν, ανιματέρ, αζάν προβοκατέρ, ανφάν γκατέ, αλμανάκ, αξελερέ, ατραξιόν, βερσιόν, βαμπίρ, βαριετέ, βουλεβάρτο, βωντεβίλ, γκάμα, μιξάζ, μοντάζ, ενσταντανέ, εφέ, εκράν, θεατράλ, καμουφλάζ, καμουφλάρω, εξιτάρω, ντεκαλάζ, ντεκουπάζ, ντεκουπάρω, ντοκυμαντέρ, κανκάν, καφεθέατρο, καντράζ, καρέ καρέ, κοζερί, κλακέτα, κομεντί, κασκαντέρ, κλισέ, κομπέρ, μαριονέτα, αμπιγιέρ, αμπιγιέζ, αγκαζέ, γκρο πλαν, πλατό, πλατφόρμα, μακιγιέρ, μακιγιέζ, μαρκίζα, μετρ, μοντέρ, νουβέλ βαγκ, ντουμπλάζ, ντουμπλάρω, ντουμπλίρ, ντουμπλέρ, φεστιβάλ, φιλμ νουάρ, γκισέ, οντισιόν, ενζενί, μπουάτ, ζεν πρεμιέ, ζεν κομίκ, κλακ, κλακέρ, μαγκαζίνο, μιζανσέν, ντεκόρ, οπερατέρ, παρλάν, πατινουάρ, πορνό, ποτ πουρί, πρεμιέρα, ράμπα, ρεπερτουάρ, ρεπεράζ, ρεπορτάζ, ρεζισέρ, ρεζουμέ, ρόλος, ρολάρω, σεκάνς, σινέ, σινεμά, σινεμασκόπ, σουμπρέτα, σουξέ, γκραν σουξέ, σπικάζ (κατά το ήμισυ αγγλική λέξη), τακτ, ταρτούφος, τετ-α-τετ, τελεσινέ, τουρνέ, τρακ, τρικέζα, τροκ, τροτ, τρανσπαράνς, τρικάζ, φετίχ, φουαγιέ, φωτομοντάζ, φαμ φατάλ, φαντομάς, φον ντε τεν, φωτορομάντζο, χιουμοριστής ή χιουμορίστας, ανκόρ, ζενερίκ, ραπροσέ, πλονζέ, κοντρ πλονζέ, πανοραμίκ, βερτικάλ, φιλάζ, φλου αρτιστίκ, φοντί, φοντί ανσενέ, φορμά, φλου) κ.α. Στάδια μίας ταινίας
3. ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ (αερομοντελισμός, αλπινισμός, αλπινιστής, αλπινίστρια, απόρτ, απρέ σκι, ασσίστ, βαριάντ, βιράζ, βολέ, βολ πλανέ, ρεπεσάζ, ρεβάνς, ζετέ, επολέ, αρασέ, γκραν πρι, γκαλόπ, γκραν γκινιόλ, γκανιάν, γιούπι, εκάρ, εξτρέμ, ετάπ, κανό, καρέ, κουλουάρ, κάσκα, κέντα, κλακάζ, κράμπα, κουντεπιέ, κουλές (μπιλιάρδο), κούρσα, κροσέ, κροκέ, λάσο, λισάνς, λουμπάγκο, μαζορέτα, μελέ, μανούβρα, μαρς, μασκότ, μπαράζ, μπατόν, μποξέρ, μοντελισμός, μπαντάζ, μποϊκοτάζ, μπρα ντε φερ, νατουραλιζέ, ντεμαράζ, ντρεσάζ, ντρεσάρω, ντιρέκτ, ντισκαλιφιέ, ντοπέ, ντουμπλέ, ντριμπλέρ, παλμαρέ, πλονζόν, παρκούρ, παρκ φερμέ, παρκέ, πασέρ, πατινάζ, πατινέρ, πατινέζ, πατινάρω, πασάζ, πιάφ, πατ, πατίνι, παρολί, πεζάζ, πελότα, πελούζα ή πελούζ, πιολέ, πινάκλ, πλακάζ, πλασέ, πλασάρισμα, πλασάρω, πουλέν, πουρσουίτ, ραπέλ, ρεκόρ, ρελάνς, ρεφλέξ, σαβάτ, σαμποτάζ, σαμποτέρ, σερβίς, σερί, σικέ, σιρκουί, στο ντεμί, σουπερποζέ, σουτέρ (κατά το ήμισυ αγγλική λέξη), σκιέρ, σπορ, τάπα, τατουάζ, τερέν, τρικολόρ, τομπέ, αρετέ, τουρνουά, τοταλιζατέρ, τρασέρ, τρασέζ, φαβορί, φιλέ, φιναλίστ) κ.α.3.α Σκάκι (αν πασάν, γκαμπί, πιόνι, ρεν, ροκέ, ρουά, ματ, ρεν, φου) 3.β Χορός-ΜΠΑΛΕΤΟ (βαλς, κορ ντε μπαλέ, πα ντε ντε, πα ντε πατινέρ, πα ντε τρουά, μπαλαρινέ, μπουρέ, αν αβάν, γκραν ζετέ, ντεμπουλέ, τουτ ανγκαζέ, πλιέ, ποζισιόν, πουέντ, προμενάντ, ρελεβέ, γκραν πλιέ, φοξ ανγκλέ) 3.γ Καζίνο (faites vos jeux, rien ne va plus, μπακαράς, μπαλαντέρ, λεβέ, μπαλανσέ, σαν βουάρ, σεμέν ντε φερ, σερβί, κρουπιέρης, φίνα (μπιλιάρδο), φλος ρουαγιάλ (πόκερ) ) Επίσης το λουτζ που μας το θύμισε ο πρόσφατος θάνατος του Γεωργιανού αθλητή στην φετινή χειμερινή ολυμπιάδα Ετυμολογία του λουτζ3.δ Όλοι οι όροι της ξιφασκίας όπως επέ, σαμπρ, φλερέ
4. ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (ανρί, γκραμ, κιλογκράμ, μολ, καλορί, κιλό, μέτρο, μικροσεκόντ, μιλιγκράμ, νανοσεκόντ, μιλιμέτρ, σαντιμέτρ, ποτενσιόμετρο, παρσέκ, σεκόντ, τιράζ, τονάζ, τόνος) κ.α.
5. ΑΓΟΡΑ (αγκαζάρω, αλά καρτ, αμπαλάζ, ανιγκρέ, αρμπιτράζ, ατού, αφίσα, βαλέρ, βιταμίνη, βιτρίνα, γκανιότα, γκαραντί, γκαλά, γκίνια, γκρουπ, ετικέτα, είδη μπεμπέ, εκτάριο, ελεγκάν, έξτρα, εξτρέ, ζερό, ιμιτασιόν, καρτ ποστάλ, καφετερία,(το) κλου, καμποτάζ, κουβέρ, Κομισιόν, καρνάβαλος, καρναβάλι, καρτ βιζίτ, κασέ, κομφόρ, κουπόνι, κουλέρ λοκάλ, κρουαζιέρα, λακές, λανσάρω, λουξ, μπαλ μασκέ, μπαλ ντε τετ, μπαλ ντ' ανφάν, μίζα, μουαγιέν, μοτίφ, μπαγκανότα, μπαζάρ, μπιενάλε, μπρασερί, μπρικ α μπρακ, μπον μπον, μπροσούρα, ναπολεόνι, ντεκλαρέ, ντεκαφεϊνέ, ντεμί σεζόν, ντεπό, ντιρεκτίβα, ντισκοτέκ, ντοσιέ, οκαζιόν, πανσιόν, πασμαντερί, περφορέ, πριβέ, πανό, πίστα, πλαζ, πλακάτ, πορτμονέ, πριμ, ραφινέ, ρεβεγιόν, ρεκλάμα, ρεσεψιόν, ρεσεψιονίστ, ρεφάρω, σεπαρέ, ταμπλ ντοτ, τροτουάρ, πουρμπουάρ, πλαφόν, ρεζερβέ, ρέντα, ρεπό, ρουλέτα, σαμουά, σελοφάν, σουαρέ, σουβενίρ, σπιράλ, φαβορίτος, φαντεζί, φέιγ βολάν, φιλιγκράν) κ.α. (μπαρ σε δεύτερο επίπεδο)
6. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (αλτερνατίβα, αλτρουισμός, αμοραλισμός, αμφεταμίνη, αντικέρ, ακτουαλισμός, απλικασιόν, αρκανικός, αριβισμός, αρμ, αρμονίστας, ασπιρίνη, αυτισμός, βαρόνος, βαριασιόν, βαρβιτουρικά, βενζίνη, βιταλισμός, βουδισμός, βουδιστής, βοναπαρτισμός, βρυόφυτα, βολονταρισμός, βιμπραφόν, βιμπραφωνίστας, βιολονίστας, βανδαλισμός, γεμολογία, γεμολόγος, γκαμπαρί, γκάφα, γκρομπετόν, γρίππη, εβραϊσμός, εβραϊστής, ελίτ, ελιτισμός, εμιγκρέ, εμουλσιόν, εμπρεσιονισμός, εξπέρ, εξποζέ, εξτρεμισμός, εξτρεμιστής, εξτρεμίστρια, εξπρεσιονισμός, ετατισμός, ιλουζιονισμός, ιλουζιονιστής, ιλουζιονιστικός, ιρασιοναλισμός, καλαμπούρι, κανάγιας, καφεσαντάν, κονφερανσιέ, κοκότα, κολάπσους, κολεκτιβιστικός, κολορίστας, κομμουνισμός, κομμουνιστής, κονστρουκτιβισμός, κονσερβατουάρ, κοοπερατίβα, κρετίνα, κρετίνος, κρετινισμός, γκαρσόν, ζαργκόν, ζογκλέρ, ζιγκολό, ζαμανφουτισμός, μπον βιβέρ, κονεσέρ, καουτσούκ, κλίκα, κλοσάρ, κονσομασιόν, κολίτιδα, κορτικοθεραπεία, κλωστρά, κρεατίνη, κρεμ ντε λα κρεμ, λαπαλισμός, μακάβριος, μανικιούρ, μανικιουρίστ, μανιερισμός, μαρξισμός, μαρξιστής, μαρκετερί, μασίφ, ματιέρα, μερκαντιλισμός, μετρ ντ'οτέλ, μεφιτικός, μεφιτισμός, μιλιταρισμός, μιλιταριστής, μοντελίστ, μοδίστρα, μοντελιστής, μοντελίστρια, μορφίνη, μορμονισμός, μορμόνος, μπαλαρμάς, μπελ επόκ, μπεμόλ, μπετόν, μπετον αρμέ, μπετονιέρα, μποέμ, μπουρζουάς, μπουαζερί, μπιζουτερί, μπουλανζερί, μυδράλιο, νατουραλισμός, νατουραλιστής, νεοεμπρεσιονισμός, ντεγκραντέ, ντεμπούτο, ντεκορασιόν, ντεφετισμός, ντεφετιστής, ντεσού, ντικταφόν, ντιβιζιονισμός, ντιλεταντισμός ντρενάζ, νικοτίνη, νομιναλισμός, νομιναλιστής, ντιζέρ, ντιζέζ, ντικτέ, οπορτουνισμός, οπορτουνιστής, οπτιμισμός, οπτιμιστής, ορ τεξτ, τεξτ, ουνιβερσαλισμός, ουρμπανισμός, παρκετάρω, παρκετέζα, παρλαμάς, πατρονίστ, πεντικιουρίστ, περσοναλισμός, περσοναλιστής, περσοναλίστρια, περφεξιονισμός, περφεξιονιστής, περφεξιονίστρια, παρσισμός, παρφουμαρίζομαι, παρφουμάρομαι, πασιφισμός, παρτενέρ, παστεριώνω, πατουά, πενικιλίνη, πεπτίδιο, πεσιμισμός, πεσιμιστής, πεσιμίστρια, πιερότος, πιετισμός, πιετ-α-τερ, πιονιέρος, πιονιέρισσα, πλανάρω, πλασιέ, πλατερέσκ, πλουραλισμός, ποστρεστάντ, πουαντιγισμός, πουαντιγιστής, πουαντιγιστικός πριμιτιβισμός, πριμιτιβιστής, προβοκάτορας, προτεκτοράτο, προτεσταντισμός, ράγα, ραμποτέ, ράντα, ραντιέ, ραντιέρης, ρασιοναλισμός, ρασιοναλιστής, ρεαλιστής, ρεαλίστρια, ρεβιζιονισμός, ρεζιοναλισμός, ρεβιζιονιστής, ρελατιβισμός, ρεπετισιόν, ρεπροντιξιόν, ρεφορμισμός, ρεφορμιστής, ρεφορμίστρια, ριλάξ, ριφιφί, ρομανικός, ροντό, ρουμπρίκα, σαβουάρ βιβρ, σαδισμός, σαδιστής, σαδίστρια, σανατόριο, σανφασόν, σαξόφωνο, σαξοφωνίστας, σενσουαλισμός, σεξ, σεξισμός, σεξιστής, σεξίστρια, σεξουαλισμός, σερβάντα, σερβί, σιρόπι, σιωνισμός, σιωνιστής, σιωνίστρια, σταζ, σοβινισμός, σοβινιστής, σοβινίστρια, σοκ, σοκάν, σοκάρω, σταζιέρ, βαλές, στριπτιζέζ, στριπτιζέρ, φαρσέρ, καρτέλ, ντεκορατέρ, ντεκορατρίς, πεντικιούρ, σαμάνος, σοβιέτ, σολίστ, σολιψισμός, σοσιαλισμός, σουρεαλισμός, σουρεαλιστής, σουρεαλίστρια, σουρντίνα, σουφραζέτα, στέπα, στιλίστας, ταμπλέτα, ταμπόν, τανίνη, ταπετσιέρης, τατουέρ, τέρα, τερμίτης, τερορισμός, τικ, τοτέμ, τοτεμισμός, τούνελ, τουσέ, τραβεστί, τραπιστής, φιξ, τριολέ, τριολέτο, τροβαδούρος, τροτέζα, τσιτάτο, υβρίδιο, φαβοριτισμός, φανατισμός, φασόν, φαταλισμός, φαταλιστής, φαταλίστρια, φεμινισμός, φεμινιστής, φεμινίστρια, φετιχισμός, φετιχιστής, φετιχίστρια, φοβισμός, φοβιστής, φονταμανταλισμός, φονταμανταλιστής, φονταμανταλίστρια, φορμαλισμός, φορμαλιστής, φορμαλίστρια, φουτουρισμός, φουτουριστής, φουτουρίστρια, φραξιονισμός, φραξιονιστής, χοληστερίνη, ζουρ φιξ, καμπαρέ, καμπαρετζού, σομελιέ) κ.α.
7. ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ - ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ - ΧΡΩΜΑΤΑ (ανφάς, αρτιφισιέλ, ασαμπλάζ, ρετούς, ρετουσάρω, βερνισάζ, κροκί, καφέ ολέ, βινιέτα, χρώματα: παλ, ακαζού, αζουρέ, βεραμάν, βιολέ, γκρενά, γκουάς, γκοφρέ, γκροτέσκο αλλά τελευταία γκροτέσκ, ιβουάρ, ιλουστρασιόν, εκρού, καμαγιέ, καντριγιέ, κουσέ, κρεμ, κρεπ, κρεπ ντε σιν, λαβί, λιλά, ματ, μαρόν, μιλιμετρέ, μοβ, μπατίκ, μπεζ, μπλε, μπλε μαρέν, μπλε μαρίν, μαρίν, μπλε ρουά, νατύρ μορτ, πετρόλ, μπορντό, μπλοκ, μπρονζέ, ναΐφ, ντεσέν, οπάκ, οβάλ, οξυντέ, οπάλ, παστέλ, περλέ, περοκέ, πλακέ, πλακέτα, πορτρέτο, πουά, πουαντιλισμός, πριμιτίφ, προφίλ, ροζ, ροζέ, ροκοκό, γκρι, γκρι αρζάν, γκρι παλ, γκρι σουρί, γκρι μελανζέ, σαμπανί, σαντρέ, σαξ, σιελ, σικλαμέν, σιτρόν, σιλουέτα, σοκολά, σομόν, ταμπά, τυρκουάζ, φουμέ ή φυμέ ή φιμέ, φωσφοριζέ, χακί, μπισκουί, φονσέ, ουτρεμέρ, φρεζ, χρωμέ) κ.α.
8. ΣΥΣΚΕΥΕΣ, εξαρτήματα, Τομείς της τεχνολογίας Μέσα μεταφοράς όπως (αεροπλάνο, αερόστατο, βαπέρ, βεντιλατέρ ή βαντιλατέρ, βιζέρ, ράδιο, τρένο, τρακτέρ, βαγκονλί, γκιλοτίνα, εταζέρα, τελεσιέζ, τελεφερίκ, σεσουάρ, στιλό, ασανσέρ, αντάπτορας, μονόκλ, μπρελόκ, καντράν, αμπούλα, ασανσέρ, βάνα, ηλεκτροσκόπιο, ηλεκτροσόκ, καλοριφέρ, κασπό, κομπρεσέρ, κοντρόλ, καναντέρ, κολλεκτέρ, κομιτατέρ, μανιετό, μπαλανσιέ, μπαλαντέζα, μπουτόν, μπουρέζα, μπωντριέ, ντουί, οβίδα, πένσα, πορτμαντό, πρίζα, ρακόρ, ρελέ, ρεγκαλέζα, ρουλεμάν, ταμπλό, τανάλια, τορπίλη, υδροπλάνο, φρουτιέρα, φις, φρέζα, φριτέζα) κ.α.
9. ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ - ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ (κρουασάν, (αλ(ά) αμερικέν, ανσιέν, ορόρ, μπασκέζ, λιονέζ, ζαρντινιέρ, παριζιέν), απεριτίφ, αντσούγια, (αλά) κρεμ, βελουτέ, βερμούτ, βινεγκρέτ, βλαντζί, βολοβάν, γαρνίρω, γαρνιτούρα, ρύζι γλασέ, γραβιέρα, γκρανουλέ, γκουρμέ, γκουρμάν, γκοφρέτα, εκλέρ, εβαπορέ, εστραγκόν, ζελέ, ζαμπόν, καναπεδάκι(α), καροτίνη, κουβερτούρα, κρεμ καραμέλ, κρεμ ντε κασίς, κρεμ μπρουλέ, καραμελιζέ, καφείνη, καφετιέρα, κεφίρ, κιλότο, κινίνη, κονκασέ, κονσομέ, κρέμα πατισερί, κοτιγιόν, κοτολέτα, κονφί, κονφισερί, κορντόν μπλε, κρέπα, κρεπερί, κροκάν, κρουτόν, κροκέτα, λικέρ, μαγιονέζα, μακαρόν, μαρένγκα, μαρόν γλασέ, μαργαρίνη, μαρμπρέ, μαρμελάδα, μαρμίτα, μενού, μιλφέιγ, μον αμούρ, μπαγκέτα, μπαμπάς, μπατόν σαλέ, μπεσαμέλ, μπον φιλέ, μους ο σοκολά, μιλανέζ, μινιαρντίζ, μπουγιαμπέσα, μπεζές, μπεν μαρί, μπιφτέκι, μπλανσάρω, μπουργκινιόν, μπριός, νουά, νουγκά, νουγκατίνα, ντεζενέ, ντεμί, ντεμί γκλας, ντεμί σεκ, ντινέ, ομελέτα, ολλανταίζ, παντεσπάνι, πανάρω, πατέ, πατισερί, περιγκέζ, πικάντ, πικνίκ, πομ ντε τερ, ποσέ, πουρές, ποτ-ω-φε, ποπιέτ, πουτίγκα, πραλίνα, πραλινέ, προβανσάλ ή προβενσάλ, ραβιγκότ, ραγού ή ραγκού, ρακλέτ, ρέβα, ρολό ή ρουλό, ρουλάντ, ρεστοράν, ρεστορατέρ, σαβαγιάρ, σαβαρέν, σαγκουίνι, σαλμί, σαμπλέ, σαρλότ, σενιάν, σου, σου α λα κρεμ, σουβέρ, σορμπέ, σως, σως μπατόν, σωτάρω, σωτέ, σαμπάνια, σαμπανιζέ, σαντιγί, σουκρούτ, σπεσιαλιτέ, ταμπουλέ, τάρτα, ταρτ τατέν, ταρτάρ, τρούφα, φαρίν λακτέ, φραπέ, φρικασέ, φαρσί, φρουί γκλασέ ή φρουί γλασέ, φουαντρέ, φουαγκρά, φυμέ, φουκού, φλαμπέ, φραμπουάζ, προφιτερόλ, πτι μπερ, πτιφούρ, σουφλέ, σουπέ, σεφ, σεφ πατισιέ, τρανς, φοντάν, φο-φιλέ, ογκρατέν, κουαντρό)
10 MΟΔΑ α) ρούχα: ανσάμπλ, αντραβέ, αζούρ, ασορτί, αμπίρ, βεστόνι, εμαγιέ, εβαζέ, εκάι, εξαντρίκ, εξτραβαγκάν, ζακάρ, ζαπονέ, ζιλέ, ζιπ κυλότ, κυλόττα, ζιπούνι, σάρπα, καλσόν, καμπαρντίνα, κομπινεζόν, καλτσόν, κασκόλ, κασκορσέ, κορσές, κολάν, κουάφ, κοτόν, κλος, κρετόν, κρέπι ή κρεπ, λεοπάρ, μαροκέν, λουτρ, μαγιό, μανσέτα, μανσόν, μαντό, μελόν (καπέλο), μουαρέ, μουλινέ, μουσελίνα, μουφλόν, μπλούζα, μπλουζόν, μπορντούρα, μπρετέλα, ριγέ, ζαρτιέρα, νεγκλιζέ, ντεκολτέ, ντρίλι, παντελόνι, παρεό, παλτό, πενιουάρ, μαρινιέρα, μερσεριζέ, μιραμπό, μπροσέ, μπουφάν, μπέρτα, μπρουνέτ, μπροντερί, ντεφιλέ, ντεζαμπιγιέ, ντεπιές, ντραπέ, παπιγιόν, παγέτα, παντατίφ, παρντεσού, πατρόν, πελερίνα, πομπόν, πούδρα, γκομάζ, πλισέ, πλισές, πονζέ, ραιγιόν ή ρεγιόν, ρομπ ντε σαμπρ, σαλοπέτ, σαμπό, σαντούκ, σεμιζιέ, σερβιέτα, σικ, σινιέ, σοσόνι, σουέτ, ταγιέρ, τόκα, τρανσπαράν, τρουά-καρ, τρικαντό, τρικό, φλοράλ, φουλάρι, φουρό, φράκο, φραμπαλάς, φρουφρού, ωτ κουτύρ. β) 'γούνες': βιζόν, ετόλ, λουτρ, μουτόν, ρενάρ
γ) 'υφάσματα': βισκόζ, βουάλ, εμπριμέ, αλπακάς, καμηλό, καρό, πτι καρό, κοτλέ, λαμέ, λαστέξ, μπροκάρ, ντουμπλ φας, ντουσές, ντραπαρία, πικέ, πλατινέ, ποπλίνα, ρελιέφ, σανζελιζέ, σατέν, σατινέ, σενίλ, ταφτάς, τούλι δ) 'ραπτική': αμπιγιέ, δαντέλα, καπιτονέ, κρουαζέ, κορσάζ, μανεκέν, μπουτίκ, ντεμοντέ, πασαρέλα, ρεβέρ, σουά σοβάζ, τρουακάρ, φερμουάρ, φεστόνι, φροτέ, πρετ-α-πορτέ) ε) κοσμήματα (κραγιόν, κολιέ, κολιέ-πεντατίφ, μενταγιόν, μπιζού, μπρασελέ, φο μπιζού) κ.α.
Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς 2
11. Αντικείμενα - χώροι, χώροι σπιτιού - μέρη - ζώα-φυτά : (αγκράφα, αμπαζούρ, αντιλόπη, αεροζόλ, αλέα, αμπρί, απαρτεμάν, απλίκα, αραχίδα, βαζελίνη, βιτρώ, βουλεβάρτο, γιογιό, γκάζι, γκαζιέρα, γκαζόν, γκαρίγκ, γκαρσονιέρα, γρίλια, γκομπλέν, γκριφόν, εσάνς, εσκαργκό, ζαρντινιέρα, ζούγκλα, κανίς, καρμπόν, καπότα, καρνέ, καναπές, κλουαζονέ, κονσόλα, κομφετί, καλότα, καμπινές, καμιζόλα, καμπινέ, καρπέτα, κολόνια, κλασέρ, λαμπατέρ, λαμπιόνι, λαντό, λούπα, (φακός), μακί, μαλτέζ, μοκέτα, μπαλόνι, μπερέ ή μπερές, μπετόνι, μπιτόνι, μπιμπελό ή μπιμπλό, μπιντές, μπιμπερό, μπολ, μπομπόνι, μπουγιότα, μπριγκέτα, μπουκέτο, νάγια, νεσεσέρ, ντεπώ, ντους ή ντουζ, ο ντε τουαλέτ, οξυζενέ, ορχιδέα, παβιγιόν, πανσές, παντζούρι, παραβάν, παρτέρι, πασπαρτού, περφορατέρ, πιλοτή, πινέζα, πλαφονιέρα, πλερέζα, πορτατίφ, ποσέτ, πουφ, πρεσπαπιέ, πρες πουρέ, ρεζεντά, ρετιρέ, ριντό, ρουζ, ρουμπινές, σαλόνι, σαλέ, σέπαλο, σεζλόνγκ, σεκρετέρ, σεμέν (σεμεδάκια), σερβάν, σομιές, σουίτα, σουμέν, σουπλά, σοφίτα, σοφόρα, στόρι, ταπισερί, ταμπουρέ, τολ, φερφορζέ, φλοτέρ, σακ βουαγιάζ, σερπαντίνα, σιλό, σιφονιέρα, σκαμπό, στορ, τιρμπουσόν, λάμπες μπαγιονέτ ή μινιόν, ταλκ, τουαλέτα, τούγια, τσιντσιλά, φασαμέν, φοξ τεριέ, αργκάλ, ουριάλ). και πολλών άλλων επιστημών
12. Γράμματα και τέχνες : ακορντεόν, ακτιβισμός, αρ νουβό, αρ ντεκό, ατελιέ, αφίσα, βιέλα, γκαλέ, γκαλερί, γκαλερίστας, γκραβούρα, εστέτ, κολάζ, μπαρόκ, ντοκτορά, ρεσιτάλ, ρεφρέν, ρετρό, σολφέζ, στιλ. κ.α
13. Λεπτότειχες ή μη κατασκευές - Αλουμινοκατασκευές αγγλέ, ρουστίκ, κοντραπλακέ, μπριγιάν, μπριγιαντίνη, λαμινέ, τραβέρσα, πόμολο, γαλβανιζέ, ζιργκόν, σαγρέ κ.α.
14. Κομμωτική : α λα γκαρσόν, λακ, λοσιόν, μακιγιάζ, ντεμακιγιάζ, μακιγιάρω, κλασίκ, κου ντε πεν, κουπ, ποστίς, μιζανπλί, μπικουτί, μπουκλέ, κολορασιόν, ντεκολορασιόν, περμανάντ, πομπαντούρ, (χτένισμα) ρεφλέ, σαμπουάν, σινιόν, τουρμπάνι, φιλές, φιξάρω, φριζάρω, οτ κουαφίρ, μπούκλα
15. Χημεία, Φυσική' Στεδόν το σύνολο των συμβόλων της Χημείας προέρχονται από τα γαλλικά. (αλουμίνα, αιθυλένιο,αμπεράζ, ασετόν, ακρυλικό, αλκάλιο, αλκαλοειδές, αμίαντος, αμινο-, αμπέρ, ανιλίνη, ασετιλίνη, βατ, βακελίτης, βάριο, βενζόλη, βενζόη, βόριο, βρόμιο, βισμούθιο, βιτριόλι, βηρύλλιο, βολτάζ, βολταικός, βουλκανισμός, γραφίτης, γρανίτης, δολομίτης, εβονίτης, εστέρας, ιρίδιο, θόριο, κάδμιο, κάλιο, καρμίνιο, κέσιο, κετόνες, κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κολοφώνιο, κουλόμπ, λανολίνη, λιγνίτης, μαγδαλήνιο ή μαγδαλένιο, μελαμίνη, μεγαβάτ, μπεκερέλ, μολυβδένιο, νετρόνιο, νικελιούχος, παραθείο, πεντάνιο, παραφίνη, πασκάλ, ριπολίνη, υπερίτης, φορμόλη, χλώριο, χλωροφόρμιο) Στην φυσική τους τύπους τους διαβάζουμε στα γαλλικά. Π.χ. h = ½ g t² . Λέμε: ασ ίσον έν δεύτερο ζε τε τετράγωνο (και όχι έιτς ίσον εν δεύτερο τζι τι τετράγωνο). Ακόμα, μερικές φορές προφέρουμε στα γαλλικά ακόμα και τα ονόματα επιστημόνων που δεν είναι Γάλλοι. Π.χ. τον Henry (Χένρι, αγγλοαμερικάνος) πολλοί τον διαβάζουν Ανρί. Ακόμα και το υδρογόνο ή το οξυγόνο ή το φθόριο, ή το αιθύλιο προέρχονται από τη γαλλική μετάφραση παρά το γεγονός ότι στην ουσία είναι αντιδάνεια αφού προυπήρχαν οι ρίζες στα αρχαία ελληνικά. Και βέβαια και τα παράγωγα επίθετα π.χ ακρυλικός Περιοδικός πίνακας των στοιχείων στα γαλλικά Επίσης προθήματα όπως νιτρο.
16. ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΕΣ ζουάβος, Κρεολός, κρεολή, απάχης, απάχισσα
17. Ανένταχτα (αμόκ, αν μπλοκ, α προπό, αζιμούθιο, Αντάντ, αρζαντέ, βεριτάμπλ, βουαλά, εξτραφόρ, ζαμανφού, κομπλιμάν, μερσί, λετρίνα, λινοτύπης, λινοτυπία, μαμαζέλ ή μαμζέλ, μετρέσα, μουσώνας, μπιέλα, μπλαζέ, μπολερό, μπορ, μποά, μενίρ, μπριγιόλ, νέον, νευρογλοία, νιόβιο, ντάλια, ντεκαπάν, ντεμπιτάντ, ντιστενγκέ, ντολμέν, ντουμπλές, ντεκαπέ, οδαλίσκη, όζη, οντουλάρω, οντουλασιόν, οντουλέ, ο λα λα, ορλόν, όσκολο, παπιέ μασέ, Παριζιάνος, παρντόν, παρτούζα, πατ, πατ ντε φλερ, πατσουλί, πεκινουά, πιάν, πιρουέτα, πινάκλ, πλαστρόν, πορτμπονέρ, πρέφα, ραμολί, ρουμπίνι, ρουτίνα, σατομπριάν, σερζ, σκαμπίλι, σερσέ λα φαμ, σουμπλιμέ, συλφίδα, ταρταρίνος, τουλίπα, τουπέ, τουρμπίνα, τουρνικέ, τραλαλά, τρενάρω, τρικ, φαγιάντσα ή φαγιάνς, φρίζα, φρου φρου, χαμίνι, λετρασέτ, περκάλ, κοντράστ)
18. Γαλλικές Σπεσιαλιτέ εδώ
19. Νομίζω πως ακόμα και ιταλικές λέξεις πέρασαν στα ελληνικά μέσω της γαλλικής όπως παρμεζάνα, παρτιζάνος
20. Τυχαία - Επιπρόσθετα απλικατέρ, απολιτίκ, αξάν, αραμπέσκ, βενεδικτίνη, βουαλάζ, γκαραζιέρης, ζιγκόν (καρέκλες), καστόρ, καμπαρντινέ, κουπλέ, κομπλικέ, μεταλλιζέ, ντεζά βυ ή ντεζαβού, παντοφλέ, αντίβ, σικορέ, ταμπλό βιβάν, απλικέ, λασσέ, μαδρέν, μπαναλιτέ, σοφρουά (σάλτσα), αμερικανιζέ, μπραιζέ, αρμ (στρατός), κρεμ ρουαγιάλ, κρεμ γκανάς, (σως) μπαβαρουάζ, μπρουτάλ, μπρουταλιτέ, κου ντε φουντρ, γκαγκά, οψιόν.
21. Γαλλικά αποθέματα που επηρεάζουν συχνά την νεοελληνική αργκό ή εκφράσεις : καταπληκτικμάν, κρεβατάμπλ, πλερουά, προτεζέ, μερσώ, καραμερσώ, μποτέ, ξενερουά, φορσέ, ναφαν γκατέ, κουλτουρέ, τζαμπέ, (τρε) κομιλφό, κομσί κομσά,
22. Λέξεις αργκό : ορεβουάρ, σιλάνς, μεσιέ, μαντάμ ή μανδάμ, μαμζέλ ή μαντμαζέλ ή ακόμα και ματμαζέλ, μπαρδόν, μπριζολέ, σουρεάλ, ταπί (όχι με την έννοα του τάπητα.
Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς 3
23. Υπάρχουν επίσης πολλές λέξεις επιστημονικές που έχουν περάσει από τα γαλλικά στα ελληνικά και χρησιμοποιούν κατά το ήμιση ή και 100% ελληνικές ρίζες όπως αγνωστικισμός ή αγνωσιαρχία, αερογκάζ, αγραμματισμός, αεροπερατός, ακρομεγαλία, ανοξία, αντιβιόγραμμα, αντίγονο ή αντιγόνο, αστιγματικός, αστιγματισμός, βακτηριολογία, βακτηριολογικός, βαρόμετρο, βιογένεση, βιογενετική, βιοθεραπεία, βιοκλιματολογία, βιονική, βιονομία, βιόσφαιρα, βιότοπος, βοτανική, βρογχεκτασία, βροντόσαυρος, ισότοπο, ιδιοστατικός, μυοκλονία, μυοπάθεια, οικολογία, οικοσύστημα, ολόγραμμα, ολογραφία, οξαλικός, ορμόνη, όσμιο, ουβερτούρα, πανζοωτία, παντογράφος, παραφασία, παραψυχικός, παρνασσισμός, περίμετρο, πετρογκάζ, πετροχημεία, πεψίνη, πολυτραυματίας, πολεμολογία, προθρομβίνη, πρωτείνη, σακχαρίνη, σκάφανδρο, σκεπτικισμός, τραχειίτιδα, σπληνογραφία, στατιστικός, στερεογραφία, στερεοσκόπιο, στερεοστατική, στερεοσκόπιο, στερεότυπος, στερεοφωνία, στερεοφωτογραφία, στερεοχρωμία, στρατόσφαιρα, στρεπτόκοκκος, στρυχνίνη, στυλογράφος, συνδικαλίζομαι, συνδικαλισμός, συνδικαλιστής, συνδικαλίστρια, συνδικάτο, τηλεγραφία, τηλέγραφος, τηλεκάρτα, τηλεπάθεια, τηλεσκόπιο, τηλέφωνο, τηλεφωνώ, τοξικομανία, τοξίνη, τραγικοκωμωδία ή τραγικωμωδία, τραχειοβρογχικός, τραχειοβρογχίτιδα, τριγωνομετρία, τυπογραφία, τυπογράφος, υδρογραφία, υδροθεραπεία, υδροκεφαλία, υδροκλιματολογία, υδρολογία, υδροστατικός, υπνωτίζω, υπνωτισμός, υποβιταμίνωση, υποθάλαμος, υποχλωρυδρία, υστερία, φαντασμαγορία, φαρμακογνωσία, φαρμακολογία, φαρυγγίτιδα, φαρυγγολαρυγγίτιδα, φαρυγγοτομία, φιλελληνισμός, φλεβίτιδα, φοβία, φυλλοξήρα ή φυλλοξέρα, φυτολογία, φωνογράφος ή φωνόγραφος, φωνομετρία, φωνόμετρο, φωτογραφία, φωτογράφος, χαλκογραφία, χλωροφύλλη, χολοκυστεκτομή, χολοκυστίτιδα, χολοκυστογραφία, χροναξία, χρωμολιθογραφία, ψευδάρθρωση, ψυχασθένεια, ψυχιατρική, ψυχίατρος, ψυχοαναληπτικός, ψυχογένεση, ψυχοθεραπεία, ψυχοληπτικός, ψυχολογία, ψυχομετρία, ψυχοπάθεια, ψυχοπαθολογία, ψυχοπαιδαγωγικός, ψυχοτονικός, ψυχοτρόπος, ψυχοφυσικός, ψυχομετρία, ψυχρόμετρο, ψυχρόφιλος, ψύχωση, ωσμόμετρο, ώσμωση, ωτορινολαρυγγολογία, ωτοσκλήρυνση ή ωτοσκλήρωση, ωτοσκόπηση ή ωτοσκοπία, ωτοσκόπιο
24. Ελληνογενείς ξένοι όροι ορθοπαιδική, ιχθύωση, καρκινόλυση, μονολιθικός, μονομανία, μονομανής, μονομεταλλισμός, μονόσπερμος, μονοτυπία, μονοφυσιτισμός, μονοχρωματικός, πετρογαλή, πετρογονία, πετρογραφία, πιεσόμετρο
25. Πλήθος μεταφραστικών δανείων 1985 εγγραφές όπως αγαθοπιστία bonne -foi, φερέφωνο, porte-voix, εγκιβωτίζω encaisser, εγκληματολογία criminologie, εγκλιματίζω acclimater, θνησιμότητα mortalité, ιχθυοκαλλιέργεια pisciculture, κακοαναθρεμμένος mal élevé, πετρελαιοφόρος pétrolifère, ροκαμβολικός rocambolesque, αντιολισθητικός antidérapant, ανακατακτώ reconquérir, αγγλισμός anglicisme, αεροθάλαμος, ωχρόφαιος
26. Το ίδιο άπειρα σημασιολογικά δάνεια. 2607 εγγραφές Ενδεικτικά : αγγειολογία angiologie, αγγειοσυσταλτικός vaso-constricteur, αβράκωτος sans culotte, άβυσσος abysse , αγένεια bassesse, αγενής ignoble, ταπεινής καταγωγής αγαπώ aimer αγαπώ στο λεξικό Τριανταφυλλίδη [αρχ. ἀγαπῶ (3β: λόγ. σημδ. γαλλ. aimer)], αιθέρας, αθλητικός athlétique κτλ
27. Λόγια 676 εγγραφές όπως αβιταμίνωση avitaminose, αγγειογραφία angiographie, αγγειοδιασταλτικός vasodilatateur, αγγλόφιλος anglophile, κολιμπρί colibri, νιχιλισμός nihilisme, οισοφαγίτιδα oesophagite, φωτογένεια photogénie, polyuréthane πολυουρεθάνη
28. Λογ. σημδ. 2599 εγγραφές όπως αγαθό biens [αρχ. ἀγαθόν, πληθ. (στη σημ. 1α) τά ἀγαθά (1β: λόγ. σημδ. γαλλ. biens· 2α: λόγ. < αρχ. ἀγαθόν· 2β: ελνστ. σημ.), δούκας κτλ.]
29. Λόγια που προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά όπως π.χ αγγελία annonce [λόγ. < αρχ. ἀγγελία `δημόσια διακήρυξη΄ σημδ. γαλλ. annonce], εντερ-αλγία entéralgie
30. Επίδραση της αρχαίας γαλλικής όπως λουκέτο κ.α.
31. Παρωχημένα ή σπάνια όπως αμβελόπα, αντρές, γκαλέ πολί, μπουκλάζ, καρτονάζ, κομβερτισέρ, ντιλετάντ, ρεπικάζ, τουρναμάν, γκρας ή γκρα, φασαφάς
32. Ποικιλίες σταφυλιών καμπερνέ, καρντινάλ (με καταγωγή καλιφορνέζικη), ρεμπιέ (Alphonse Lavallée), σεμιγιόν.
33. Γνωστές ποικιλίες γαλλικού κρασιού σαρντονέ, σοβινιόν μπλαν, καμπερνέ σοβινιόν, μερλό, σιρά ή σπανιότερες όπως γκρενάς ρουζ, καρινιάν, πινό νουάρ, πινό μενιέ κ.α.
34. Mεταφορές εκ των γαλλικών περσίδα, ιταλισμός και αποδόσεις όπως ιχθυέλαιο
34. Τονισμός στην λήγουσα ελληνικών λέξεων αγορέ, ανθρακί, κυριλέ, λουλακί, μελιτζανί, μενεξεδί, χιονέ, πετσετέ, ροζακί, μπανανέ, σπορτέξ ή όχι απαραίτητα π.χ. μανταμέ ή και σουβλακερί, σαντουιτσερί, ρουφιανερί, βαφλερί, μπουζουκλερί
35. Ονόματα μάρκας : κλωνατέξ, πλυντηρέξ, συρτέξ, χρωτέξ
Προσοχή όμως, υπάρχουν καμιά δεκαπενταριά ψευδόφιλα!!! (faux-amis) Είναι νορμάλ!
Υπό εξέταση
ραφινερί, α κατρ μαιν, κροκ-γκοφρ, γκοφρ, πουαντιγιέ, κρυσταλιζέ, πεκάν, μπρικολάζ, μπρικολέρ, κομπόστ, φιξέ, ποζιτίφ, ρεγκάλ, ντιέζ, ακριλάν, ζιπ κιλότ, καμηλό, ασιέτ ανγκλαίζ, ασπίκ, φροτάζ, γκρατάζ, ντεκολάζ, μπρουιτάζ, μοντερνιτέ, νουβοτέ, κουραγκλέζ, κρεπόν, κρεσόν, σουά σοβάζ, σουσέφ σπασουάρ, ντεκαποτάμπλ, ντεπασέ, βιζαζίστ, ρεφλεκτέρ, αροζέ, φιζίκ, φιλιέρα, φιξατέρ, φιξασιόν, φιξατίφ, ζελ, γκρο, γκρο γκρεν, (τα) ντεφό, διαγωνάλ, ρεγκλάν, μοζαΐκ, πλουράλ, εφιλέ, βισισουάζ, ζαμπονό, κλαριφιέ, κοκίγ, κοκότ, κοσέρ, κουπ, κουρ-μπουγιόν, κροκ μεσιέ, μαρινέ, μαρινιέρ, μαντλέν, μαρζιπάν, μασεντουάν, ματελότ, ματινιόν, παλέτ (μαχαίρι), μελάνζ, μιρεπουά, μορνέ, μοσκοβίτ, μπελ ελέν, μπερ μανιέ, μπαλοτίν, μπαρκέτ, μπενιέ, μπεαρνέζ, μπιεν κουί, μπισκ, μπλανκέτ, μπουκέ γκαρνί, μπραντάντ, μπριζέ, φεγιετέ, μπρινουάζ, ναβαρέν, ναπέ, νατύρ, νουαζέτ, νταριόλ, νταρτουά, ντεγκιστασιόν, ντεγκιστατέρ, ντεγκορζέ, ντεκοβίλ, ντιάμπλ, ντιζονέ, ντιξέλ, ντισές, ντοφινουάζ, (πατάτες) ντοφίν, ντομπ, παλμιέ, πανέ, παπιγιότ, παρμαντιέ, περσιγιάντ, πισαλαντιέρ, πιστού, πρεσαλέ, ρατατούιγ, ραταφιά, ρεμουλάντ, ρεμπλοσόν, ρισόλ, ρουίγ, ρου, νισουάζ, σαμπρέ, σιβέ, σιμπουλέτ, σινουά, σοσίς, ταπενάντ, τουρνεντό, φριτό, ω μπλε, σανσόν, σελεμπριτέ, εκλαντόρ, κουμπλάν, μανόν, μαιν κουράντ, μπας κλας, μπεν μιξτ, κενέλ, κρουστάντ, λαρντόν, λανγκ ντε σα, ντεγκλασάρισμα, σαμπινιόν, φλαζολέ, φλαν, φρανζιπάν. terminologie culinaire cf. Διάφορες σος Γλωσσάρι μαγειρικής -- κομπλέρ, κοντρολέρ
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 11 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς: 1
1. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ - Μέσα μεταφοράς Σχεδόν όλα τα μέρη και τα εξαρτήματα αυτοκινήτου (αλερετούρ, αβάνς, αλκοτέστ, αμορτισέρ, αξεσουάρ, βαγκόν-λί, βαγκόν-ρεστοράν, βολάν, (άμαξα) βιζαβί, γρανάζι (engrenage) βουλκανιζατέρ, γκαζοζέν, γλασάρω, ντιστριμπιτέρ, δυναμό, εξπρές, ζιγκ-ζαγκ, ζιγκλέρ ή ζικλέρ, μοτέρ, καπό, καμιόνι, καμπριολέ, κλατάρω, κρεμαγιέρα, ταμπλό, παρμπρίζ, καλίμπρα, καρμανιόλα, καροσερί, κοντέρ, κουπέ, κρεασιόν, λεβιές, λιμουζίνα, μαρκέ, πορτμπαγκάζ, μπουζί, μαρσπιέ ή μασπιές, μαρσάρω, μαρσάρισμα, μοτοκρός, μοτό, μοτοσικλέτα, μοτοσικλετιστής, μαρσπιέ, μουαγιέ, μπλοκάζ, μπλοκέ (διαφορικό), μπεκ (εγχυτήρας), μπενζίνα, μπουλόνι, αμπραγιάζ, ντίζα, ντεμπραγιάζ, ντελαπάρισμα, ντελαπάρω, οτομοτρίς, παρκόμετρο, πεντάλ, πορτ μπεμπέ, πετάλι, πιστολέ, πουάρ (βενζίνης), σαμπρέλα, σασμάν, ρεζερβουάρ, σούπερ, ρεκτιφιέ, ρελαντί, ρεπρίζ, ροντάρω, ροντάρισμα, σεβρό, σερβομοτέρ, σερβόφρενο, (φρένων), συσπανσιόν, σασί, σιλανσιέ, σοφέρ, σοφερίνα, σοφάρω, ταξί, ταμπούρο, τετ-α-κέ, τραμ, τρανσμισιόν, φλεξίμπλ, φρένο, φούιτ, καρμπιρατέρ, σπορτίφ) κ.α. βλ. Στάδια μίας ταινίας
2. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ - Θέατρο - Ψυχαγωγία (αβανγκάρντ, αβανγκαρντισμός, αβάν πρεμιέρ, ανιμασιόν, ανιματέρ, αζάν προβοκατέρ, ανφάν γκατέ, αλμανάκ, αξελερέ, ατραξιόν, βερσιόν, βαμπίρ, βαριετέ, βουλεβάρτο, βωντεβίλ, γκάμα, μιξάζ, μοντάζ, ενσταντανέ, εφέ, εκράν, θεατράλ, καμουφλάζ, καμουφλάρω, εξιτάρω, ντεκαλάζ, ντεκουπάζ, ντεκουπάρω, ντοκυμαντέρ, κανκάν, καφεθέατρο, καντράζ, καρέ καρέ, κοζερί, κλακέτα, κομεντί, κασκαντέρ, κλισέ, κομπέρ, μαριονέτα, αμπιγιέρ, αμπιγιέζ, αγκαζέ, γκρο πλαν, πλατό, πλατφόρμα, μακιγιέρ, μακιγιέζ, μαρκίζα, μετρ, μοντέρ, νουβέλ βαγκ, ντουμπλάζ, ντουμπλάρω, ντουμπλίρ, ντουμπλέρ, φεστιβάλ, φιλμ νουάρ, γκισέ, οντισιόν, ενζενί, μπουάτ, ζεν πρεμιέ, ζεν κομίκ, κλακ, κλακέρ, μαγκαζίνο, μιζανσέν, ντεκόρ, οπερατέρ, παρλάν, πατινουάρ, ποτ πουρί, πρεμιέρα, ράμπα, ρεπερτουάρ, ρεπεράζ, ρεπορτάζ, ρεζισέρ, ρεζουμέ, ρόλος, ρολάρω, σεκάνς, σινέ, σινεμά, σινεμασκόπ, σουμπρέτα, σουξέ, γκραν σουξέ, σπικάζ (κατά το ήμισυ αγγλική λέξη), τακτ, ταρτούφος, τετ-α-τετ, τελεσινέ, τουρνέ, τρακ, τρικέζα, τροκ, τροτ, τρανσπαράνς, τρικάζ, φετίχ, φουαγιέ, φωτομοντάζ, φαμ φατάλ, φαντομάς, φον ντε τεν, φωτορομάντζο, χιουμοριστής ή χιουμορίστας, ανκόρ, ζενερίκ, ραπροσέ, πλονζέ, κοντρ πλονζέ, πανοραμίκ, βερτικάλ, φιλάζ, φλου αρτιστίκ, φοντί, φοντί ανσενέ, φορμά, φλου) κ.α.
3. ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ (αερομοντελισμός, αλπινισμός, αλπινιστής, αλπινίστρια, απόρτ, απρέ σκι, ασσίστ, βαριάντ, βιράζ, βολέ, βολ πλανέ, ρεπεσάζ, ρεβάνς, ζετέ, επολέ, αρασέ, γκραν πρι, γκαλόπ, γκραν γκινιόλ, γκανιάν, γιούπι, εκάρ, εξτρέμ, ετάπ, κανό, καρέ, κουλουάρ, κάσκα, κέντα, κλακάζ, κράμπα, κουντεπιέ, κουλές (μπιλιάρδο), κούρσα, κροσέ, κροκέ, λάσο, λισάνς, λουμπάγκο, μαζορέτα, μελέ, μανούβρα, μαρς, μασκότ, μπαράζ, μπατόν, μποξέρ, μοντελισμός, μπαντάζ, μποϊκοτάζ, μπρα ντε φερ, νατουραλιζέ, ντεμαράζ, ντρεσάζ, ντρεσάρω, ντιρέκτ, ντισκαλιφιέ, ντοπέ, ντουμπλέ, ντριμπλέρ, παλμαρέ, πλονζόν, παρκούρ, παρκ φερμέ, παρκέ, πασέρ, πατινάζ, πατινέρ, πατινέζ, πατινάρω, πασάζ, πιάφ, πατ, πατίνι, παρολί, πεζάζ, πελότα, πελούζα ή πελούζ, πιολέ, πινάκλ, πλακάζ, πλασέ, πλασάρισμα, πλασάρω, πουλέν, ραπέλ, ρεκόρ, ρελάνς, ρεφλέξ, σαβάτ, σαμποτάζ, σαμποτέρ, σερβίς, σερί, σικέ, σιρκουί, στο ντεμί, σουπερποζέ, σουτέρ (κατά το ήμισυ αγγλική λέξη), σκιέρ, σπορ, τάπα, τατουάζ, τερέν, τρικολόρ, τομπέ, αρετέ, τουρνουά, τοταλιζατέρ, τρασέρ, τρασέζ, φαβορί, φιλέ, φιναλίστ) κ.α.3.α Σκάκι (αν πασάν, γκαμπί, πιόνι, ρεν, ροκέ, ρουά, ματ, ρεν, φου) 3.β Χορός-ΜΠΑΛΕΤΟ (βαλς, κορ ντε μπαλέ, πα ντε ντε, πα ντε πατινέρ, πα ντε τρουά, μπαλαρινέ, μπουρέ, αν αβάν, γκραν ζετέ, τουτ ανγκαζέ, πλιέ, ποζισιόν, πουέντ, προμενάντ, ρελεβέ, γκραν πλιέ) 3.γ Καζίνο (faites vos jeux, rien ne va plus, μπακαράς, μπαλαντέρ, λεβέ, μπαλανσέ, σαν βουάρ, σεμέν ντε φερ, σερβί, κρουπιέρης, φίνα (μπιλιάρδο), φλος ρουαγιάλ (πόκερ) ) Επίσης το λουτζ που μας το θύμισε ο πρόσφατος θάνατος του Γεωργιανού αθλητή στην φετινή χειμερινή ολυμπιάδα Ετυμολογία του λουτζ3.δ Όλοι οι όροι της ξιφασκίας όπως επέ, σαμπρ, φλερέ
4. ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (ανρί, γκραμ, κιλογκράμ, μολ, καλορί, κιλό, μέτρο, μικροσεκόντ, μιλιγκράμ, νανοσεκόντ, μιλιμέτρ, σαντιμέτρ, ποτενσιόμετρο, παρσέκ, σεκόντ, τιράζ, τονάζ, τόνος) κ.α.
5. ΑΓΟΡΑ (αγκαζάρω, αλά καρτ, αμπαλάζ, ανιγκρέ, αρμπιτράζ, ατού, αφίσα, βαλέρ, βιταμίνη, βιτρίνα, γκανιότα, γκαραντί, γκαλά, γκίνια, γκρουπ, ετικέτα, είδη μπεμπέ, εκτάριο, ελεγκάν, έξτρα, εξτρέ, ζερό, ιμιτασιόν, καρτ ποστάλ, καφετερία,(το) κλου, καμποτάζ, κουβέρ, Κομισιόν, καρνάβαλος, καρναβάλι, καρτ βιζίτ, κασέ, κομφόρ, κουπόνι, κουλέρ λοκάλ, κρουαζιέρα, λακές, λανσάρω, λουξ, μπαλ μασκέ, μπαλ ντε τετ, μπαλ ντ' ανφάν, μίζα, μουαγιέν, μοτίφ, μπαγκανότα, μπαζάρ, μπιενάλε, μπρασερί, μπρικ α μπρακ, μπον μπον, μπροσούρα, ναπολεόνι, ντεκλαρέ, ντεκαφεϊνέ, ντεμί σεζόν, ντεπό, ντιρεκτίβα, ντισκοτέκ, ντοσιέ, οκαζιόν, πανσιόν, πασμαντερί, περφορέ, πριβέ, πανό, πίστα, πλαζ, πλακάτ, πορτμονέ, πριμ, ραφινέ, ρεβεγιόν, ρεκλάμα, ρεσεψιόν, ρεσεψιονίστ, ρεφάρω, σεπαρέ, ταμπλ ντοτ, τροτουάρ, πουρμπουάρ, πλαφόν, ρεζερβέ, ρέντα, ρεπό, ρουλέτα, σαμουά, σελοφάν, σουαρέ, σουβενίρ, σπιράλ, φαβορίτος, φαντεζί, φέιγ βολάν, φιλιγκράν) κ.α. (μπαρ σε δεύτερο επίπεδο)
6. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (αλτερνατίβα, αλτρουισμός, αμοραλισμός, αμφεταμίνη, αντικέρ, ακτουαλισμός, απλικασιόν, αρκανικός, αριβισμός, αρμ, αρμονίστας, ασπιρίνη, αυτισμός, βαρόνος, βαριασιόν, βαρβιτουρικά, βενζίνη, βιταλισμός, βουδισμός, βουδιστής, βοναπαρτισμός, βρυόφυτα, βολονταρισμός, βιμπραφόν, βιμπραφωνίστας, βιολονίστας, βανδαλισμός, γεμολογία, γεμολόγος, γκαμπαρί, γκάφα, γκρομπετόν, γρίππη, εβραϊσμός, εβραϊστής, ελίτ, ελιτισμός, εμιγκρέ, εμουλσιόν, εμπρεσιονισμός, εξπέρ, εξποζέ, εξτρεμισμός, εξτρεμιστής, εξτρεμίστρια, εξπρεσιονισμός, ετατισμός, ιλουζιονισμός, ιλουζιονιστής, ιλουζιονιστικός, ιρασιοναλισμός, καλαμπούρι, κανάγιας, καφεσαντάν, κονφερανσιέ, κοκότα, κολάπσους, κολεκτιβιστικός, κολορίστας, κομμουνισμός, κομμουνιστής, κονστρουκτιβισμός, κονσερβατουάρ, κοοπερατίβα, κρετίνα, κρετίνος, κρετινισμός, γκαρσόν, ζαργκόν, ζογκλέρ, ζιγκολό, ζαμανφουτισμός, μπον βιβέρ, κονεσέρ, καουτσούκ, κλίκα, κλοσάρ, κονσομασιόν, κολίτιδα, κορτικοθεραπεία, κλωστρά, κρεατίνη, κρεμ ντε λα κρεμ, λαπαλισμός, μακάβριος, μανικιούρ, μανικιουρίστ, μανιερισμός, μαρξισμός, μαρξιστής, μαρκετερί, μασίφ, ματιέρα, μερκαντιλισμός, μετρ ντ'οτέλ, μεφιτικός, μεφιτισμός, μιλιταρισμός, μιλιταριστής, μοντελίστ, μοδίστρα, μοντελιστής, μοντελίστρια, μορφίνη, μορμονισμός, μορμόνος, μπαλαρμάς, μπελ επόκ, μπεμόλ, μπετόν, μπετον αρμέ, μπετονιέρα, μποέμ, μπουρζουάς, μπουαζερί, μπιζουτερί, μπουλανζερί, μυδράλιο, νατουραλισμός, νατουραλιστής, νεοεμπρεσιονισμός, ντεγκραντέ, ντεμπούτο, ντεκορασιόν, ντεφετισμός, ντεφετιστής, ντεσού, ντικταφόν, ντιβιζιονισμός, ντιλεταντισμός ντρενάζ, νικοτίνη, νομιναλισμός, νομιναλιστής, ντιζέρ, ντιζέζ, ντικτέ, οπορτουνισμός, οπορτουνιστής, οπτιμισμός, οπτιμιστής, ορ τεξτ, τεξτ, ουνιβερσαλισμός, ουρμπανισμός, παρκετάρω, παρκετέζα, παρλαμάς, πατρονίστ, πεντικιουρίστ, περσοναλισμός, περσοναλιστής, περσοναλίστρια, περφεξιονισμός, περφεξιονιστής, περφεξιονίστρια, παρσισμός, παρφουμαρίζομαι, παρφουμάρομαι, πασιφισμός, παρτενέρ, παστεριώνω, πατουά, πενικιλίνη, πεπτίδιο, πεσιμισμός, πεσιμιστής, πεσιμίστρια, πιερότος, πιετισμός, πιετ-α-τερ, πιονιέρος, πιονιέρισσα, πλανάρω, πλασιέ, πλατερέσκ, πλουραλισμός, ποστρεστάντ, πουαντιγισμός, πουαντιγιστής, πουαντιγιστικός πριμιτιβισμός, πριμιτιβιστής, προβοκάτορας, προτεκτοράτο, προτεσταντισμός, ράγα, ραμποτέ, ράντα, ραντιέ, ραντιέρης, ρασιοναλισμός, ρασιοναλιστής, ρεαλιστής, ρεαλίστρια, ρεβιζιονισμός, ρεζιοναλισμός, ρεβιζιονιστής, ρελατιβισμός, ρεπετισιόν, ρεπροντιξιόν, ρεφορμισμός, ρεφορμιστής, ρεφορμίστρια, ριλάξ, ριφιφί, ρομανικός, ροντό, ρουμπρίκα, σαβουάρ βιβρ, σαδισμός, σαδιστής, σαδίστρια, σανατόριο, σανφασόν, σαξόφωνο, σαξοφωνίστας, σενσουαλισμός, σεξ, σεξισμός, σεξιστής, σεξίστρια, σεξουαλισμός, σερβάντα, σερβί, σιρόπι, σιωνισμός, σιωνιστής, σιωνίστρια, σταζ, σοβινισμός, σοβινιστής, σοβινίστρια, σοκ, σοκάν, σοκάρω, σταζιέρ, βαλές, στριπτιζέζ, στριπτιζέρ, φαρσέρ, καρτέλ, ντεκορατέρ, ντεκορατρίς, πεντικιούρ, σαμάνος, σοβιέτ, σολίστ, σολιψισμός, σοσιαλισμός, σουρεαλισμός, σουρεαλιστής, σουρεαλίστρια, σουρντίνα, σουφραζέτα, στέπα, στιλίστας, ταμπλέτα, ταμπόν, τανίνη, ταπετσιέρης, τατουέρ, τέρα, τερμίτης, τερορισμός, τικ, τοτέμ, τοτεμισμός, τούνελ, τουσέ, τραβεστί, τραπιστής, φιξ, τριολέ, τριολέτο, τροβαδούρος, τροτέζα, τσιτάτο, υβρίδιο, φαβοριτισμός, φανατισμός, φασόν, φαταλισμός, φαταλιστής, φαταλίστρια, φεμινισμός, φεμινιστής, φεμινίστρια, φετιχισμός, φετιχιστής, φετιχίστρια, φοβισμός, φοβιστής, φονταμανταλισμός, φονταμανταλιστής, φονταμανταλίστρια, φορμαλισμός, φορμαλιστής, φορμαλίστρια, φουτουρισμός, φουτουριστής, φουτουρίστρια, φραξιονισμός, φραξιονιστής, χοληστερίνη, ζουρ φιξ, καμπαρέ, καμπαρετζού, σομελιέ) κ.α.
7. ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ - ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ - ΧΡΩΜΑΤΑ (ανφάς, ρετούς, ρετουσάρω, βερνισάζ, κροκί, καφέ ολέ, βινιέτα, χρώματα: παλ, ακαζού, αζουρέ, βεραμάν, βιολέ, γκρενά, γκουάς, γκοφρέ, γκροτέσκο αλλά τελευταία γκροτέσκ, ιβουάρ, ιλουστρασιόν, εκρού, καμαγιέ, καντριγιέ, κουσέ, κρεμ, κρεπ, κρεπ ντε σιν, λαβί, λιλά, ματ, μαρόν, μιλιμετρέ, μοβ, μπατίκ, μπεζ, μπλε, μπλε μαρέν, μπλε μαρίν, μαρίν, μπλε ρουά, νατύρ μορτ, πετρόλ, μπορντό, μπλοκ, μπρονζέ, ναΐφ, ντεσέν, οπάκ, οβάλ, οξυντέ, οπάλ, παστέλ, περλέ, περοκέ, πλακέ, πλακέτα, πορτρέτο, πουά, πουαντιλισμός, πριμιτίφ, προφίλ, ροζ, ροζέ, ροκοκό, γκρι, γκρι αρζάν, γκρι παλ, γκρι σουρί, γκρι μελανζέ, σαμπανί, σαντρέ, σαξ, σιελ, σικλαμέν, σιτρόν, σιλουέτα, σοκολά, σομόν, ταμπά, τυρκουάζ, φουμέ ή φυμέ ή φιμέ, φωσφοριζέ, χακί, μπισκουί, φονσέ, ουτρεμέρ, φρεζ, χρωμέ) κ.α.
8. ΣΥΣΚΕΥΕΣ, εξαρτήματα, Τομείς της τεχνολογίας Μέσα μεταφοράς όπως (αεροπλάνο, αερόστατο, βαπέρ, βιζέρ, ράδιο, τρένο, τρακτέρ, βαγκονλί, γκιλοτίνα, εταζέρα, τελεσιέζ, τελεφερίκ, σεσουάρ, στιλό, ασανσέρ, αντάπτορας, μονόκλ, μπρελόκ, καντράν, αμπούλα, ασανσέρ, βάνα, ηλεκτροσκόπιο, ηλεκτροσόκ, καλοριφέρ, κασπό, κομπρεσέρ, κοντρόλ, καναντέρ, κολλεκτέρ, κομιτατέρ, μανιετό, μπαλαντέζα, μπουτόν, μπουρέζα, μπωντριέ, ντουί, οβίδα, πένσα, πορτμαντό, πρίζα, ρακόρ, ρελέ, ρεγκαλέζα, ρουλεμάν, ταμπλό, τανάλια, τορπίλη, υδροπλάνο, φρουτιέρα, φις, φρέζα, φριτέζα) κ.α.
9. ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ - ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ (κρουασάν, (αλ(ά) αμερικέν, ανσιέν, ορόρ, μπασκέζ, λιονέζ, ζαρντινιέρ, παριζιέν), απεριτίφ, αντσούγια, (αλά) κρεμ, βελουτέ, βερμούτ, βινεγκρέτ, βλαντζί, βολοβάν, γαρνίρω, γαρνιτούρα, ρύζι γλασέ, γραβιέρα, γκρανουλέ, γκουρμέ, γκουρμάν, γκοφρέτα, εκλέρ, εβαπορέ, εστραγκόν, ζελέ, ζαμπόν, καναπεδάκι(α), καροτίνη, κουβερτούρα, κρεμ καραμέλ, κρεμ ντε κασίς, κρεμ μπρουλέ, καραμελιζέ, καφείνη, καφετιέρα, κεφίρ, κιλότο, κινίνη, κονκασέ, κονσομέ, κρέμα πατισερί, κοτιγιόν, κοτολέτα, κονφί, κονφισερί, κορντόν μπλε, κρέπα, κρεπερί, κροκάν, κρουτόν, κροκέτα, λικέρ, μαγιονέζα, μακαρόν, μαρένγκα, μαρόν γλασέ, μαργαρίνη, μαρμπρέ, μαρμελάδα, μαρμίτα, μενού, μιλφέιγ, μον αμούρ, μπαγκέτα, μπαμπάς, μπατόν σαλέ, μπεσαμέλ, μπον φιλέ, μους ο σοκολά, μιλανέζ, μινιαρντίζ, μπουγιαμπέσα, μπεζές, μπεν μαρί, μπιφτέκι, μπλανσάρω, μπουργκινιόν, μπριός, νουά, νουγκά, νουγκατίνα, ντεζενέ, ντεμί, ντεμί γκλας, ντεμί σεκ, ντινέ, ομελέτα, ολλανταίζ, παντεσπάνι, πανάρω, πατέ, πατισερί, περιγκέζ, πικάντ, πικνίκ, πομ ντε τερ, ποσέ, πουρές, ποτ-ω-φε, πουτίγκα, πραλίνα, πραλινέ, προβανσάλ ή προβενσάλ, ραβιγκότ, ραγού ή ραγκού, ρακλέτ, ρέβα, ρολό ή ρουλό, ρεστοράν, ρεστορατέρ, σαβαγιάρ, σαβαρέν, σαγκουίνι, σαλμί, σαμπλέ, σαρλότ, σενιάν, σου, σου α λα κρεμ, σουβέρ, σορμπέ, σως, σως μπατόν, σωτάρω, σωτέ, σαμπάνια, σαμπανιζέ, σαντιγί, σουκρούτ, σπεσιαλιτέ, ταμπουλέ, τάρτα, ταρτ τατέν, ταρτάρ, τρούφα, φαρίν λακτέ, φραπέ, φρικασέ, φαρσί, φρουί γκλασέ ή φρουί γλασέ, φουαντρέ, φουαγκρά, φυμέ, φουκού, φλαμπέ, φραμπουάζ, προφιτερόλ, πτι μπερ, πτιφούρ, σουφλέ, σουπέ, σεφ, σεφ πατισιέ, τρανς, φοντάν, φο-φιλέ, ογκρατέν, κουαντρό)
10 MΟΔΑ α) ρούχα: ανσάμπλ, αντραβέ, αζούρ, ασορτί, αμπίρ, βεστόνι, εμαγιέ, εβαζέ, εκάι, εξαντρίκ, εξτραβαγκάν, ζακάρ, ζαπονέ, ζιλέ, ζιπ κυλότ, κυλόττα, ζιπούνι, σάρπα, καλσόν, καμπαρντίνα, κομπινεζόν, καλτσόν, κασκόλ, κασκορσέ, κορσές, κολάν, κουάφ, κοτόν, κλος, κρετόν, κρέπι ή κρεπ, λεοπάρ, μαροκέν, λουτρ, μαγιό, μανσέτα, μανσόν, μαντό, μελόν (καπέλο), μουαρέ, μουλινέ, μουσελίνα, μουφλόν, μπλούζα, μπλουζόν, μπορντούρα, μπρετέλα, ριγέ, ζαρτιέρα, νεγκλιζέ, ντεκολτέ, ντρίλι, παντελόνι, παρεό, παλτό, πενιουάρ, μαρινιέρα, μερσεριζέ, μιραμπό, μπροσέ, μπουφάν, μπέρτα, μπρουνέτ, μπροντερί, ντεφιλέ, ντεζαμπιγιέ, ντεπιές, ντραπέ, παπιγιόν, παγέτα, παντατίφ, παρντεσού, πατρόν, πελερίνα, πομπόν, πούδρα, γκομάζ, πλισέ, πλισές, πονζέ, ραιγιόν ή ρεγιόν, ρομπ ντε σαμπρ, σαλοπέτ, σαμπό, σαντούκ, σεμιζιέ, σερβιέτα, σικ, σινιέ, σοσόνι, σουέτ, ταγιέρ, τόκα, τρανσπαράν, τρουά-καρ, τρικαντό, τρικό, φλοράλ, φουλάρι, φουρό, φράκο, φραμπαλάς, φρουφρού, ωτ κουτύρ. β) 'γούνες': βιζόν, ετόλ, λουτρ, μουτόν, ρενάρ
γ) 'υφάσματα': βισκόζ, βουάλ, εμπριμέ, αλπακάς, καμηλό, καρό, πτι καρό, κοτλέ, λαμέ, μπροκάρ, ντουμπλ φας, ντουσές, ντραπαρία, πικέ, πλατινέ, ρελιέφ, σανζελιζέ, σατέν, σατινέ, σενίλ, ταφτάς, τούλι δ) 'ραπτική': αμπιγιέ, δαντέλα, καπιτονέ, κρουαζέ, κορσάζ, μανεκέν, μπουτίκ, ντεμοντέ, πασαρέλα, ρεβέρ, σουά σοβάζ, τρουακάρ, φερμουάρ, φεστόνι, φροτέ, πρετ-α-πορτέ) ε) κοσμήματα (κραγιόν, κολιέ, κολιέ-πεντατίφ, μενταγιόν, μπιζού, μπρασελέ, φο μπιζού) κ.α.
[]Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς 2
11. Αντικείμενα - χώροι, χώροι σπιτιού - μέρη - ζώα-φυτά : (αγκράφα, αμπαζούρ, αντιλόπη, αεροζόλ, αλέα, αμπρί, απαρτεμάν, απλίκα, αραχίδα, βαζελίνη, βιτρώ, βουλεβάρτο, γιογιό, γκάζι, γκαζιέρα, γκαζόν, γκαρίγκ, γκαρσονιέρα, γρίλια, γκομπλέν, γκριφόν, εσάνς, εσκαργκό, ζαρντινιέρα, ζούγκλα, κανίς, καρμπόν, καπότα, καρνέ, καναπές, κλουαζονέ, κονσόλα, κομφετί, καλότα, καμπινές, καμιζόλα, καμπινέ, καρπέτα, κολόνια, κλασέρ, λαμπατέρ, λαμπιόνι, λαντό, λούπα, (φακός), μακί, μαλτέζ, μοκέτα, μπαλόνι, μπερέ ή μπερές, μπετόνι, μπιτόνι, μπιμπελό ή μπιμπλό, μπιντές, μπιμπερό, μπολ, μπομπόνι, μπουγιότα, μπριγκέτα, μπουκέτο, νάγια, νεσεσέρ, ντεπώ, ντους ή ντουζ, ο ντε τουαλέτ, οξυζενέ, ορχιδέα, παβιγιόν, πανσές, παραβάν, παρτέρι, πασπαρτού, περφορατέρ, πιλοτή, πινέζα, πλαφονιέρα, πλερέζα, πορτατίφ, ποσέτ, πουφ, πρεσπαπιέ, πρες πουρέ, ρεζεντά, ρετιρέ, ριντό, ρουζ, ρουμπινές, σαλόνι, σαλέ, σέπαλο, σεζλόνγκ, σεκρετέρ, σεμέν (σεμεδάκια), σερβάν, σομιές, σουίτα, σουμέν, σουπλά, σοφίτα, σοφόρα, ταπισερί, ταμπουρέ, τολ, φερφορζέ, φλοτέρ, σακ βουαγιάζ, σερπαντίνα, σιλό, σιφονιέρα, σκαμπό, στορ, τιρμπουσόν, λάμπες μπαγιονέτ ή μινιόν, ταλκ, τουαλέτα, τούγια, τσιντσιλά, φασαμέν, φοξ τεριέ, αργκάλ, ουριάλ). και πολλών άλλων επιστημών
12. Γράμματα και τέχνες : ακορντεόν, ακτιβισμός, αρ νουβό, αρ ντεκό, ατελιέ, αφίσα, βιέλα, γκαλέ, γκαλερί, γκαλερίστας, γκραβούρα, εστέτ, κολάζ, μπαρόκ, ντοκτορά, ρεσιτάλ, ρεφρέν, ρετρό, σολφέζ, στιλ. κ.α
13. Λεπτότειχες ή μη κατασκευές - Αλουμινοκατασκευές αγγλέ, ρουστίκ, κοντραπλακέ, μπριγιάν, μπριγιαντίνη, λαμινέ, τραβέρσα, πόμολο, γαλβανιζέ, ζιργκόν, σαγρέ κ.α.
14. Κομμωτική : α λα γκαρσόν, λακ, λοσιόν, μακιγιάζ, ντεμακιγιάζ, μακιγιάρω, κλασίκ, κουπ, ποστίς, μιζανπλί, μπικουτί, μπουκλέ, κολορασιόν, ντεκολορασιόν, περμανάντ, πομπαντούρ (χτένισμα] σαμπουάν, σινιόν, τουρμπάνι, φιλές, φιξάρω, φριζάρω, οτ κουαφίρ, μπούκλα
15. Χημεία, Φυσική' Στεδόν το σύνολο των συμβόλων της Χημείας προέρχονται από τα γαλλικά. (αλουμίνα, αιθυλένιο,αμπεράζ, ασετόν, ακρυλικό, αλκάλιο, αλκαλοειδές, αμίαντος, αμινο-, αμπέρ, ανιλίνη, ασετιλίνη, βατ, βακελίτης, βάριο, βενζόλη, βενζόη, βόριο, βρόμιο, βισμούθιο, βιτριόλι, βηρύλλιο, βολτάζ, βολταικός, βουλκανισμός, γραφίτης, γρανίτης, δολομίτης, εβονίτης, εστέρας, ιρίδιο, θόριο, κάδμιο, κάλιο, καρμίνιο, κέσιο, κετόνες, κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κολοφώνιο, κουλόμπ, λανολίνη, λιγνίτης, μαγδαλήνιο ή μαγδαλένιο, μελαμίνη, μεγαβάτ, μπεκερέλ, μολυβδένιο, νετρόνιο, νικελιούχος, παραθείο, πεντάνιο, παραφίνη, πασκάλ, ριπολίνη, υπερίτης, φορμόλη, χλώριο, χλωροφόρμιο) Στην φυσική τους τύπους τους διαβάζουμε στα γαλλικά. Π.χ. h = ½ g t² . Λέμε: ασ ίσον έν δεύτερο ζε τε τετράγωνο (και όχι έιτς ίσον εν δεύτερο τζι τι τετράγωνο). Ακόμα, μερικές φορές προφέρουμε στα γαλλικά ακόμα και τα ονόματα επιστημόνων που δεν είναι Γάλλοι. Π.χ. τον Henry (Χένρι, αγγλοαμερικάνος) πολλοί τον διαβάζουν Ανρί. Ακόμα και το υδρογόνο ή το οξυγόνο ή το φθόριο, ή το αιθύλιο προέρχονται από τη γαλλική μετάφραση παρά το γεγονός ότι στην ουσία είναι αντιδάνεια αφού προυπήρχαν οι ρίζες στα αρχαία ελληνικά. Και βέβαια και τα παράγωγα επίθετα π.χ ακρυλικός Περιοδικός πίνακας των στοιχείων στα γαλλικά Επίσης προθήματα όπως νιτρο.
16. ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΕΣ ζουάβος, Κρεολός, κρεολή, απάχης, απάχισσα
17. Ανένταχτα (αμόκ, α προπό, αζιμούθιο, Αντάντ, αρζαντέ, βεριτάμπλ, βουαλά, εξτραφόρ, ζαμανφού, κομπλιμάν, μερσί, λετρίνα, λινοτύπης, λινοτυπία, μαμαζέλ ή μαμζέλ, μετρέσα, μουσώνας, μπιέλα, μπλαζέ, μπολερό, μπορ, μποά, μενίρ, μπριγιόλ, νέον, νευρογλοία, νιόβιο, ντάλια, ντεκαπάν, ντεμπιτάντ, ντιστενγκέ, ντολμέν, ντουμπλές, ντεκαπέ, οδαλίσκη, όζη, οντουλάρω, οντουλασιόν, οντουλέ, ο λα λα, ορλόν, όσκολο, παπιέ μασέ, Παριζιάνος, παρντόν, παρτούζα, πατ, πατ ντε φλερ, πατσουλί, πεκινουά, πιάν, πιρουέτα, πινάκλ, πλαστρόν, πορτμπονέρ, πρέφα, ραμολί, ρουμπίνι, ρουτίνα, σατομπριάν, σερζ, σκαμπίλι, σερσέ λα φαμ, σουμπλιμέ, συλφίδα, ταρταρίνος, τουλίπα, τουπέ, τουρμπίνα, τουρνικέ, τραλαλά, τρενάρω, τρικ, φαγιάντσα ή φαγιάνς, φρίζα, φρου φρου, χαμίνι, λετρασέτ, περκάλ, κοντράστ)
18. Γαλλικές Σπεσιαλιτέ εδώ
19. Νομίζω πως ακόμα και ιταλικές λέξεις πέρασαν στα ελληνικά μέσω της γαλλικής όπως παρμεζάνα, παρτιζάνος
20. Τυχαία - Επιπρόσθετα απλικατέρ, απολιτίκ, αξάν, αραμπέσκ, βενεδικτίνη, βουαλάζ, γκαραζιέρης, ζιγκόν (καρέκλες), καστόρ, καμπαρντινέ, κουπλέ, κομπλικέ, μεταλλιζέ, ντεζά βυ ή ντεζαβού, παντοφλέ, αντίβ, σικορέ, ταμπλό βιβάν, απλικέ, λασσέ, μαδρέν, μπαναλιτέ, σοφρουά (σάλτσα), αμερικανιζέ, μπραιζέ, αρμ (στρατός), κρεμ ρουαγιάλ, κρεμ γκανάς, (σως) μπαβαρουάζ, μπρουτάλ, μπρουταλιτέ, κου ντε φουντρ, γκαγκά, οψιόν.
21. Γαλλικά αποθέματα που επηρεάζουν συχνά την νεοελληνική αργκό ή εκφράσεις : καταπληκτικμάν, κρεβατάμπλ, πλερουά, προτεζέ, μερσώ, καραμερσώ, μποτέ, ξενερουά, φορσέ, ναφαν γκατέ, κουλτουρέ, τζαμπέ, (τρε) κομιλφό, κομσί κομσά,
22. Λέξεις αργκό : ορεβουάρ, σιλάνς, μεσιέ, μαντάμ ή μανδάμ, μαμζέλ ή μαντμαζέλ ή ακόμα και ματμαζέλ, μπαρδόν, μπριζολέ, σουρεάλ, ταπί (όχι με την έννοα του τάπητα.
[]Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς 3
23. Υπάρχουν επίσης πολλές λέξεις επιστημονικές που έχουν περάσει από τα γαλλικά στα ελληνικά και χρησιμοποιούν κατά το ήμιση ή και 100% ελληνικές ρίζες όπως αγνωστικισμός ή αγνωσιαρχία, αερογκάζ, αγραμματισμός, αεροπερατός, ακρομεγαλία, ανοξία, αντιβιόγραμμα, αντίγονο ή αντιγόνο, αστιγματικός, αστιγματισμός, βακτηριολογία, βακτηριολογικός, βαρόμετρο, βιογένεση, βιογενετική, βιοθεραπεία, βιοκλιματολογία, βιονική, βιονομία, βιόσφαιρα, βιότοπος, βοτανική, βρογχεκτασία, βροντόσαυρος, ισότοπο, ιδιοστατικός, μυοκλονία, μυοπάθεια, οικολογία, οικοσύστημα, ολόγραμμα, ολογραφία, οξαλικός, ορμόνη, όσμιο, ουβερτούρα, πανζοωτία, παντογράφος, παραφασία, παραψυχικός, παρνασσισμός, περίμετρο, πετρογκάζ, πετροχημεία, πεψίνη, πολυτραυματίας, πολεμολογία, πορνό, προθρομβίνη, πρωτείνη, σακχαρίνη, σκάφανδρο, σκεπτικισμός, τραχειίτιδα, σπληνογραφία, στατιστικός, στερεογραφία, στερεοσκόπιο, στερεοστατική, στερεοσκόπιο, στερεότυπος, στερεοφωνία, στερεοφωτογραφία, στερεοχρωμία, στρατόσφαιρα, στρεπτόκοκκος, στρυχνίνη, στυλογράφος, συνδικαλίζομαι, συνδικαλισμός, συνδικαλιστής, συνδικαλίστρια, συνδικάτο, τηλεγραφία, τηλέγραφος, τηλεκάρτα, τηλεπάθεια, τηλεσκόπιο, τηλέφωνο, τηλεφωνώ, τοξικομανία, τοξίνη, τραγικοκωμωδία ή τραγικωμωδία, τραχειοβρογχικός, τραχειοβρογχίτιδα, τριγωνομετρία, τυπογραφία, τυπογράφος, υδρογραφία, υδροθεραπεία, υδροκεφαλία, υδροκλιματολογία, υδρολογία, υδροστατικός, υπνωτίζω, υπνωτισμός, υποβιταμίνωση, υποθάλαμος, υποχλωρυδρία, υστερία, φαντασμαγορία, φαρμακογνωσία, φαρμακολογία, φαρυγγίτιδα, φαρυγγολαρυγγίτιδα, φαρυγγοτομία, φιλελληνισμός, φλεβίτιδα, φοβία, φυλλοξήρα ή φυλλοξέρα, φυτολογία, φωνογράφος ή φωνόγραφος, φωνομετρία, φωνόμετρο, φωτογραφία, φωτογράφος, χαλκογραφία, χλωροφύλλη, χολοκυστεκτομή, χολοκυστίτιδα, χολοκυστογραφία, χροναξία, χρωμολιθογραφία, ψευδάρθρωση, ψυχασθένεια, ψυχιατρική, ψυχίατρος, ψυχοαναληπτικός, ψυχογένεση, ψυχοθεραπεία, ψυχοληπτικός, ψυχολογία, ψυχομετρία, ψυχοπάθεια, ψυχοπαθολογία, ψυχοπαιδαγωγικός, ψυχοτονικός, ψυχοτρόπος, ψυχοφυσικός, ψυχομετρία, ψυχρόμετρο, ψυχρόφιλος, ψύχωση, ωσμόμετρο, ώσμωση, ωτορινολαρυγγολογία, ωτοσκλήρυνση ή ωτοσκλήρωση, ωτοσκόπηση ή ωτοσκοπία, ωτοσκόπιο
24. Ελληνογενείς ξένοι όροι ορθοπαιδική, ιχθύωση, καρκινόλυση, μονολιθικός, μονομανία, μονομανής, μονομεταλλισμός, μονόσπερμος, μονοτυπία, μονοφυσιτισμός, μονοχρωματικός, πετρογαλή, πετρογονία, πετρογραφία, πιεσόμετρο
25. Πλήθος μεταφραστικών δανείων 1985 εγγραφές όπως αγαθοπιστία bonne -foi, φερέφωνο, porte-voix, εγκιβωτίζω encaisser, εγκληματολογία criminologie, εγκλιματίζω acclimater, θνησιμότητα mortalité, ιχθυοκαλλιέργεια pisciculture, κακοαναθρεμμένος mal élevé, πετρελαιοφόρος pétrolifère, ροκαμβολικός rocambolesque, αντιολισθητικός antidérapant, ανακατακτώ reconquérir, αγγλισμός anglicisme, αεροθάλαμος, ωχρόφαιος
26. Το ίδιο άπειρα σημασιολογικά δάνεια. 2607 εγγραφές Ενδεικτικά : αγγειολογία angiologie, αγγειοσυσταλτικός vaso-constricteur, αβράκωτος sans culotte, άβυσσος abysse , αγένεια bassesse, αγενής ignoble, ταπεινής καταγωγής αγαπώ aimer αγαπώ στο λεξικό Τριανταφυλλίδη [αρχ. ἀγαπῶ (3β: λόγ. σημδ. γαλλ. aimer)], αιθέρας, αθλητικός athlétique κτλ
27. Λόγια 676 εγγραφές όπως αβιταμίνωση avitaminose, αγγειογραφία angiographie, αγγειοδιασταλτικός vasodilatateur, αγγλόφιλος anglophile, κολιμπρί colibri, νιχιλισμός nihilisme, οισοφαγίτιδα oesophagite, φωτογένεια photogénie, polyuréthane πολυουρεθάνη
28. Λογ. σημδ. 2599 εγγραφές όπως αγαθό biens [αρχ. ἀγαθόν, πληθ. (στη σημ. 1α) τά ἀγαθά (1β: λόγ. σημδ. γαλλ. biens· 2α: λόγ. < αρχ. ἀγαθόν· 2β: ελνστ. σημ.), δούκας κτλ.]
29. Λόγια που προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά όπως π.χ αγγελία annonce [λόγ. < αρχ. ἀγγελία `δημόσια διακήρυξη΄ σημδ. γαλλ. annonce], εντερ-αλγία entéralgie
30. Επίδραση της αρχαίας γαλλικής όπως λουκέτο κ.α.
31. Παρωχημένα ή σπάνια όπως αμβελόπα, αντρές, γκαλέ πολί, μπουκλάζ, καρτονάζ, κομβερτισέρ, ντιλετάντ, ρεπικάζ, τουρναμάν, γκρας ή γκρα, φασαφάς
32. Ποικιλίες σταφυλιών καμπερνέ, καρντινάλ (με καταγωγή καλιφορνέζικη), ρεμπιέ (Alphonse Lavallée).
33. Γνωστές ποικιλίες γαλλικού κρασιού σαρντονέ, σοβινιόν μπλαν, καμπερνέ σοβινιόν, μερλό, σιρά ή σπανιότερες όπως γκρενάς ρουζ, καρινιάν, πινό νουάρ, πινό μενιέ κ.α.
34. Mεταφορές εκ των γαλλικών περσίδα, ιταλισμός και αποδόσεις όπως ιχθυέλαιο
34. Τονισμός στην λήγουσα ελληνικών λέξεων αγορέ, ανθρακί, κυριλέ, λουλακί, μελιτζανί, μενεξεδί, χιονέ, πετσετέ, ροζακί, μπανανέ, σπορτέξ ή όχι απαραίτητα π.χ. μανταμέ ή και σουβλακερί, σαντουιτσερί, ρουφιανερί, βαφλερί, μπουζουκλερί
35. Ονόματα μάρκας : κλωνατέξ, πλυντηρέξ, συρτέξ, χρωτέξ
Προσοχή όμως, υπάρχουν καμιά δεκαπενταριά ψευδόφιλα!!! (faux-amis) Είναι νορμάλ!
[]Υπό εξέταση
ραφινερί, κροκ-γκοφρ, γκοφρ, πουαντιγιέ, κρυσταλιζέ, πεκάν, μπρικολάζ, μπρικολέρ, κομπόστ, φιξέ, ποζιτίφ, ρεγκάλ, ντιέζ, ακριλάν, ζιπ κιλότ, καμηλό, ασιέτ ανγκλαίζ, ασπίκ, φροτάζ, γκρατάζ, ντεκολάζ, μπρουιτάζ, μοντερνιτέ, νουβοτέ, κουραγκλέζ, κρεπόν, κρεσόν, σουά σοβάζ, σουσέφ σπασουάρ, ντεκαποτάμπλ, ντεπασέ, βιζαζίστ, ρεφλεκτέρ, ρεφλέ, αροζέ, φιζίκ, φιλιέρα, φιξατέρ, φιξασιόν, φιξατίφ, ζελ, γκρο, γκρο γκρεν, (τα) ντεφό, διαγωνάλ, ρεγκλάν, μοζαΐκ, πλουράλ, εφιλέ, βισισουάζ, ζαμπονό, κλαριφιέ, κοκίγ, κοκότ, κοσέρ, κουπ, κουρ-μπουγιόν, κροκ μεσιέ, μαρινιέρ, μαντλέν, μαρζιπάν, μασεντουάν, ματελότ, ματινιόν, παλέτ (μαχαίρι), μελάνζ, μιρεπουά, μορνέ, μοσκοβίτ, μπελ ελέν, μπερ μανιέ, μπαλοτίν, μπαρκέτ, μπενιέ, μπεαρνέζ, μπιεν κουί, μπισκ, μπλανκέτ, μπουκέ γκαρνί, μπραντάντ, μπριζέ, φεγιετέ, μπρινουάζ, ναβαρέν, ναπέ, νατύρ, νουαζέτ, νταριόλ, νταρτουά, ντεγκιστασιόν, ντεγκιστατέρ, ντεγκορζέ, ντεκοβίλ, ντιάμπλ, ντιζονέ, ντιξέλ, ντισές, ντοφινουάζ, (πατάτες) ντοφίν, ντομπ, παλμιέ, πανέ, παπιγιότ, παρμαντιέ, περσιγιάντ, πισαλαντιέρ, πιστού, πρεσαλέ, ρατατούιγ, ραταφιά, ρεμουλάντ, ρεμπλοσόν, ρισόλ, ρουίγ, ρου, νισουάζ, σαμπρέ, σιβέ, σιμπουλέτ, σινουά, σοσίς, ταπενάντ, τουρνεντό, φριτό, ω μπλε, σανσόν, σελεμπριτέ, εκλαντόρ, κουμπλάν, μανόν, μαιν κουράντ, μπας κλας, μπεν μιξτ, κενέλ, κρουστάντ, λαρντόν, λανγκ ντε σα, ντεγκλασάρισμα, σαμπινιόν, φλαζολέ, φλαν, φρανζιπάν. terminologie culinaire cf. Διάφορες σος Γλωσσάρι μαγειρικής -- κομπλέρ, κοντρολέρ
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Μetallique , ( metal ειναι το υλικο ) οποτε το επιθετο double l ......
Xm... εννοείς ότι το μεταλλίκ έχει να κάνει με το υλικό ενώ το μεταλ-λ-ιζέ με το χρώμα;
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Μεταλίκ λέμε ή μεταλλίκ (με δύο λάμδα); Βρίσκω και τις δύο γραφές στο ίντερνετ. Είναι σπάνια λέξη. Και ποιά η διαφορά του από το μεταλιζέ (που χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο);
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
ο ντε τουαλέτ
βέρυ τρε μπιέν
Ορισμοί για: βέρυ τρε μπιέν - slang.gr
www.slang.gr/lemma/.../beru_tre_mpien_13847
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Kαι να μην ξεχνάμε πως τα γαλλικά αντικατέστησαν τα παλιά αγγλικά συστήματα μέτρησης https://el.wikipedia.org/wiki/Διεθνές_σύστημα_μονάδων
Λες να μην καταλάβαμε;Μανταμ, τρεζεβουάρ!
Ελπιζω να καταλαβατε απο που προερχεται
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
ή αυτή;
Πάντως η πρώτη είναι μακράν καλύτερη.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Excellent!
Εξελάν δεν υπάρχει. "Παρφέ" όμως... ναι
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
23. Υπάρχουν επίσης πολλές λέξεις επιστημονικές που έχουν περάσει από τα γαλλικά στα ελληνικά και χρησιμοποιούν κατά το ήμιση ή και 100% ελληνικές ρίζες όπως αγνωστικισμός ή αγνωσιαρχία, αερογκάζ, αγραμματισμός, αεροπερατός, ακρομεγαλία, ανοξία, αντιβιόγραμμα, αντίγονο ή αντιγόνο, αστιγματικός, αστιγματισμός, βακτηριολογία, βακτηριολογικός, βαρόμετρο, βιογένεση, βιογενετική, βιοθεραπεία, βιοκλιματολογία, βιονική, βιονομία, βιόσφαιρα, βιότοπος, βοτανική, βρογχεκτασία, βροντόσαυρος, ισότοπο, ιδιοστατικός, μυοκλονία, μυοπάθεια, οικολογία, οικοσύστημα, ολόγραμμα, ολογραφία, οξαλικός, ορμόνη, όσμιο, ουβερτούρα, πανζοωτία, παντογράφος, παραφασία, παραψυχικός, παρνασσισμός, περίμετρο, πετρογκάζ, πετροχημεία, πεψίνη, πολυτραυματίας, πολεμολογία, πορνό, προθρομβίνη, πρωτείνη, σακχαρίνη, σκάφανδρο, σκεπτικισμός, τραχειίτιδα, σπληνογραφία, στατιστικός, στερεογραφία, στερεοσκόπιο, στερεοστατική, στερεοσκόπιο, στερεότυπος, στερεοφωνία, στερεοφωτογραφία, στερεοχρωμία, στρατόσφαιρα, στρεπτόκοκκος, στρυχνίνη, στυλογράφος, συνδικαλίζομαι, συνδικαλισμός, συνδικαλιστής, συνδικαλίστρια, συνδικάτο, τηλεγραφία, τηλέγραφος, τηλεκάρτα, τηλεπάθεια, τηλεσκόπιο, τηλέφωνο, τηλεφωνώ, τοξικομανία, τοξίνη, τραγικοκωμωδία ή τραγικωμωδία, τραχειοβρογχικός, τραχειοβρογχίτιδα, τριγωνομετρία, τυπογραφία, τυπογράφος, υδρογραφία, υδροθεραπεία, υδροκεφαλία, υδροκλιματολογία, υδρολογία, υδροστατικός, υπνωτίζω, υπνωτισμός, υποβιταμίνωση, υποθάλαμος, υποχλωρυδρία, υστερία, φαντασμαγορία, φαρμακογνωσία, φαρμακολογία, φαρυγγίτιδα, φαρυγγολαρυγγίτιδα, φαρυγγοτομία, φιλελληνισμός, φλεβίτιδα, φοβία, φυλλοξήρα ή φυλλοξέρα, φυτολογία, φωνογράφος ή φωνόγραφος, φωνομετρία, φωνόμετρο, φωτογραφία, φωτογράφος, χαλκογραφία, χλωροφύλλη, χολοκυστεκτομή, χολοκυστίτιδα, χολοκυστογραφία, χροναξία, χρωμολιθογραφία, ψευδάρθρωση, ψυχασθένεια, ψυχιατρική, ψυχίατρος, ψυχοαναληπτικός, ψυχογένεση, ψυχοθεραπεία, ψυχοληπτικός, ψυχολογία, ψυχομετρία, ψυχοπάθεια, ψυχοπαθολογία, ψυχοπαιδαγωγικός, ψυχοτονικός, ψυχοτρόπος, ψυχοφυσικός, ψυχομετρία, ψυχρόμετρο, ψυχρόφιλος, ψύχωση, ωσμόμετρο, ώσμωση, ωτορινολαρυγγολογία, ωτοσκλήρυνση ή ωτοσκλήρωση, ωτοσκόπηση ή ωτοσκοπία, ωτοσκόπιο
24. Ελληνογενείς ξένοι όροι ορθοπαιδική, ιχθύωση, καρκινόλυση, μονολιθικός, μονομανία, μονομανής, μονομεταλλισμός, μονόσπερμος, μονοτυπία, μονοφυσιτισμός, μονοχρωματικός, πετρογαλή, πετρογονία, πετρογραφία, πιεσόμετρο
25. Πλήθος μεταφραστικών δανείων 1985 εγγραφές όπως αγαθοπιστία bonne -foi, φερέφωνο, porte-voix, εγκιβωτίζω encaisser, εγκληματολογία criminologie, εγκλιματίζω acclimater, θνησιμότητα mortalité, ιχθυοκαλλιέργεια pisciculture, κακοαναθρεμμένος mal élevé, πετρελαιοφόρος pétrolifère, ροκαμβολικός rocambolesque, αντιολισθητικός antidérapant, ανακατακτώ reconquérir, αγγλισμός anglicisme, αεροθάλαμος
26. Το ίδιο άπειρα σημασιολογικά δάνεια. 2607 εγγραφές Ενδεικτικά : αγγειολογία angiologie, αγγειοσυσταλτικός vaso-constricteur, αβράκωτος sans culotte, άβυσσος abysse , αγένεια bassesse, αγενής ignoble, ταπεινής καταγωγής αγαπώ aimer αγαπώ στο λεξικό Τριανταφυλλίδη [αρχ. ἀγαπῶ (3β: λόγ. σημδ. γαλλ. aimer)], αιθέρας κτλ
27. Λόγια 676 εγγραφές όπως αβιταμίνωση avitaminose, αγγειογραφία angiographie, αγγειοδιασταλτικός vasodilatateur, αγγλόφιλος anglophile, κολιμπρί colibri, νιχιλισμός nihilisme, οισοφαγίτιδα oesophagite, φωτογένεια photogénie, polyuréthane πολυουρεθάνη
28. Λογ. σημδ. 2599 εγγραφές όπως αγαθό biens [αρχ. ἀγαθόν, πληθ. (στη σημ. 1α) τά ἀγαθά (1β: λόγ. σημδ. γαλλ. biens· 2α: λόγ. < αρχ. ἀγαθόν· 2β: ελνστ. σημ.), δούκας κτλ.]
29. Λόγια που προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά όπως π.χ αγγελία annonce [λόγ. < αρχ. ἀγγελία `δημόσια διακήρυξη΄ σημδ. γαλλ. annonce], εντερ-αλγία entéralgie
30. Επίδραση της αρχαίας γαλλικής όπως λουκέτο κ.α.
31. Παρωχημένα όπως αμβελόπα, τουρναμάν, γκρας ή γκρα
32. Ποικιλίες σταφυλιών καμπερνέ, καρντινάλ (με καταγωγή καλιφορνέζικη), ρεμπιέ (Alphonse Lavallée).
33. Γνωστές ποικιλίες γαλλικού κρασιού σαρντονέ, σοβινιόν μπλαν, καμπερνέ σοβινιόν, μερλό, σιρά ή σπανιότερες όπως γκρενάς ρουζ, καρινιάν κ.α.
34. Mεταφορές εκ των γαλλικών περσίδα, ιταλισμός και αποδόσεις όπως ιχθυέλαιο
34. Τονισμός στην λήγουσα ελληνικών λέξεων λουλακί, μελιτζανί, μενεξεδί, πετσετέ, ροζακί
Προσοχή όμως, υπάρχουν καμιά δεκαπενταριά ψευδόφιλα!!! (faux-amis) Είναι νορμάλ!
[ ] Υπό εξέταση
κομπόστ, ποζιτίφ, ρεγκάλ, ντιέζ, ακριλάν, ζιπ κιλότ, καμηλό, ασιέτ ανγκλαίζ, ασπίκ, φροτάζ, γκρατάζ, ντεκολάζ, μπρουιτάζ, μοντερνιτέ, νουβοτέ, κουραγκλέζ, κρεπόν, κρεσόν, σουά σοβάζ, σουσέφ σπασουάρ, ντεκαποτάμπλ, ντεπασέ, βιζαζίστ, ρεφλεκτέρ, ρεφλέ, φιζίκ, φιλιέρα, φιξατέρ, φιξασιόν, φιξατίφ, ζελ, γκρο, γκρο γκρεν, (τα) ντεφό, διαγωνάλ, ρεγκλάν, μοζαΐκ, πλουράλ, εφιλέ, βισισουάζ, κλαριφιέ, κοκίγ, κοκότ, κοσέρ, κουπ, κουρ-μπουγιόν, κροκ μεσιέ, μαντλέν, μαρζιπάν, μασεντουάν, ματελότ, ματινιόν, παλέτ (μαχαίρι), μελάνζ, μιρεπουά, μορνέ, μοσκοβίτ, μπελ ελέν, μπερ μανιέ, μπαλοτίν, μπαρκέτ, μπενιέ, μπεαρνέζ, μπιεν κουί, μπισκ, μπλανκέτ, μπουκέ γκαρνί, μπραντάντ, μπριζέ, φεγιετέ, μπρινουάζ, ναβαρέν, ναπέ, νατύρ, νουαζέτ, νταριόλ, νταρτουά, ντεγκιστασιόν, ντεγκιστατέρ, ντεγκορζέ, ντιάμπλ, ντιζονέ, ντιξέλ, ντισές, ντοφινουάζ, (πατάτες) ντοφίν, ντομπ, παλμιέ, πανέ, παπιγιότ, παρμαντιέ, περσιγιάντ, πισαλαντιέρ, πιστού, πρεσαλέ, ρατατούιγ, ραταφιά, ρεμουλάντ, ρεμπλοσόν, ρισόλ, ρουίγ, ρου, νισουάζ, σαμπρέ, σιβέ, σιμπουλέτ, σινουά, σοσίς, ταπενάντ, τουρνεντό, φριτό, ω μπλε, σανσόν, σελεμπριτέ, εκλαντόρ, κουμπλάν, μανόν, μαιν κουράντ, μπας κλας, μπεν μιξτ, κενέλ, κρουστάντ, λαρντόν, λανγκ ντε σα, ντεγκλασάρισμα, σαμπινιόν, φλαζολέ, φλαν, φρανζιπάν.
Παραπομπούλα και "καραμερσί" (Χρήστης:Francostas - Βικιλεξικό)
Υ.Γ: Τι να σου κάνουν τα "readers" με μόνο 1800 λέξεις ύστερα;
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
...........
11. Αντικείμενα - χώροι, χώροι σπιτιού - μέρη - ζώα-φυτά : (αγκράφα, αμπαζούρ, αντιλόπη, αεροζόλ, αλέα, αμπρί, απαρτεμάν, απλίκα, αραχίδα, βαζελίνη, βιτρώ, βουλεβάρτο, γιογιό, γκάζι, γκαζιέρα, γκαζόν, γκαρσονιέρα, γρίλια, γκριφόν, εσάνς, ζαρντινιέρα, ζούγκλα, κανίς, καρμπόν, καπότα, καρνέ, καναπές, κλουαζονέ, κονσόλα, κονφετί, καλότα, καμπινές, καμιζόλα, καμπινέ, καρπέτα, κολόνια, κλασέρ, λαμπατέρ, λαμπιόνι, λαντό, λούπα, (φακός), μαλτέζ, μοκέτα, μπαλόνι, μπερές, μπετόνι, μπιτόνι, μπιμπελό ή μπιμπλό, μπιντές, μπιμπερό, μπολ, μπομπόνι, μπουγιότα, μπριγκέτα, μπουκέτο, νάγια, νεσεσέρ, ντεπώ, ντους, οξυζενέ, ορχιδέα, πανσές, παραβάν, παρτέρι, πασπαρτού, περφορατέρ, πιλοτή, πινέζα, πλαφονιέρα, πλερέζα, πορτατίφ, πουφ, πρεσπαπιέ, ρεζεντά, ρετιρέ, ριντό, ρουζ, ρουμπινές, σαλόνι, σαλέ, σέπαλο, σεζλόνγκ, σεκρετέρ, σεμέν (σεμεδάκια), σερβάν, σομιές, σουίτα, σουμέν, σουπλά, σοφίτα, σοφόρα, ταπισερί, ταμπουρέ, τολ, φερφορζέ, φλοτέρ, σακ βουαγιάζ, σερπαντίνα, σιλό, σιφονιέρα, σκαμπό, στορ, τιρμπουσόν, λάμπες μπαγιονέτ ή μινιόν, ταλκ, τουαλέτα, τούγια, τσιντσιλά, φασαμέν, φοξ τεριέ). και πολλών άλλων επιστημών
12. Γράμματα και τέχνες : ακορντεόν, ακτιβισμός, αρ νουβό, αρ ντεκό, ατελιέ, αφίσα, βιέλα, γκαλερί, γκαλερίστας, γκραβούρα, εστέτ, κολάζ, μπαρόκ, ντοκτορά, ρεσιτάλ, ρεφρέν, ρετρό, σολφέζ, στιλ. κ.α
13. Λεπτότειχες ή μη κατασκευές - Αλουμινοκατασκευές αγγλέ, ρουστίκ, κοντραπλακέ, μπριγιάν, μπριγιαντίνη, λαμινέ, τραβέρσα, πόμολο, γαλβανιζέ, ζιργκόν, σαγρέ κ.α.
14. Κομμωτική : α λα γκαρσόν, λακ, λοσιόν, μακιγιάζ, ντεμακιγιάζ, μακιγιάρω, κουπ, ποστίς, μιζανπλί, μπικουτί, μπουκλέ, ντεκολορασιόν, περμανάντ, σαμπουάν, σινιόν, τουρμπάνι, φιλές, φιξάρω, φριζάρω, οτ κουαφίρ, μπούκλα
15. Χημεία, Φυσική' Στεδόν το σύνολο των συμβόλων της Χημείας προέρχονται από τα γαλλικά. (αιθυλένιο,αμπεράζ, ασετόν, ακρυλικό, αλκάλιο, αλκαλοειδές, αμίαντος, αμινο-, αμπέρ, ανιλίνη, ασετιλίνη, βατ, βακελίτης, βάριο, βενζόλη, βενζόη, βόριο, βρόμιο, βισμούθιο, βιτριόλι, βηρύλλιο, βολτάζ, βολταικός, βουλκανισμός, γραφίτης, γρανίτης, δολομίτης, εβονίτης, εστέρας, ιρίδιο, θόριο, κάδμιο, κάλιο, καρμίνιο, κέσιο, κετόνες, κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κολοφώνιο, κουλόμπ, λανολίνη, λιγνίτης, μαγδαλήνιο ή μαγδαλένιο, μελαμίνη, μεγαβάτ, μπεκερέλ, μολυβδένιο, νετρόνιο, νικελιούχος, παραθείο, πεντάνιο, παραφίνη, πασκάλ, ριπολίνη, υπερίτης, χλώριο, χλωροφόρμιο) Στην φυσική τους τύπους τους διαβάζουμε στα γαλλικά. Π.χ. h = ½ g t² . Λέμε: ασ ίσον έν δεύτερο ζε τε τετράγωνο (και όχι έιτς ίσον εν δεύτερο τζι τι τετράγωνο). Ακόμα, μερικές φορές προφέρουμε στα γαλλικά ακόμα και τα ονόματα επιστημόνων που δεν είναι Γάλλοι. Π.χ. τον Henry (Χένρι, αγγλοαμερικάνος) πολλοί τον διαβάζουν Ανρί. Ακόμα και το υδρογόνο ή το οξυγόνο ή το φθόριο, ή το αιθύλιο προέρχονται από τη γαλλική μετάφραση παρά το γεγονός ότι στην ουσία είναι αντιδάνεια αφού προυπήρχαν οι ρίζες στα αρχαία ελληνικά. Και βέβαια και τα παράγωγα επίθετα π.χ ακρυλικός Περιοδικός πίνακας των στοιχείων στα γαλλικά Επίσης προθήματα όπως νιτρο.
16. ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΕΣ Κρεολός, κρεολή, απάχης, απάχισσα
17. Ανένταχτα (α προπό, αζιμούθιο, Αντάντ, αρζαντέ, βεριτάμπλ, βουαλά, εξτραφόρ, ζαμανφού, κομπλιμάν, μερσί, λετρίνα, λινοτύπης, λινοτυπία, μαμαζέλ ή μαμζέλ, μετρέσα, μουσώνας, μπιέλα, μπλαζέ, μπολερό, μπορ, μποά, μενίρ, μπριγιόλ, νέον, νευρογλοία, νιόβιο, ντάλια, ντεκαπάν, ντεμπιτάντ, ντιστενγκέ, ντολμέν, ντουμπλές, ντεκαπέ, οδαλίσκη, όζη, οντουλάρω, οντουλασιόν, οντουλέ, ο λα λα, ορλόν, όσκολο, παπιέ μασέ, Παριζιάνος, παρντόν, παρτούζα, πατ, πατ ντε φλερ, πατσουλί, πεκινουά, πιάν, πιρουέτα, πινάκλ, πλαστρόν, πορτμπονέρ, πρέφα, ραμολί, ρουμπίνι, ρουτίνα, σατομπριάν, σερζ, σκαμπίλι, σερσέ λα φαμ, σουμπλιμέ, συλφίδα, ταρταρίνος, τουλίπα, τουπέ, τουρμπίνα, τουρνικέ, τραλαλά, τρενάρω, τρικ, φαγιάντσα ή φαγιάνς, φρίζα, φρου φρου, χαμίνι, λετρασέτ, περκάλ, κοντράστ)
18. Γαλλικές Σπεσιαλιτέ εδώ
19. Νομίζω πως ακόμα και ιταλικές λέξεις πέρασαν στα ελληνικά μέσω της γαλλικής όπως παρμεζάνα, παρτιζάνος
20. Τυχαία - Επιπρόσθετα απλικατέρ, απολιτίκ, αξάν, αραμπέσκ, βενεδικτίνη, βουαλάζ, γκαραζιέρης, ζιγκόν (καρέκλες), καστόρ, καμπαρντινέ, κουπλέ, κομπλικέ, μεταλλιζέ, ντεζά βυ ή ντεζαβού, παντοφλέ, αντίβ, σικορέ, ταμπλό βιβάν, απλικέ, λασσέ, μαδρέν, μπαναλιτέ, σοφρουά (σάλτσα), αμερικανιζέ, μπραιζέ, αρμ (στρατός), κρεμ ρουαγιάλ, (σως) μπαβαρουάζ, μπρουτάλ, μπρουταλιτέ, κου ντε φουντρ, γκαγκά, οψιόν.
21. Γαλλικά αποθέματα που επηρεάζουν συχνά την νεοελληνική αργκό ή εκφράσεις : καταπληκτικμάν, κρεβατάμπλ, πλερουά, προτεζέ, μερσώ, καραμερσώ, μποτέ, ξενερουά, φορσέ, ναφαν γκατέ, κουλτουρέ, τζαμπέ, (τρε) κομιλφό, κομσί κομσά,
22. Λέξεις αργκό : ορεβουάρ, σιλάνς, μεσιέ, μαντάμ ή μανδάμ, μαμζέλ ή μαντμαζέλ ή ακόμα και ματμαζέλ, μπαρδόν, μπριζολέ, σουρεάλ, ταπί (όχι με την έννοα του τάπητα.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
...................
6. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (αλτερνατίβα, αλτρουισμός, αμοραλισμός, αμφεταμίνη, αντικέρ, ακτουαλισμός, απλικασιόν, αρκανικός, αριβισμός, αρμ, αρμονίστας, ασπιρίνη, αυτισμός, βαρόνος, βαριασιόν, βαρβιτουρικά, βενζίνη, βιταλισμός, βουδισμός, βουδιστής, βοναπαρτισμός, βρυόφυτα, βολονταρισμός, βιμπραφόν, βιμπραφωνίστας, βιολονίστας, βανδαλισμός, γεμολογία, γεμολόγος, γκαμπαρί, γκάφα, γκρομπετόν, γρίππη, εβραϊσμός, εβραϊστής, ελίτ, ελιτισμός, εμιγκρέ, εμουλσιόν, εμπρεσιονισμός, εξπέρ, εξποζέ, εξτρεμισμός, εξτρεμιστής, εξτρεμίστρια, εξπρεσιονισμός, ιλουζιονισμός, ιλουζιονιστής, ιλουζιονιστικός, ιρασιοναλισμός, καλαμπούρι, κανάγιας, καφεσαντάν, κονφερανσιέ, κοκότα, κολάπσους, κολεκτιβιστικός, κολορίστας, κομμουνισμός, κομμουνιστής, κονστρουκτιβισμός, κονσερβατουάρ, κοοπερατίβα, κρετίνα, κρετίνος, κρετινισμός, γκαρσόν, ζαργκόν, ζογκλέρ, ζιγκολό, ζαμανφουτισμός, μπον βιβέρ, κονεσέρ, καουτσούκ, κλίκα, κλοσάρ, κονσομασιόν, κολίτιδα, κορτικοθεραπεία, κλωστρά, κρεατίνη, κρεμ ντε λα κρεμ, λαπαλισμός, μακάβριος, μανικιούρ, μανικιουρίστ, μανιερισμός, μαρξισμός, μαρξιστής, μαρκετερί, μασίφ, ματιέρα, μερκαντιλισμός, μετρ ντ'οτέλ, μεφιτικός, μεφιτισμός, μιλιταρισμός, μιλιταριστής, μοντελίστ, μοδίστρα, μοντελιστής, μοντελίστρια, μορφίνη, μορμονισμός, μορμόνος, μπαλαρμάς, μπελ επόκ, μπεμόλ, μπετόν, μπετον αρμέ, μπετονιέρα, μποέμ, μπουρζουάς, μπουαζερί, μπιζουτερί, μπουλανζερί, μυδράλιο, νατουραλισμός, νατουραλιστής, νεοεμπρεσιονισμός, ντεγκραντέ, ντεμπούτο, ντεκορασιόν, ντεφετισμός, ντεφετιστής, ντεσού, ντικταφόν, ντρενάζ, νικοτίνη, νομιναλισμός, νομιναλιστής, ντιζέρ, ντιζέζ, ντικτέ, οπορτουνισμός, οπορτουνιστής, οπτιμισμός, οπτιμιστής, ορ τεξτ, τεξτ, ουνιβερσαλισμός, ουρμπανισμός, παρκετάρω, παρκετέζα, παρλαμάς, πατρονίστ, πεντικιουρίστ, περσοναλισμός, περσοναλιστής, περσοναλίστρια, περφεξιονισμός, περφεξιονιστής, περφεξιονίστρια, παρσισμός, παρφουμαρίζομαι, παρφουμάρομαι, πασιφισμός, παρτενέρ, παστεριώνω, πατουά, πενικιλίνη, πεπτίδιο, πεσιμισμός, πεσιμιστής, πεσιμίστρια, πιερότος, πιετισμός, πιετ-α-τερ, πιονιέρος, πιονιέρισσα, πλανάρω, πλασιέ, πλατερέσκ, πλουραλισμός, ποστρεστάντ, πριμιτιβισμός, πριμιτιβιστής, προβοκάτορας, προτεκτοράτο, προτεσταντισμός, ράγα, ραμποτέ, ράντα, ραντιέ, ραντιέρης, ρασιοναλισμός, ρασιοναλιστής, ρεαλιστής, ρεαλίστρια, ρεβιζιονισμός, ρεζιοναλισμός, ρεβιζιονιστής, ρελατιβισμός, ρεπετισιόν, ρεπροντιξιόν, ρεφορμισμός, ρεφορμιστής, ρεφορμίστρια, ριλάξ, ριφιφί, ρομανικός, ροντό, ρουμπρίκα, σαβουάρ βιβρ, σαδισμός, σαδιστής, σαδίστρια, σανατόριο, σανφασόν, σαξόφωνο, σαξοφωνίστας, σενσουαλισμός, σεξ, σεξισμός, σεξιστής, σεξίστρια, σεξουαλισμός, σερβάντα, σερβί, σιρόπι, σιωνισμός, σιωνιστής, σιωνίστρια, σταζ, σοβινισμός, σοβινιστής, σοβινίστρια, σοκ, σοκάν, σοκάρω, σταζιέρ, βαλές, στριπτιζέζ, στριπτιζέρ, φαρσέρ, καρτέλ, ντεκορατέρ, ντεκορατρίς, πεντικιούρ, σαμάνος, σοβιέτ, σολίστ, σολιψισμός, σοσιαλισμός, σουρεαλισμός, σουρεαλιστής, σουρεαλίστρια, σουρντίνα, σουφραζέτα, στέπα, στιλίστας, ταμπλέτα, ταμπόν, τανίνη, ταπετσιέρης, τατουέρ, τέρα, τερμίτης, τερορισμός, τικ, τοτέμ, τοτεμισμός, τούνελ, τουσέ, τραβεστί, τραπιστής, φιξ, τριολέ, τριολέτο, τροβαδούρος, τροτέζα, τσιτάτο, υβρίδιο, φαβοριτισμός, φανατισμός, φασόν, φαταλισμός, φαταλιστής, φαταλίστρια, φεμινισμός, φεμινιστής, φεμινίστρια, φετιχισμός, φετιχιστής, φετιχίστρια, φοβισμός, φοβιστής, φονταμανταλισμός, φονταμανταλιστής, φονταμανταλίστρια, φορμαλισμός, φορμαλιστής, φορμαλίστρια, φουτουρισμός, φουτουριστής, φουτουρίστρια, φραξιονισμός, φραξιονιστής, χοληστερίνη, ζουρ φιξ, καμπαρέ, καμπαρετζού, σομελιέ) κ.α.
7. ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ - ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ - ΧΡΩΜΑΤΑ (ανφάς, ρετούς, ρετουσάρω, βερνισάζ, κροκί, καφέ ολέ, βινιέτα, χρώματα: παλ, ακαζού, βεραμάν, βιολέ, γκρενά, γκουάς, γκοφρέ, γκροτέσκο αλλά τελευταία γκροτέσκ, ιβουάρ, ιλουστρασιόν, εκρού, καμαγιέ, καντριγιέ, κρεμ, κρεπ, κρεπ ντε σιν, λαβί, λιλά, ματ, μιλιμετρέ, μοβ, μπατίκ, μπεζ, μπλε, μπλε μαρέν, μπλε ρουά, νατύρ μορτ, πετρόλ, μπορντό, μπλοκ, μπρονζέ, ναΐφ, ντεσέν, οβάλ, οξυντέ, οπάλ, παστέλ, περλέ, πλακέ, πλακέτα, πορτρέτο, πουά, πουαντιλισμός, πριμιτίφ, προφίλ, ροζ, ροζέ, ροκοκό, γκρι, γκρι αρζάν, γκρι σουρί, γκρι μελανζέ, σαμπανί, σαντρέ, σαξ, σιελ, σικλαμέν, σιλουέτα, σοκολά, σομόν, ταμπά, τυρκουάζ, φουμέ ή φυμέ ή φιμέ, φωσφοριζέ, χακί, μπισκουί, φονσέ, ουτρεμέρ, φρεζ, χρωμέ) κ.α.
8. ΣΥΣΚΕΥΕΣ, εξαρτήματα, Τομείς της τεχνολογίας Μέσα μεταφοράς όπως (αεροπλάνο, αερόστατο, βαπέρ, βιζέρ, ράδιο, τρένο, τρακτέρ, βαγκονλί, γκιλοτίνα, εταζέρα, τελεσιέζ, τελεφερίκ, σεσουάρ, στιλό, ασανσέρ, αντάπτορας, μονόκλ, μπρελόκ, καντράν, αμπούλα, ασανσέρ, βάνα, ηλεκτροσκόπιο, ηλεκτροσόκ, καλοριφέρ, κασπό, κομπρεσέρ, κοντέρ, κοντρόλ, καναντέρ, κολλεκτέρ, κομιτατέρ, μανιετό, μπαλαντέζα, μπουτόν, μπουρέζα, μπωντριέ, ντουί, οβίδα, πένσα, πορτμαντό, πρίζα, ρακόρ, ρελέ, ρεγκαλέζα, ρουλεμάν, ταμπλό, τανάλια, τορπίλη, υδροπλάνο, φρουτιέρα, φις, φρέζα, φριτέζα) κ.α.
9. ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ - ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ (κρουασάν, (αλ(ά) αμερικέν, ανσιέν, ορόρ, μπασκέζ, λιονέζ, ζαρντινιέρ, παριζιέν), απεριτίφ, αντσούγια, (αλά) κρεμ, βελουτέ, βερμούτ, βινεγκρέτ, βλαντζί, βολοβάν, γαρνίρω, γαρνιτούρα, ρύζι γλασέ, γραβιέρα, γκρανουλέ, γκουρμέ, γκουρμάν, γκοφρέτα, εκλέρ, εβαπορέ, εστραγκόν, ζελέ, ζαμπόν, καναπεδάκι(α), καροτίνη, κουβερτούρα, κρεμ καραμέλ, κρεμ μπρουλέ, καραμελιζέ, καφείνη, καφετιέρα, κεφίρ, κιλότο, κινίνη, κονκασέ, κονσομέ, κρέμα πατισερί, κοτιγιόν, κοτολέτα, κονφί, κρέπα, κρεπερί, κροκάν, κρουτόν, κροκέτα, λικέρ, μαγιονέζα, μακαρόν, μαρένγκα, μαργαρίνη, μαρμπρέ, μαρμελάδα, μαρμίτα, μενού, μιλφέιγ, μον αμούρ, μπαγκέτα, μπαμπάς, μπατόν σαλέ, μπεσαμέλ, μπον φιλέ, μους ο σοκολά, μιλανέζ, μινιαρντίζ, μπουγιαμπέσα, μπεζές, μπεν μαρί, μπιφτέκι, μπλανσάρω, μπριός, νουά, νουγκά, νουγκατίνα, ντεζενέ, ντεμί, ντεμί γκλας, ντεμί σεκ, ντινέ, ομελέτα, ολλανταίζ, παντεσπάνι, πανάρω, πατέ, πατισερί, περιγκέζ, πικάντ, πικνίκ, ποσέ, πουρές, ποτ-ω-φε, πουτίγκα, πραλίνα, πραλινέ, προβανσάλ ή προβενσάλ, ραβιγκότ, ραγού ή ραγκού, ρακλέτ, ρέβα, ρολό ή ρουλό, ρεστοράν, ρεστορατέρ, σαβαγιάρ, σαβαρέν, σαγκουίνι, σαλμί, σαμπλέ, σαρλότ, σενιάν, σου, σου α λα κρεμ, σουβέρ, σορμπέ, σως, σως μπατόν, σωτάρω, σωτέ, σαμπάνια, σαμπανιζέ, σαντιγί, σουκρούτ, σπεσιαλιτέ, ταμπουλέ, τάρτα, ταρτάρ, τρούφα, φαρίν λακτέ, φραπέ, φρικασέ, φαρσί, φρουί γκλασέ ή φρουί γλασέ, φουαντρέ, φουαγκρά, φυμέ, φουκού, φλαμπέ, φραμπουάζ, προφιτερόλ, πτι μπερ, πτιφούρ, σουφλέ, σουπέ, σεφ, σεφ πατισιέ, τρανς, φοντάν, φο-φιλέ, ογκρατέν, κουαντρό)
10 MΟΔΑ α) ρούχα: ανσάμπλ, αντραβέ, αζούρ, ασορτί, βεστόνι, εμαγιέ, εβαζέ, εκάι, εξαντρίκ, εξτραβαγκάν, ζαπονέ, ζιλέ, ζιπ κυλότ, κυλόττα, ζιπούνι, σάρπα, καλσόν, καμπαρντίνα, κομπινεζόν, καλτσόν, κασκόλ, κασκορσέ, κορσές, κολάν, κουάφ, κοτόν, κλος, κρετόν, κρέπι ή κρεπ, λεοπάρ, μαροκέν, λουτρ, μαγιό, μανσέτα, μανσόν, μαντό, μελόν (καπέλο), μουαρέ, μουλινέ, μουσελίνα, μουφλόν, μπλούζα, μπλουζόν, μπορντούρα, μπρετέλα, ριγέ, ζαρτιέρα, νεγκλιζέ, ντεκολτέ, ντρίλι, παντελόνι, παρεό, παλτό, πενιουάρ, μερσεριζέ, μιραμπό, μπροσέ, μπουφάν, μπέρτα, μπρουνέτ, μπροντερί, ντεφιλέ, ντεζαμπιγιέ, ντεπιές, ντραπέ, παπιγιόν, παγέτα, παντατίφ, παρντεσού, πατρόν, πελερίνα, πούδρα, πλισέ, πλισές, πονζέ, ρεγιόν, ρομπ ντε σαμπρ, σαλοπέτ, σαμπό, σαντούκ, σεμιζιέ, σερβιέτα, σικ, σινιέ, σοσόνι, σουέτ, ταγιέρ, τόκα, τρανσπαράν, τρουά-καρ, τρικαντό, τρικό, φλοράλ, φουλάρι, φουρό, φράκο, φραμπαλάς, ωτ κουτύρ. β) 'γούνες': βιζόν, ετόλ, λουτρ, μουτόν, ρενάρ γ) 'υφάσματα': βισκόζ, βουάλ, εμπριμέ, αλπακάς, καμηλό, καρό, κοτλέ, λαμέ, μπροκάρ, ντουμπλεφάς, πικέ, πλατινέ, ρελιέφ, σατέν, σατινέ, σενίλ, ταφτάς, τούλι δ) 'ραπτική': αμπιγιέ, δαντέλα, καπιτονέ, κρουαζέ, κορσάζ, μανεκέν, μπουτίκ, ντεμοντέ, πασαρέλα, ρεβέρ, σουά σοβάζ, τρουακάρ, φερμουάρ, φεστόνι, φροτέ, πρετ-α-πορτέ) ε) κοσμήματα (κραγιόν, κολιέ, μενταγιόν, μπιζού, μπρασελέ, φο μπιζού) κ.α.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
1. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ - Μέσα μεταφοράς Σχεδόν όλα τα μέρη και τα εξαρτήματα αυτοκινήτου (αλερετούρ, αβάνς, αλκοτέστ, αμορτισέρ, αξεσουάρ, βαγκόν-λί, βολάν, (άμαξα) βιζαβί, γρανάζι (engrenage) βουλκανιζατέρ, γκαζοζέν, γλασάρω, ντιστριμπιτέρ, δυναμό, εξπρές, ζιγκ-ζαγκ, μοτέρ, καπό, καμιόνι, καμπριολέ, κλατάρω, κρεμαγιέρα, ταμπλό, παρμπρίζ, καλίμπρα, καρμανιόλα, καροσερί, κοντέρ, κουπέ, κρεασιόν, λεβιές, λιμουζίνα, μαρκέ, πορτμπαγκάζ, μπουζί, μαρσπιέ, μαρσάρω, μαρσάρισμα, μοτοκρός, μοτό, μοτοσικλέτα, μοτοσικλετιστής, μαρσπιέ, μουαγιέ, μπλοκάζ, μπλοκέ (διαφορικό), μπεκ (εγχυτήρας), μπενζίνα, μπουλόνι, αμπραγιάζ, ντίζα, ντεμπραγιάζ, ντελαπάρισμα, ντελαπάρω, οτομοτρίς, παρκόμετρο, πεντάλ, πορτ μπεμπέ, πετάλι, πουάρ (βενζίνης), σαμπρέλα, σασμάν, ρεζερβουάρ, σούπερ, ρεκτιφιέ, ρελαντί, ρεπρίζ, ροντάρω, ροντάρισμα, σεβρό, σερβομοτέρ, σερβόφρενο, (φρένων), συσπανσιόν, σασί, σιλανσιέ, σοφέρ, σοφερίνα, σοφάρω, ταξί, ταμπούρο, τετ-α-κέ, τραμ, τρανσμισιόν, φρένο, φούιτ, καρμπιρατέρ, σπορτίφ) κ.α. βλ. Στάδια μίας ταινίας
2. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ - Θέατρο - Ψυχαγωγία (αβανγκάρντ, αβανγκαρντισμός, αβάν πρεμιέρ, ανιμασιόν, ανιματέρ, αζάν προβοκατέρ, ανφάν γκατέ, αλμανάκ, αξελερέ, ατραξιόν, βερσιόν, βαμπίρ, βαριετέ, βουλεβάρτο, βωντεβίλ, γκάμα, μιξάζ, μοντάζ, ενσταντανέ, εφέ, εκράν, θεατράλ, καμουφλάζ, καμουφλάρω, εξιτάρω, ντεκαλάζ, ντεκουπάζ, ντεκουπάρω, ντοκυμαντέρ, κανκάν, καφεθέατρο, καντράζ, καρέ καρέ, κοζερί, κλακέτα, κομεντί, κασκαντέρ, κλισέ, κομπέρ, μαριονέτα, αμπιγιέρ, αμπιγιέζ, αγκαζέ, γκρο πλαν, πλατό, πλατφόρμα, μακιγιέρ, μακιγιέζ, μαρκίζα, μετρ, μοντέρ, νουβέλ βαγκ, ντουμπλάζ, ντουμπλάρω, ντουμπλίρ, ντουμπλέρ, φεστιβάλ, φιλμ νουάρ, γκισέ, οντισιόν, ενζενί, μπουάτ, ζεν πρεμιέ, ζεν κομίκ, κλακ, κλακέρ, μαγκαζίνο, μιζανσέν, ντεκόρ, οπερατέρ, πατινουάρ, ποτ πουρί, πρεμιέρα, ράμπα, ρεπερτουάρ, ρεπεράζ, ρεπορτάζ, ρεζισέρ, ρεζουμέ, ρόλος, ρολάρω, σεκάνς, σινεμά, σουμπρέτα, σουξέ, γκραν σουξέ, σπικάζ (κατά το ήμισυ αγγλική λέξη), τακτ, ταρτούφος, τετ-α-τετ, τουρνέ, τρακ, τροκ, τροτ, τρανσπαράνς, τρικάζ, φετίχ, φουαγιέ, φωτομοντάζ, φαμ φατάλ, φαντομάς, φον ντε τεν, φωτορομάντζο, χιουμοριστής ή χιουμορίστας, ανκόρ, ζενερίκ, ραπροσέ, πλονζέ, κοντρ πλονζέ, πανοραμίκ, βερτικάλ, φιλάζ, φλου αρτιστίκ, φοντί, φοντί ανσενέ, φορμά, φλου) κ.α.
3. ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ (αερομοντελισμός, αλπινισμός, αλπινιστής, αλπινίστρια, απόρτ, ασσίστ, βαριάντ, βιράζ, βολέ, βολ πλανέ, ρεπεσάζ, ρεβάνς, ζετέ, επολέ, αρασέ, γκραν πρι, γκαλόπ, γκραν γκινιόλ, γκανιάν, γιούπι, εκάρ, εξτρέμ, ετάπ, κανό, καρέ, κουλουάρ, κάσκα, κέντα, κλακάζ, κράμπα, κουντεπιέ, κουλές (μπιλιάρδο), κούρσα, κροσέ, κροκέ, λάσο, λισάνς, λουμπάγκο, μαζορέτα, μελέ, μανούβρα, μαρς, μασκότ, μπαράζ, μπατόν, μποξέρ, μοντελισμός, μποϊκοτάζ, μπρα ντε φερ, νατουραλιζέ, ντεμαράζ, ντρεσάζ, ντρεσάρω, ντιρέκτ, ντισκαλιφιέ, ντοπέ, ντουμπλέ, ντριμπλέρ, παλμαρέ, πλονζόν, παρκούρ, παρκ φερμέ, παρκέ, πασέρ, πατινάζ, πατινάρω, πασάζ, πιάφ, πατ, πατίνι, παρολί, πεζάζ, πελότα, πελούζα ή πελούζ, πιολέ, πινάκλ, πλακάζ, πλασέ, πλασάρισμα, πλασάρω, πουλέν, ραπέλ, ρεκόρ, ρελάνς, ρεφλέξ, σαμποτάζ, σαμποτέρ, σερβίς, σερί, σικέ, σιρκουί, σουτέρ (κατά το ήμισυ αγγλική λέξη), σκιέρ, σπορ, τάπα, τατουάζ, τερέν, τρικολόρ, τομπέ, αρετέ, τουρνουά, τοταλιζατέρ, τρασέρ, τρασέζ, φαβορί, φιλέ, φιναλίστ) κ.α.3.α Σκάκι (αν πασάν, πιόνι, ρεν, ροκέ, ρουά, ματ, ρεν) 3.β Χορός-ΜΠΑΛΕΤΟ (βαλς, κορ ντε μπαλέ, πα ντε ντε, πα ντε πατινέρ, πα ντε τρουά, μπαλαρινέ, μπουρέ, αν αβάν, γκραν ζετέ, τουτ ανγκαζέ, πλιέ, ποζισιόν, πουέντ, προμενάντ, ρελεβέ, γκραν πλιέ) 3.γ Καζίνο (faites vos jeux, rien ne va plus, μπακαράς, μπαλαντέρ, λεβέ, μπαλανσέ, σαν βουάρ, σεμέν ντε φερ, σερβί, κρουπιέρης, φίνα (μπιλιάρδο), φλος ρουαγιάλ (πόκερ) ) Επίσης το λουτζ που μας το θύμισε ο πρόσφατος θάνατος του Γεωργιανού αθλητή στην φετινή χειμερινή ολυμπιάδα Ετυμολογία του λουτζ3.δ Όλοι οι όροι της ξιφασκίας όπως επέ, σαμπρ, φλερέ
4. ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (καλορί, κιλό, μέτρο, μικροσεκόντ, μιλιγκράμ, νανοσεκόντ, μιλιμέτρ, σαντιμέτρ, ποτενσιόμετρο, σεκόντ, τιράζ, τονάζ, τόνος) κ.α.
5. ΑΓΟΡΑ (αγκαζάρω, αλά καρτ, αμπαλάζ, ανιγκρέ, αρμπιτράζ, ατού, αφίσα, βαλέρ, βιταμίνη, βιτρίνα, γκανιότα, γκαραντί, γκαλά, γκίνια, γκρουπ, ετικέτα, είδη μπεμπέ, εκτάριο, ελεγκάν, έξτρα, εξτρέ, ζερό, ιμιτασιόν, καρτ ποστάλ, καφετερία,(το) κλου, καμποτάζ, κουβέρ, Κομισιόν, καρνάβαλος, καρναβάλι, καρτ βιζίτ, κασέ, κομφόρ, κουπόνι, κουλέρ λοκάλ, κρουαζιέρα, λακές, λανσάρω, λουξ, μπαλ μασκέ, μπαλ ντε τετ, μπαλ ντ' ανφάν, μίζα, μουαγιέν, μοτίφ, μπαζάρ, μπιενάλε, μπρασερί, μπρικ α μπρακ, μπροσούρα, ναπολεόνι, ντεκλαρέ, ντεκαφεϊνέ, ντεμί σεζόν, ντεπώ, ντιρεκτίβα, ντισκοτέκ, ντοσιέ, οκαζιόν, πανσιόν, πασμαντερί, πριβέ, πανό, πίστα, πλαζ, πορτμονέ, πριμ, ραφινέ, ρεβεγιόν, ρεκλάμα, ρεσεψιόν, ρεσεψιονίστ, ρεφάρω, σεπαρέ, ταμπλ ντοτ, πουρμπουάρ, πλαφόν, ρεζερβέ, ρέντα, ρεπό, ρουλέτα, σαμουά, σελοφάν, σουαρέ, σουβενίρ, σπιράλ, φαβορίτος, φαντεζί, φέιγ βολάν, φιλιγκράν) κ.α.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Βρήκα αυτό
Acajou Africain
Acajou Africain
Anigré Ondulé
Και το οντουλέ το λέμε στα ελληνικά (σημαίνει κυματιστό)
Fabricant d´Armoires de Cuisine - MIRALIS - Portes en placage exotique
Θα πάθω κλακάζ. Εκτός από το ανιγκρέ χρησιμοποιούμε και το πλακάζ (και πολύ μάλιστα)
https://www.livepedia.gr/index.php/%CE%A0%CE%BB%CE%B1%CE%BA%CE%AC%CE%B6
https://www.google.gr/search?hl=el&c...&gs_sm=e&gs_upl=0l0l0l4800l0l0l0l0l0l0l0l0ll0
Εδώ υπάρχουν κάτι ακαταλαβίστικα για το πλακάζ και το κοντρα-πλακάζ https://users.auth.gr/jbarb/Dimosieyseis/Wood%20based%20panels%20terminilogy.pdf
Τελικά πλακάζ είναι η πηχοσανίδα;;;;;;;;;
;;;;;;;
;;;;;
;;;
;;
;
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
https://www.google.com/#sclient=psy&...l9&bav=on.2,or.r_gc.r_pw.&fp=73edc9aee1714464
Ορεβουάρ
https://www.google.com/#sclient=psy&...gc.r_pw.&fp=73edc9aee1714464&biw=1024&bih=677
Ορέν ντουβάρ
https://www.google.com/#sclient=psy&...gc.r_pw.&fp=73edc9aee1714464&biw=1024&bih=641
Τα ορέν ντουβάρ είναι λιγότερα
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Γενικότερα η κατάληξη -ette είναι γαλλική. Χθες είδα μια ωραία μπρουνέτ brunette - Online Etymology Dictionary με μάτια σιέλ.Γουρλπ!!! Η καταληξη -illette μου θυμιζει υποκοριστικο στα γαλλικα. Τα μπικ παιζουν;
(αγγλική βικιπαιδεία) King Camp Gillette (January 5, 1855 – July 9, 1932) was an American businessman of French family Gillette... Born in Fond du Lac, Wisconsin.
Αυτός ήταν Du Lac όχι Du Var (department) όπως η κυρία στην οποία μιλ άει ο Ζίκος...
Κι εδώ γαλλικό το έχει... Frangrec
Τα μπικ παιζουν;
Γιατί να μην παίζουν; Société Bic (pronounced "Bick" in English) (Euronext: BB) is a company based in Clichy, France,[2] founded in 1945, by Baron Marcel Bich known
https://en.wikipedia.org/wiki/Société_Bic
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 12 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
23. Υπάρχουν επίσης πολλές λέξεις επιστημονικές που έχουν περάσει από τα γαλλικά στα ελληνικά και χρησιμοποιούν κατά το ήμιση ή και 100% ελληνικές ρίζες όπως αγνωστικισμός ή αγνωσιαρχία, αγραμματισμός, ακρομεγαλία, ανοξία, αντιβιόγραμμα, αντίγονο ή αντιγόνο, αστιγματικός, αστιγματισμός, βακτηριολογία, βακτηριολογικός, βαρόμετρο, βιογένεση, βιογενετική, βιοθεραπεία, βιοκλιματολογία, βιονική, βιονομία, βιόσφαιρα, βιότοπος, βοτανική, βρογχεκτασία, βροντόσαυρος, μυοκλονία, μυοπάθεια, οικολογία, οικοσύστημα, ολόγραμμα, ολογραφία, οξαλικός, ορμόνη, όσμιο, ουβερτούρα, πανζοωτία, παραφασία, παραψυχικός, παρνασσισμός, περίμετρο, πολυτραυματίας, πολεμολογία, προθρομβίνη, πρωτείνη, σακχαρίνη, σκάφανδρο, σκεπτικισμός, τραχειίτιδα, σπληνογραφία, στατιστικός, στερεογραφία, στερεοσκόπιο, στερεοστατική, στερεοσκόπιο, στερεότυπος, στερεοφωνία, στερεοφωτογραφία, στερεοχρωμία, στρατόσφαιρα, στρεπτόκοκκος, στρυχνίνη, στυλογράφος, συνδικαλίζομαι, συνδικαλισμός, συνδικαλιστής, συνδικαλίστρια, συνδικάτο, τηλεγραφία, τηλέγραφος, τηλεκάρτα, τηλεπάθεια, τηλεσκόπιο, τηλέφωνο, τοξικομανία, τοξίνη, τραγικοκωμωδία ή τραγικωμωδία, τραχειοβρογχικός, τραχειοβρογχίτιδα, τριγωνομετρία, τυπογραφία, τυπογράφος, υδρογραφία, υδροθεραπεία, υδροκεφαλία, υδροκλιματολογία, υδρολογία, υδροστατικός, υπνωτίζω, υπνωτισμός, υποβιταμίνωση, υποθάλαμος, υποχλωρυδρία, υστερία, φαντασμαγορία, φαρμακογνωσία, φαρμακολογία, φαρυγγίτιδα, φαρυγγολαρυγγίτιδα, φαρυγγοτομία, φιλελληνισμός, φλεβίτιδα, φοβία, φυλλοξήρα ή φυλλοξέρα, φυτολογία, φωνογράφος ή φωνόγραφος, φωνομετρία, φωνόμετρο, φωτογραφία, φωτογράφος, χαλκογραφία, χλωροφύλλη, χολοκυστεκτομή, χολοκυστίτιδα, χολοκυστογραφία, χροναξία, χρωμολιθογραφία, ψευδάρθρωση, ψυχασθένεια, ψυχιατρική, ψυχίατρος, ψυχοαναληπτικός, ψυχογένεση, ψυχοθεραπεία, ψυχοληπτικός, ψυχολογία, ψυχομετρία, ψυχοπάθεια, ψυχοπαθολογία, ψυχοπαιδαγωγικός, ψυχοτονικός, ψυχοτρόπος, ψυχοφυσικός, ψυχομετρία, ψυχρόμετρο, ψυχρόφιλος, ψύχωση, ωσμόμετρο, ώσμωση, ωτορινολαρυγγολογία, ωτοσκλήρυνση ή ωτοσκλήρωση, ωτοσκόπηση ή ωτοσκοπία, ωτοσκόπιο
24. Πλήθος μεταφραστικών δανειων 1985 εγγραφές όπως αγαθοπιστία bonne -foi, φερέφωνο, porte-voix, εγκιβωτίζω encaisser, εγκληματολογία criminologie, εγκλιματίζω acclimater, αντιολισθητικός antidérapant, ανακατακτώ reconquérir, αγγλισμός anglicisme
25. Το ίδιο άπειρα σημασιολογικά δάνεια. 2607 εγγραφές
Ενδεικτικά : αγγειολογία angiologie, αγγειοσυσταλτικός vaso-constricteur, αβράκωτος sans culotte, άβυσσος abysse , αγένεια bassesse, αγενής ignoble, ταπεινής καταγωγής αγαπώ aimer αγαπώ στο λεξικό Τριανταφυλλίδη [αρχ. ἀγαπῶ (3β: λόγ. σημδ. γαλλ. aimer)] κτλ
26. Λόγια 676 εγγραφές
όπως αβιταμίνωση avitaminose, αγγειογραφία angiographie, αγγειοδιασταλτικός vasodilatateur, αγγλόφιλος anglophile, φωτογένεια photogénie, polyuréthane πολυουρεθάνη
27. Λογ. σημδ. 2599 εγγραφές
όπως αγαθό biens [αρχ. ἀγαθόν, πληθ. (στη σημ. 1α) τά ἀγαθά (1β: λόγ. σημδ. γαλλ. biens· 2α: λόγ. < αρχ. ἀγαθόν· 2β: ελνστ. σημ.)]
28. Λόγια που προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά όπως π.χ αγγελία annonce [λόγ. < αρχ. ἀγγελία `δημόσια διακήρυξη΄ σημδ. γαλλ. annonce], εντερ-αλγία entéralgie
[ ] Υπό εξέταση
κομπόστ, φροτάζ, γκρατάζ, ντεκολάζ, ντουμπλάζ, μπρουιτάζ, μοντερνιτέ, νουβοτέ, κουραγκλέζ, κρεπόν, κρεσόν, περλέ, σουά σοβάζ, σουσέφ σπασουάρ, ντεκαποτάμπλ, ντεπασέ, βιζαζίστ, ρεφλεκτέρ, ρεφλέ, φιζίκ, φιξατέρ, φιξασιόν, φιξατίφ, ζελ, γκρο, γκρο γκρεν, (τα) ντεφό, διαγωνάλ, ρεγκλάν, μοζαΐκ, πλουράλ, εφιλέ, βισισουάζ, κλαριφιέ, κοκίγ, κοκότ, κοσέρ, κουπ, κουρ-μπουγιόν, κροκ μεσιέ, μαντλέν, μαρζιπάν, μασεντουάν, ματελότ, ματινιόν, παλέτ (μαχαίρι), μελάνζ, μιρεπουά, μορνέ, μοσκοβίτ, μπερ μανιέ, σανσόν, σελεμπριτέ. terminologie culinaire cf. Διάφορες σος Γλωσσάρι μαγειρικής
Προσοχή όμως, υπάρχουν καμιά δεκαπενταριά ψευδόφιλα!!! (faux-amis) Είναι νορμάλ!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
12. Γράμματα και τέχνες : ακορντεόν, ακτιβισμός, αρ νουβό, αρ ντεκό, ατελιέ, αφίσα, γκαλερί, γκαλερίστας, γκραβούρα, κολάζ, μπαρόκ, ντοκτορά, ρεσιτάλ, ρεφρέν, ρετρό, σολφέζ, στιλ. κ.α
13. Λεπτότειχες ή μη κατασκευές - Αλουμινοκατασκευές αγγλέ, ρουστίκ, κοντραπλακέ, μπριγιάν, μπριγιαντίνη, λαμινέ, τραβέρσα, πόμολο, γαλβανιζέ, ζιργκόν, σαγρέ κ.α.
14. Κομμωτική : α λα γκαρσόν, λακ, λοσιόν, μακιγιάζ, ντεμακιγιάζ, μακιγιάρω, κουπ, ποστίς, μιζανπλί, μπικουτί, μπουκλέ, ντεκολορασιόν, περμανάντ, σαμπουάν, σινιόν, τουρμπάνι, φιλές, φιξάρω, φριζάρω, ωτ κουαφύρ, μπούκλα
15. Χημεία, Φυσική' Στεδόν το σύνολο των συμβόλων της Χημείας προέρχονται από τα γαλλικά. (αιθυλένιο,αμπεράζ, ασετόν, ακρυλικό, αμίαντος, αμινο-, αμπέρ, ανιλίνη, ασετιλίνη, βατ, βακελίτης, βάριο, βενζόλη, βενζόη, βόριο, βρόμιο, βισμούθιο, βιτριόλι, βηρύλλιο, βολτάζ, βολταικός, βουλκανισμός, γραφίτης, γρανίτης, δολομίτης, εβονίτης, ιρίδιο, θόριο, κάδμιο, κάλιο, καρμίνιο, κέσιο, κετόνες, κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κολοφώνιο, κουλόμπ, λανολίνη, λιγνίτης, μαγδαλήνιο ή μαγδαλένιο, μελαμίνη, μεγαβάτ, μπεκερέλ, μολυβδένιο, νετρόνιο, νικελιούχος, παραθείο, πεντάνιο, παραφίνη, πασκάλ, ριπολίνη, υπερίτης, χλώριο, χλωροφόρμιο) Ακόμα και το υδρογόνο ή το οξυγόνο ή το φθόριο, ή το αιθύλιο προέρχονται από τη γαλλική μετάφραση παρά το γεγονός ότι στην ουσία είναι αντιδάνεια αφού προυπήρχαν οι ρίζες στα αρχαία ελληνικά. Και βέβαια και τα παράγωγα επίθετα π.χ ακρυλικός Περιοδικός πίνακας των στοιχείων στα γαλλικά
16. ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΕΣ Κρεολός, κρεολή, απάχης, απάχισσα
17. Ανένταχτα (α προπό, αζιμούθιο, αρζαντέ, βεριτάμπλ, βουαλά, εξτραφόρ, ζαμανφού, κομπλιμάν, μερσί, λετρίνα, λινοτύπης, λινοτυπία, μαμαζέλ ή μαμζέλ, μετρέσα, μουσώνας, μπιέλα, μπλαζέ, μπολερό, μπορ, μποά, μενίρ, μπριγιόλ, νέον, νευρογλοία, νιόβιο, ντάλια, ντεκαπάν, ντεμπιτάντ, ντιστενγκέ, ντολμέν, ντουμπλές, ντεκαπέ, οδαλίσκη, όζη, οντουλάρω, οντουλασιόν, οντουλέ, ο λα λα, ορλόν, όσκολο, παπιέ μασέ, Παριζιάνος, παρντόν, παρτούζα, πατ, πατ ντε φλερ, πατσουλί, πεκινουά, πιάν, πιρουέτα, πινάκλ, πλαστρόν, πορτμπονέρ, πρέφα, ραμολί, ρουμπίνι, ρουτίνα, σατομπριάν, σερζ, σκαμπίλι, σερσέ λα φαμ, σου, σουμπλιμέ, συλφίδα, ταρταρίνος, τουλίπα, τουπέ, τουρμπίνα, τουρνικέ, τραλαλά, τρενάρω, τρικ, φαγιάντσα ή φαγιάνς, φρίζα, φρου φρου, χαμίνι, λετρασέτ, περκάλ, κοντράστ, ρεπερτουάρ)
18. Γαλλικές Σπεσιαλιτέ εδώ
19. Νομίζω πως ακόμα και ιταλικές λέξεις πέρασαν στα ελληνικά μέσω της γαλλικής όπως παρμεζάνα, παρτιζάνος
20. Τυχαία - Επιπρόσθετα απλικατέρ, απολιτίκ, αξάν, αραμπέσκ, βενεδικτίνη, βουαλάζ, γκαραζιέρης, ζιγκόν (καρέκλες), καστόρ, καμπαρντινέ, κουπλέ, κομπλικέ, μεταλλιζέ, ντεζά βυ ή ντεζαβού, παντοφλέ, αντίβ, σικορέ, ταμπλό βιβάν, απλικέ, λασσέ, μαδρέν, μπαναλιτέ, σοφρουά (σάλτσα), αμερικανιζέ, μπραιζέ, αρμ (στρατός), κρεμ ρουαγιάλ, (σως) μπαβαρουάζ, μπρουτάλ, κου ντε φουντρ, γκαγκά.
21. Γαλλικά αποθέματα που επηρεάζουν συχνά την νεοελληνική αργκό κρεβατάμπλ, πλερουά, προτεζέ, μερσώ, καραμερσώ, μποτέ, ξενερουά, φορσέ, ναφαν γκατέ.
22. Λέξεις αργκό σιλάνς, μεσιέ, μαντάμ ή μανδάμ, μαμζέλ ή μαντμαζέλ ή ακόμα και ματμαζέλ, μπαρδόν.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
7. ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ - ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ - ΧΡΩΜΑΤΑ (ανφάς, ρετούς, ρετουσάρω, βερνισάζ, κροκί, καφέ ολέ, βινιέτα, χρώματα: παλ, ακαζού, βεραμάν, βιολέ, γκρενά, γκουάς, γκοφρέ, γκροτέσκο αλλά τελευταία γκροτέσκ, ιβουάρ, ιλουστρασιόν, εκρού, καμαγιέ, καντριγιέ, κρεμ, κρεπ, κρεπ ντε σιν, λιλά, ματ, μιλιμετρέ, μοβ, μπατίκ, μπεζ, μπλε, μπλε μαρέν, μπλε ρουά, πετρόλ, μπορντό, μπλοκ, μπρονζέ, ναΐφ, ντεσέν, οβάλ, οξυντέ, οπάλ, παστέλ, πλακέ, πλακέτα, πορτρέτο, πουά, πουαντιλισμός, πριμιτίφ, προφίλ, ροζ, ροζέ, ροκοκό, γκρι, γκρι αρζάν, γκρι σουρί, γκρι μελανζέ, σαμπανί, σαντρέ, σαξ, σιελ, σικλαμέν, σιλουέτα, σοκολά, σομόν, ταμπά, τυρκουάζ, φουμέ ή φυμέ ή φιμέ, φωσφοριζέ, χακί, μπισκουί, φονσέ, ουτρεμέρ, φρεζ, χρωμέ) κ.α.
8. ΣΥΣΚΕΥΕΣ, εξαρτήματα, Τομείς της τεχνολογίας Μέσα μεταφοράς όπως (αεροπλάνο, αερόστατο, βαπέρ, βιζέρ, ράδιο, τρένο, τρακτέρ, βαγκονλί, γκιλοτίνα, εταζέρα, τελεσιέζ, τελεφερίκ, σεσουάρ, στιλό, ασανσέρ, αντάπτορας, μονόκλ, μπρελόκ, καντράν, αμπούλα, ασανσέρ, βάνα, ηλεκτροσκόπιο, ηλεκτροσόκ, καλοριφέρ, κασπό, κομπρεσέρ, κοντέρ, κοντρόλ, καναντέρ, κολλεκτέρ, κομιτατέρ, μπαλαντέζα, μπουτόν, μπουρέζα, μπωντριέ, ντουί, οβίδα, πένσα, πορτμαντό, πρίζα, ρακόρ, ρελέ, ρεγκαλέζα, ρουλεμάν, ταμπλό, τανάλια, τορπίλη, υδροπλάνο, φις, φρέζα, φριτέζα) κ.α.
9. ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ - ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ (κρουασάν, (αλ(ά) αμερικέν, ανσιέν, ορόρ, μπασκέζ, λιονέζ, ζαρντινιέρ, παριζιέν), απεριτίφ, αντσούγια, (αλά) κρεμ, βελουτέ, βερμούτ, βινεγκρέτ, βλαντζί, βολοβάν, γαρνίρω, γαρνιτούρα, ρύζι γλασέ, γραβιέρα, γκρανουλέ, γκουρμέ, γκουρμάν, γκοφρέτα, εκλέρ, εβαπορέ, εστραγκόν, ζελέ, ζαμπόν, καλορί, καναπεδάκι(α), καροτίνη, κουβερτούρα, κρεμ καραμέλ, καραμελιζέ, καφείνη, καφετιέρα, κεφίρ, κιλότο, κινίνη, κονκασέ, κονσομέ, κρέμα πατισερί, κοτιγιόν, κοτολέτα, κονφί, κρέπα, κρεπερί, κροκάν, κρουτόν, κροκέτα, λικέρ, μαγιονέζα, μαρένγκα, μαργαρίνη, μαρμπρέ, μαρμελάδα, μαρμίτα, μενού, μιλφέιγ, μον αμούρ, μπαγκέτα, μπαμπάς, μπατόν σαλέ, μπεσαμέλ, μπον φιλέ, μους ο σοκολά, μιλανέζ, μινιαρντίζ, μπουγιαμπέσα, μπεζές, μπεν μαρί, μπιφτέκι, μπλανσάρω, μπριός, νουά, νουγκά, νουγκατίνα, ντεμί, ντεμί γκλας, ντεμί σεκ, ομελέτα, ολλανταίζ, παντεσπάνι, πατέ, πατισερί, περιγκέζ, πικάντ, πικνίκ, ποσέ, πουρές, ποτ-ω-φε, πουτίγκα, πραλίνα, πραλινέ, προβανσάλ ή προβενσάλ, ραβιγκότ, ραγού ή ραγκού, ρακλέτμ ρέβα, ρολό ή ρουλό, ρεστοράν, σαβαγιάρ, σαβαρέν, σαγκουίνι, σαλμί, σαμπλέ, σαρλότ, σενιάν, σουβέρ, σορμπέ, σως, σως μπατόν, σωτάρω, σωτέ, σαμπάνια, σαμπανιζέ, σαντιγί, σουκρούτ, σπεσιαλιτέ, ταμπουλέ, τάρτα, ταρτάρ, τρούφα, φαρίν λακτέ, φραπέ, φρικασέ, φαρσί, φρουί γκλασέ ή φρουί γλασέ, φουαντρέ, φουαγκρά, φυμέ, φουκού, φλαμπέ, φραμπουάζ, προφιτερόλ, πτι μπερ, πτιφούρ, σουφλέ, σουπέ, σεφ, τρανς, φοντάν, φο-φιλέ, ογκρατέν, κουαντρό)
10 MΟΔΑ α) ρούχα: ανσάμπλ, αζούρ, ασορτί, εμαγιέ, εβαζέ, εκάι, εξαντρίκ, εξτραβαγκάν, ζαπονέ, ζιλέ, ζιπ κυλότ, κυλόττα, ζιπούνι, σάρπα, καλσόν, καμπαρντίνα, κομπινεζόν, καλτσόν, κασκόλ, κασκορσέ, κορσές, κολάν, κουάφ, κοτόν, κλος, κρετόν, κρέπι ή κρεπ, λεοπάρ, μαροκέν, λουτρ, μαγιό, μανσέτα, μανσόν, μαντό, μελόν (καπέλο), μουαρέ, μουλινέ, μουσελίνα, μουφλόν, μπλούζα, μπλουζόν, μπορντούρα, μπρετέλα, ριγέ, ζαρτιέρα, νεγκλιζέ, ντεκολτέ, ντρίλι, παντελόνι, παρεό, παλτό, πενιουάρ, μερσεριζέ, μιραμπό, μπροσέ, μπουφάν, μπέρτα, μπροντερί, ντεφιλέ, ντεζαμπιγιέ, ντεπιές, ντραπέ, παπιγιόν, παγέτα, πατρόν, πελερίνα, πούδρα, πλισέ, πλισές, πονζέ, ρεγιόν, ρομπ ντε σαμπρ, σαλοπέτ, σαμπό, σαντούκ, σεμιζιέ, σερβιέτα, σικ, σινιέ, σοσόνι, σουέτ, ταγιέρ, τόκα, τρανσπαράν, τρουά-καρ, τρικαντό, τρικό, φλοράλ, φουλάρι, φουρό, φράκο, φραμπαλάς, ωτ κουτύρ. β) 'γούνες': βιζόν, ετόλ, λουτρ, μουτόν, ρενάρ γ) 'υφάσματα': βισκόζ, βουάλ, εμπριμέ, αλπακάς, καμηλό, καρό, κοτλέ, λαμέ, μπροκάρ, ντουμπλεφάς, πικέ, πλατινέ, ρελιέφ, σατέν, σατινέ, σενίλ, ταφτάς, τούλι δ) 'ραπτική': αμπιγιέ, δαντέλα, καπιτονέ, κρουαζέ, κορσάζ, μανεκέν, μπουτίκ, ντεμοντέ, πασαρέλα, ρεβέρ, σουά σοβάζ, τρουακάρ, φερμουάρ, φεστόνι, φροτέ, πρετ-α-πορτέ) ε) κοσμήματα (κραγιόν, κολιέ, μενταγιόν, μπιζού, μπρασελέ, φο μπιζού) κ.α.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς: 0
Δεν υπάρχει καμία πρόθεση απόλυτης ή αποκλειστικής κατηγοριοποίησης για τις ακόλουθες λέξεις. Απλώς καταχωρούνται στον α ή β τομέα σύμφωνα με την επιλογή μου, σύμφωνα με όσο γίνεται αντικειμενικά κριτήρια. Κάποιες φορές ενδεχομένως παρεισφρύει και υποκειμένικότητα. Ενδεικτικά η λέξη α) σπορτίφ μπορεί να παραπέμπει σε αθλητικά αυτοκίνητα, ρούχα, σπορ, αθλητικό πρότυπο ή β) το ταμπλό του αυτοκινήτου, του μπάσκετ κτλ. Σίγουρα και για κανένα λόγο δεν θέλω να περιορίσω την ευρύτητα της χρήσης ενός όρου σε ένα και μόνο τομέα ή πάλι γ) τα κουλόμπ, πασκάλ, μπεκερέλ εκτός από όροι της Φυσικής αποτελούν επίσης και μονάδες μέτρησης.
8469 λέξεις και 847 σελίδες για γαλλ. στο λεξικό Τριανταφυλλίδη
[ ] Επίδραση της γαλλικής γλώσσας στην ελληνική σε πολλούς τομείς: 1
1. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ - Μέσα μεταφοράς Σχεδόν όλα τα μέρη και τα εξαρτήματα αυτοκινήτου (αλερετούρ, αβάνς, αμορτισέρ, αξεσουάρ, βαγκόν-λί, βολάν, (άμαξα) βιζαβί, γρανάζι (engrenage) βουλκανιζατέρ, γλασάρω, ντιστριμπιτέρ, δυναμό, εξπρές, ζιγκ-ζαγκ, μοτέρ, καπό, καμιόνι, καμπριολέ, κλατάρω, κρεμαγιέρα, ταμπλό, παρμπρίζ, καρμανιόλα, καροσερί, κοντέρ, κουπέ, κρεασιόν, λεβιές, λιμουζίνα, μαρκέ, πορτ μπαγκάζ, μπουζί, μαρσπιέ, μαρσάρω, μαρσάρισμα, μοτοκρός, μοτό, μοτοσικλέτα, μοτοσικλετιστής, μαρσπιέ, μουαγιέ, μπλοκάζ, μπλοκέ (διαφορικό), μπεκ (εγχυτήρας), μπενζίνα, μπουλόνι, αμπραγιάζ, ντεμπραγιάζ, ντελαπάρισμα, ντελαπάρω, οτομοτρίς, παρκόμετρο, πεντάλ, πορτ μπεμπέ, πετάλι, πουάρ (βενζίνης), σαμπρέλα, σασμάν, ρεζερβουάρ, ρεκτιφιέ, ρελαντί, ρεπρίζ, ροντάρω, ροντάρισμα, σεβρό, σερβομοτέρ, σερβόφρενο, (φρένων), συσπανσιόν, σασί, σιλανσιέ, σοφέρ, σοφερίνα, σοφάρω, ταξί, ταμπούρο, τετ-α-κέ, τραμ, φρένο, φούιτ, καρμπιρατέρ, σπορτίφ) κ.α. βλ. Στάδια μίας ταινίας
2. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ - Θέατρο - Ψυχαγωγία (αβαν-γκαρντ, ανιμασιόν, ανιματέρ, αζάν προβοκατέρ, ανφάν γκατέ, αλμανάκ, αξελερέ, ατραξιόν, βερσιόν, βαμπίρ, βαριετέ, βωντεβίλ, γκάμα, μιξάζ, μοντάζ, ενσταντανέ, εφέ, εκράν, καμουφλάζ, καμουφλάρω, εξιτάρω, ντεκαλάζ, ντεκουπάζ, ντεκουπάρω, ντοκυμαντέρ, κανκάν, καφεθέατρο, καντράζ, καρέ καρέ, κοζερί, κλακέτα, κομεντί, κασκαντέρ, κλισέ, κομπέρ, μαριονέτα, αμπιγιέρ, αμπιγιέζ, αγκαζέ, γκρο πλαν, πλατό, πλατφόρμα, μακιγιέρ, μακιγιέζ, μαρκίζα, μετρ, μοντέρ, νουβέλ βαγκ, ντουμπλάρω, φεστιβάλ, φιλμ νουάρ, γκισέ, οντισιόν, ενζενί, μπουάτ, ζεν πρεμιέ, κλακ, κλακέρ, μαγκαζίνο, μιζανσέν, ντεκόρ, οπερατέρ, ποτ πουρί, πρεμιέρα, ράμπα, ρεπερτόριο, ρεπεράζ, ρεπορτάζ, ρεζισέρ, ρεζουμέ, ρολάρω, ρόλος, σεκάνς, σινεμά, σουμπρέτα, σουξέ, γκραν σουξέ, σπικάζ (κατά το ήμισυ αγγλική λέξη), τακτ, ταρτούφος, τετ-α-τετ, τουρνέ, τρακ, τρανσπαράνς, φετίχ, φουαγιέ, φωτομοντάζ, φαμ φατάλ, φαντομάς, φον ντε τεν, φωτορομάντζο, χιουμοριστής ή χιουμορίστας, ανκόρ, ζενερίκ, ραπροσέ, πλονζέ, κοντρ πλονζέ, πανοραμίκ, βερτικάλ, φιλάζ, φοντί, φοντί ανσενέ, φορμά, φλου) κ.α.
3. ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ (αερομοντελισμός, βιράζ, βολέ, βολ πλανέ, ρεπεσάζ, ρεβάνς, ζετέ, επολέ, αρασέ, γκραν πρι, γκαλόπ, γκραν γκινιόλ, γκανιάν, γιούπι, εκάρ, εξτρέμ, ετάπ, κανό, κουλουάρ, κάσκα, κλακάζ, κράμπα, κουντεπιέ, κούρσα, κροσέ, κροκέ, λάσο, λισάνς, λουμπάγκο, μαζορέτα, μελέ, μανούβρα, μαρς, μασκότ, μπαράζ, μπατόν, μποξέρ, μοντελισμός, μποϊκοτάζ, μπρα ντε φερ, νατουραλιζέ, ντεμαράζ, ντρεσάζ, ντρεσάρω, ντιρέκτ, ντισκαλιφιέ, ντοπέ, ντουμπλέ, ντριμπλέρ, παλμαρέ, πλονζόν, παρκούρ, παρκ φερμέ, παρκέ, πασέρ, πατινάζ, πατινάρω, πατίνι, πελότα, πλασέ, πλασάρισμα, πλασάρω, πουλέν, ραπέλ, ρεκόρ, ρελάνς, ρεφλέξ, σαμποτάζ, σαμποτέρ, σερβίς, σερί, σικέ, σιρκουί, σουτέρ (κατά το ήμισυ αγγλική λέξη), σκιέρ, σπορ, τάπα, τατουάζ, τερέν, τομπέ, αρετέ, τουρνουά, τρασέρ, τρασέζ, φαβορί, φιλέ, φιναλίστ) κ.α.3.α Σκάκι (αν πασάν, πιόνι, ροκέ, ρουά, ματ, ρεν) 3.β Χορός-ΜΠΑΛΕΤΟ (βαλς, κορ ντε μπαλέ, πα ντε ντε, πα ντε πατινέρ, πα ντε τρουά, μπαλαρινέ, μπουρέ, αν αβάν, γκραν ζετέ, τουτ ανγκαζέ, πλιέ, ποζισιόν, πουέντ, προμενάντ, ρελεβέ, γκραν πλιέ) 3.γ Καζίνο (faites vos jeux, rien ne va plus, μπακαράς, μπαλαντέρ, λεβέ, μπαλανσέ, σαν βουάρ, σεμέν ντε φερ, σερβί, κρουπιέρης) Επίσης το λουτζ που μας το θύμισε ο πρόσφατος θάνατος του Γεωργιανού αθλητή στην φετινή χειμερινή ολυμπιάδα Ετυμολογία του λουτζ3.δ Όλοι οι όροι της ξιφασκίας όπως επέ, σαμπρ, φλερέ
4. ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (κιλό, μέτρο, μικροσεκόντ, νανοσεκόντ, μιλιμέτρ, σαντιμέτρ, ποτενσιόμετρο, τιράζ, τονάζ, τόνος) κ.α.
5. ΑΓΟΡΑ (αγκαζάρω, αλά καρτ, αμπαλάζ, αρμπιτράζ, ατού, αφίσα, βαλέρ, βιταμίνη, βιτρίνα, γκανιότα, γκαραντί, γκαλά, γκίνια, γκρουπ, ετικέτα, είδη μπεμπέ, εκτάριο, έξτρα, εξτρέ, ζερό, ιμιτασιόν, καρτ ποστάλ, καφετερία,(το) κλου, καμποτάζ, κουβέρ, Κομισιόν, καρνάβαλος, καρναβάλι, κασέ, κομφόρ, κουπόνι, κουλέρ λοκάλ, κρουαζιέρα, λακές, λανσάρω, λουξ, μπαλ μασκέ, μπαλ ντε τετ, μπαλ ντ' ανφάν, μίζα, μουαγιέν, μοτίφ, μπαζάρ, μπιενάλε, μπρασερί, μπροσούρα, ναπολεόνι, ντεκλαρέ, ντεκαφεϊνέ, ντεμί σεζόν, ντεπώ, ντιρεκτίβα, ντισκοτέκ, ντοσιέ, οκαζιόν, πανσιόν, πασμαντερί, πριβέ, πανό, πίστα, πλαζ, πορτμονέ, πριμ, ραφινέ, ρεβεγιόν, ρεκλάμα, ρεσεψιόν, ρεσεψιονίστ, ρεφάρω, σεπαρέ, ταμπλ ντοτ, πουρμπουάρ, πλαφόν, ρεζερβέ, ρέντα, ρεπό, ρουλέτα, σαμουά, σελοφάν, σουαρέ, σουβενίρ, σπιράλ, φαβορίτος, φαντεζί, φέιγ βολάν, φιλιγκράν) κ.α.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 13 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
ακρομεγαλία η [akromeγalía] O25 : (ιατρ.) παθολογική υπερτροφία των άκρων (χεριών, ποδιών) και του κεφαλιού. [λόγ. < γαλλ. acromégalie < acro- = ακρο- 3 + αρχ. μεγαλ- (μέγας) -ie = -ία]
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
9. ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ - ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ (κρουασάν, απεριτίφ, αντσούγια, (αλά) κρεμ, βελουτέ, βερμούτ, βοναπαρτισμός, βινεγκρέτ, βολοβάν, γαρνίρω, γαρνιτούρα, ρύζι γλασέ, γραβιέρα, γκρανουλέ, γκουρμέ, γκουρμάν, γκοφρέτα, εκλέρ, εβαπορέ, εστραγκόν, ζελέ, ζαμπόν, καλορί, καναπεδάκι(α), καροτίνη, κουβερτούρα, κρεμ καραμέλ, καραμελιζέ, καφές, καφείνη, καφετιέρα, κεφίρ, κιλότο, κινίνη, κονκασέ, κονσομέ, κρέμα πατισερί, κοτιγιόν, κοτολέτα, κονφί, κρέπα, κρεπερί, κροκάν, κρουτόν, κροκέτα, λικέρ, μαγιονέζα, μαρένγκα, μαργαρίνη, μαρμπρέ, μαρμελάδα, μαρμίτα, μενού, μιλφέιγ, μον αμούρ, μπαγκέτα, μπαμπάς, μπατόν σαλέ, μπεσαμέλ, μπον φιλέ, μους ο σοκολά, μινιαρντίζ, μπουγιαμπέσα, μπεζές, μπεν μαρί, μπιφτέκι, μπριός, νουά, νουγκά, νουγκατίνα, ντεμί, ντεμί γκλας, ντεμί σεκ, ομελέτα, παντεσπάνι, πατέ, πατισερί, πικνίκ, ποσέ, πουρές, ποτ-ω-φε, πουτίγκα, πραλίνα, πραλινέ, ραγού ή ραγκού, ρακλέτμ ρέβα, ρολό ή ρουλό, ρεστοράν, σαβαγιάρ, σαβαρέν, σαγκουίνι, σαλμί, σενιάν, σουβέρ, σορμπέ, σως, σως μπατόν, σωτάρω, σωτέ, σαμπάνια, σαμπανιζέ, σαντιγί, σουκρούτ, σπεσιαλιτέ, ταμπουλέ, τάρτα, τρούφα, φαρίν λακτέ, φραπέ, φρικασέ, φαρσί, φρουί γκλασέ ή φρουί γλασέ, φουαντρέ, φουαγκρά, φυμέ, φουκού, φλαμπέ, φραμπουάζ, προφιτερόλ, πτι μπερ, πτιφούρ, σουφλέ, σουπέ, σεφ, τρανς, φοντάν, φο-φιλέ, ογκρατέν)
10 MΟΔΑ α) ρούχα: ανσάμπλ, αζούρ, ασορτί, εμαγιέ, εβαζέ, εκάι, εξαντρίκ, ζαπονέ, ζιλέ, ζιπ κυλότ, κυλόττα, ζιπούνι, σάρπα, καλσόν, καμπαρντίνα, κομπινεζόν, καλτσόν, κασκόλ, κασκορσέ, κορσές, κολάν, κουάφ, κοτόν, κλος, κρετόν, κρέπι ή κρεπ, μαροκέν, λουτρ, μαγιό, μανσέτα, μανσόν, μαντό, μελόν (καπέλο), μουλινέ, μουσελίνα, μουφλόν, μπλουζόν, μπορντούρα, μπρετέλα, ριγέ, ζαρτιέρα, νεγκλιζέ, ντεκολτέ, ντρίλι, παντελόνι, παρεό, παλτό, πενιουάρ, μερσεριζέ, μπουφάν, μπέρτα, μπροντερί, ντεφιλέ, ντεπιές, ντραπέ, παπιγιόν, παγέτα, πατρόν, πελερίνα, πούδρα, πλισέ, πλισές, πονζέ, ρεγιόν, ρομπ ντε σαμπρ, σαμπό, σαντούκ, σικ, σινιέ, σοσόνι, σουέτ, ταγιέρ, τόκα, τρουά-καρ, τρικό, φουλάρι, φουρό, φράκο, φραμπαλάς, ωτ κουτύρ. β) 'γούνες': βιζόν, ετόλ, λουτρ, ρενάρ γ) 'υφάσματα': βισκόζ, βουάλ, εμπριμέ, αλπακάς, καμηλό, καρό, κοτλέ, λαμέ, μπροκάρ, ντουμπλεφάς, πικέ, πλατινέ, ρελιέφ, σατέν, σατινέ, σενίλ, ταφτάς, τούλι δ) 'ραπτική': αμπιγιέ, δαντέλα, καπιτονέ, κρουαζέ, κορσάζ, μανεκέν, μπουτίκ, ντεμοντέ, πασαρέλα, ρεβέρ, σουά σοβάζ, τρουακάρ, φερμουάρ, φεστόνι, φροτέ, πρετ-α-πορτέ) ε) κοσμήματα (κραγιόν, κολιέ, μενταγιόν, μπιζού, μπρασελέ, φο μπιζού) κ.α.
11. Αντικείμενα - χώροι σπιτιού - μέρη - ζώα-φυτά : (αμπαζούρ, αντιλόπη, αεροζόλ, αλέα, αμπρί, απαρτεμάν, απλίκα, βαζελίνη, βιτρώ, βουλεβάρτο, γκάζι, γκαζοζέν, γκαζιέρα, γκαζόν, γκαρσονιέρα, γρίλια, εσάνς, ζαρντινιέρα, ζούγκλα, κανίς, καρμπόν, καπότα, καρνέ, καναπές, κλουαζονέ, κονσόλα, κονφετί, καμπινές, καμιζόλα, καμπινέ, κολόνια, κλασέρ, λαμπατέρ, λαμπιόνι, λαντό, λούπα, (φακός), μοκέτα, μπαλόνι, μπερές, μπετόνι, μπιτόνι, μπιμπελό ή μπιμπλό, μπιντές, μπιμπερό, μπολ, μπομπόνι, μπουγιότα, μπριγκέτα, μπουκέτο, νάγια, νεσεσέρ, ντεπώ, ντους, οξυζενέ, οπσιόν, πανσές, παραβάν, παρτέρι, πασπαρτού, περφορατέρ, πιλοτή, πινέζα, πλαφονιέρα, πλερέζα, πορτατίφ, πουφ, ρεζεντά, ρετιρέ, ριντό, ρουζ, ρουμπινές, σαλόνι, σαλέ, σέπαλο, σεζλόνγκ, σεκρετέρ, σεμέν (σεμεδάκια), σομιές, σουίτα, σουμέν, σουπλά, σοφίτα, ταπισερί, φερφορζέ, φλοτέρ, σακ βουαγιάζ, σερπαντίνα, σιλό, σιφονιέρα, σκαμπό, στορ, τιρμπουσόν, λάμπες μπαγιονέτ ή μινιόν, ταλκ, τουαλέτα, τούγια, τσιντσιλά, φασαμέν, φοξ τεριέ). και πολλών άλλων επιστημών
12. Γράμματα και τέχνες : ακορντεόν, ακτιβισμός, αρ νουβό, αρ ντεκό, ατελιέ, αφίσα, γκαλερί, γκαλερίστας, γκραβούρα, κολάζ, μπαρόκ, ντοκτορά, ρεσιτάλ, ρεφρέν, ρετρό, σολφέζ, στιλ. κ.α
13. Λεπτότειχες ή μη κατασκευές - Αλουμινοκατασκευές αγγλέ, ρουστίκ, κοντραπλακέ, μπριγιάν, μπριγιαντίνη, λαμινέ, τραβέρσα, πόμολο, γαλβανιζέ, ζιργκόν, σαγρέ κ.α.
14. Κομμωτική :λακ, λοσιόν, μακιγιάζ, ντεμακιγιάζ, μακιγιάρω, κουπ, ποστίς, μιζανπλί, μπικουτί, περμανάντ, σαμπουάν, σινιόν, τουρμπάνι, φιλές, φιξάρω, φριζάρω, ωτ κουαφύρ
15. Χημεία, Φυσική' Στεδόν το σύνολο των συμβόλων της Χημείας προέρχονται από τα γαλλικά. (αιθυλένιο, ασετόν, ακρυλικό, αμίαντος, αμινο-, αμπέρ, ανιλίνη, ασετιλίνη, βατ, βακελίτης, βάριο, βενζόλη, βενζόη, βόριο, βρόμιο, βισμούθιο, βιτριόλι, βηρύλλιο, βολταικός, βουλκανισμός, γραφίτης, γρανίτης, δολομίτης, εβονίτης, ιρίδιο, θόριο, κάδμιο, κάλιο, καρμίνιο, κέσιο, κετόνες, κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κολοφώνιο, κουλόμπ, λανολίνη, λιγνίτης, μαγδαλήνιο ή μαγδαλένιο, μελαμίνη, μεγαβάτ, μπεκερέλ, μολυβδένιο, νετρόνιο, νικελιούχος, παραθείο, πεντάνιο, παραφίνη, πασκάλ, ριπολίνη, υπερίτης, χλώριο, χλωροφόρμιο) Ακόμα και το υδρογόνο ή το οξυγόνο ή το φθόριο, ή το αιθύλιο προέρχονται από τη γαλλική μετάφραση παρά το γεγονός ότι στην ουσία είναι αντιδάνεια αφού προυπήρχαν οι ρίζες στα αρχαία ελληνικά. Και βέβαια και τα παράγωγα επίθετα π.χ ακρυλικός Περιοδικός πίνακας των στοιχείων στα γαλλικά
16. ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΕΣ Κρεολός, κρεολή, απάχης, απάχισσα
17. Ανένταχτα (α προπό, αρζαντέ, βεριτάμπλ, βουαλά, εξτραφόρ, κομπλιμάν, μερσί, λετρίνα, λινοτύπης, λινοτυπία, μαμαζέλ ή μαμζέλ, μετρέσα, μουσώνας, μπιέλα, μπλαζέ, μπολερό, μπορ, μποά, μενίρ, μπριγιόλ, νέον, νευρογλοία, νιόβιο, ντάλια, ντεκαπάν, ντεμπιτάντ, ντιστενγκέ, ντολμέν, ντουμπλές, οδαλίσκη, όζη, οντουλάρω, οντουλασιόν, ο λα λα, ορλόν, όσκολο, Παριζιάνος, παρντόν, παρτούζα, πατ, πατ ντε φλερ, πατσουλί, πεκινουά, πιάν, πιρουέτα, πινάκλ, πλαστρόν, πορτμπονέρ, πουλέν, πρέφα, ραμολί, ρουμπίνι, ρουτίνα, σαντρέ, σαξ, σατομπριάν, σερζ, σκαμπίλι, σερσέ λα φαμ, σου, σουμπλιμέ, συλφίδα, ταρταρίνος, τουλίπα, τουπέ, τουρμπίνα, τουρνικέ, τραλαλά, τρενάρω, τρικ, φαγιάντσα ή φαγιάνς, φλου, φρίζα, φρου φρου, χαμίνι)
18. Γαλλικές Σπεσιαλιτέ εδώ
19. Νομίζω πως ακόμα και ιταλικές λέξεις πέρασαν στα ελληνικά μέσω της γαλλικής όπως παρμεζάνα, παρτιζάνος
20. Υπάρχουν επίσης πολλές λέξεις επιστημονικές που έχουν περάσει από τα γαλλικά στα ελληνικά και χρησιμοποιούν κατά το ήμιση ή και 100% ελληνικές ρίζες όπως αγνωστικισμός ή αγνωσιαρχία, αγραμματισμός, ακρομεγαλία, ανοξία, αντιβιόγραμμα, αντίγονο ή αντιγόνο, αστιγματικός, αστιγματισμός, βακτηριολογία, βακτηριολογικός, βαρόμετρο, βιογένεση, βιογενετική, βιοθεραπεία, βιοκλιματολογία, βιονική, βιονομία, βιόσφαιρα, βιότοπος, βοτανική, βρογχεκτασία, βροντόσαυρος, μυοκλονία, μυοπάθεια, οικολογία, οικοσύστημα, ολόγραμμα, ολογραφία, οξαλικός, ορμόνη, όσμιο, ουβερτούρα, πανζοωτία, παραφασία, παραψυχικός, παρνασσισμός, περίμετρο, πολυτραυματίας, πολεμολογία, προθρομβίνη, πρωτείνη, σακχαρίνη, σκάφανδρο, σκεπτικισμός, τραχειίτιδα, σπληνογραφία, στατιστικός, στερεογραφία, στερεοσκόπιο, στερεοστατική, στερεοσκόπιο, στερεότυπος, στερεοφωνία, στερεοφωτογραφία, στερεοχρωμία, στρατόσφαιρα, στρεπτόκοκκος, στρυχνίνη, στυλογράφος, συνδικαλίζομαι, συνδικαλισμός, συνδικαλιστής, συνδικαλίστρια, συνδικάτο, τηλεγραφία, τηλέγραφος, τηλεκάρτα, τηλεπάθεια, τηλεσκόπιο, τηλέφωνο, τοξικομανία, τοξίνη, τραγικοκωμωδία ή τραγικωμωδία, τραχειοβρογχικός, τραχειοβρογχίτιδα, τριγωνομετρία, τυπογραφία, τυπογράφος, υδρογραφία, υδροθεραπεία, υδροκεφαλία, υδροκλιματολογία, υδρολογία, υδροστατικός, υπνωτίζω, υπνωτισμός, υποβιταμίνωση, υποθάλαμος, υποχλωρυδρία, υστερία, φαντασμαγορία, φαρμακογνωσία, φαρμακολογία, φαρυγγίτιδα, φαρυγγολαρυγγίτιδα, φαρυγγοτομία, φιλελληνισμός, φλεβίτιδα, φοβία, φυλλοξήρα ή φυλλοξέρα, φυτολογία, φωνογράφος ή φωνόγραφος, φωνομετρία, φωνόμετρο, φωτογραφία, φωτογράφος, χαλκογραφία, χλωροφύλλη, χολοκυστεκτομή, χολοκυστίτιδα, χολοκυστογραφία, χροναξία, χρωμολιθογραφία, ψευδάρθρωση, ψυχασθένεια, ψυχιατρική, ψυχίατρος, ψυχοαναληπτικός, ψυχογένεση, ψυχοθεραπεία, ψυχοληπτικός, ψυχολογία, ψυχομετρία, ψυχοπάθεια, ψυχοπαθολογία, ψυχοπαιδαγωγικός, ψυχοτονικός, ψυχοτρόπος, ψυχοφυσικός, ψυχομετρία, ψυχρόμετρο, ψυχρόφιλος, ψύχωση, ωσμόμετρο, ώσμωση, ωτορινολαρυγγολογία, ωτοσκλήρυνση ή ωτοσκλήρωση, ωτοσκόπηση ή ωτοσκοπία, ωτοσκόπιο
21. Άπειρα μεταφραστικά δάνεια όπως αγαθοπιστία bonne -foi, φερέφωνο, porte-voix, εγκιβωτίζω encaisser, εγκληματολογία criminologie, εγκλιματίζω acclimater, αντιολισθητικός antidérapant, ανακατακτώ reconquérir, αγγλισμός anglicisme
22. Το ίδιο άπειρα σημασιολογικά δάνεια. Ενδεικτικά : αγγειολογία angiologie, αγγειοσυσταλτικός vaso-constricteur, αβράκωτος sans culotte, άβυσσος abysse , αγένεια bassesse, αγενής ignoble, ταπεινής καταγωγής αγαπώ aimer αγαπώ στο λεξικό Τριανταφυλλίδη [αρχ. ἀγαπῶ (3β: λόγ. σημδ. γαλλ. aimer)] κτλ
23. Λόγια αβιταμίνωση avitaminose, αγγειογραφία angiographie, αγγειοδιασταλτικός vasodilatateur, αγγλόφιλος anglophile
24. Λογ. σημδ. όπως αγαθό biens [αρχ. ἀγαθόν, πληθ. (στη σημ. 1α) τά ἀγαθά (1β: λόγ. σημδ. γαλλ. biens· 2α: λόγ. < αρχ. ἀγαθόν· 2β: ελνστ. σημ.)]
25 Λόγια που προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά όπως π.χ αγγελία annonce [λόγ. < αρχ. ἀγγελία `δημόσια διακήρυξη΄ σημδ. γαλλ. annonce]
26 Τυχαία - Επιπρόσθετα απλικατέρ, απολιτίκ, αξάν, αραμπέσκ, βενεδικτίνη, βουαλάζ, γκαραζιέρης, ζιγκόν (καρέκλες), καστόρ, καμπαρντινέ, κουπλέ, μεταλλιζέ, ντεζά βυ ή ντεζαβού, παντοφλέ, αντίβ, σικορέ, ταμπλό βιβάν, απλικέ, λασσέ, μαδρέν, σοφρουά (σάλτσα), αμερικανιζέ, μπραιζέ, αρμ (στρατός), κρεμ ρουαγιάλ, (σως) μπαβαρουάζ, μπρουτάλ, κου ντε φουντρ, γκαγκά.
Προσοχή όμως, υπάρχουν καμιά δεκαπενταριά ψευδόφιλα!!! (faux-amis) Είναι νορμάλ!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Πηγή - Βικιλεξικό
List όλων των Wiktionaries
Δεν υπάρχει καμία πρόθεση απόλυτης ή αποκλειστικής κατηγοριοποίησης για τις ακόλουθες λέξεις. Απλώς καταχωρούνται στον α ή β τομέα σύμφωνα με την επιλογή μου, σύμφωνα με προσωπικά και σχετικά υποκειμενικά κριτήρια. Ενδεικτικά η λέξη α) σπορτίφ μπορεί να παραπέμπει σε αθλητικά αυτοκίνητα, ρούχα, αθλητικό πρότυπο ή β) το ταμπλό του αυτοκινήτου, του μπάσκετ κτλ. Σίγουρα και για κανένα λόγο δεν θέλω να περιορίσω την ευρύτητα της χρήσης ενός όρου σε ένα και μόνο τομέα ή πάλι γ) τα κουλόμπ, πασκάλ, μπεκερέλ εκτός από όροι της Φυσικής αποτελούν επίσης και μονάδες μέτρησης.
1. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ - Μέσα μεταφοράς Σχεδόν όλα τα μέρη και τα εξαρτήματα αυτοκινήτου (αλερετούρ, αβάνς, αμορτισέρ, αξεσουάρ, βαγκόν-λί, βολάν, (άμαξα) βιζαβί, γρανάζι (engrenage) βουλκανιζατέρ, γλασάρω, ντιστριμπυτέρ, δυναμό, εξπρές, ζιγκ-ζαγκ, μοτέρ, καπό, καμιόνι, καμπριολέ, κλατάρω, ταμπλό, παρμπρίζ, καρμανιόλα, καροσερί, κοντέρ, κουπέ, λεβιές, λιμουζίνα, πορτ μπαγκάζ, μπουζί, μαρσπιέ, μαρσάρω, μαρσάρισμα, μοτοκρός, μοτοσικλέτα, μοτοσικλετιστής, μαρσπιέ, μπλοκέ (διαφορικό), μπεκ (εγχυτήρας), μπενζίνα, μπουλόνι, αμπραγιάζ, ντεμπραγιάζ, ντελαπάρισμα, ντελαπάρω, οτομοτρίς, παρκόμετρο, πεντάλ, πετάλι, πουάρ βενζίνης, σαμπρέλα, σασμάν, ρεζερβουάρ, ρεκτιφιέ, ρελαντί, ρεπρίζ, ροντάρω, ροντάρισμα, σεβρό (φρένων), συσπανσιόν, σασί, σιλανσιέ, σοφέρ, σοφερίνα, σοφάρω, ταξί, ταμπούρο, τετ-α-κέ, τραμ, φρένο, καρμπιρατέρ, σπορτίφ) κ.α.
2. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ - Θέατρο - Ψυχαγωγία (αβαν-γκαρντ, ανιματέρ, αζάν προβοκατέρ, ανφάν γκατέ, αλμανάκ, ατραξιόν, βερσιόν, βαμπίρ, βαριετέ, βωντεβίλ, γκάμα, μιξάζ, μοντάζ, ενσταντανέ, εφέ, εκράν, καμουφλάζ, καμουφλάρω, εξιτάρω, ντεκαλάζ, ντεκουπάζ, ντεκουπάρω, ντοκυμαντέρ, κανκάν, καφεθέατρο, καντράζ, καρέ καρέ, κοζερί, κλακέτα, κομεντί, κασκαντέρ, κλισέ, μαριονέτα, αμπιγιέρ, αμπιγιέζ, ανγκαζέ, γκρο πλαν, πλατό, πλατφόρμα, μακιγιέρ, μακιγιέζ, μαρκίζα, μετρ, μοντέρ, νουβέλ βαγκ, ντουμπλάρω, φεστιβάλ, φιλμ νουάρ, γκισέ, οντισιόν, ενζενί, μπουάτ, ζεν πρεμιέ, κλακ, κλακέρ, μαγκαζίνο, ντεκόρ, οπερατέρ, ποτ πουρί, πρεμιέρα, ράμπα, ρεπερτόριο, ρεπεράζ, ρεπορτάζ, ρεζισέρ, ρεζουμέ, ρολάρω, ρόλος, σεκάνς, σουμπρέτα, σουξέ, τακτ, ταρτούφος, τετ-α-τετ, τουρνέ, τρακ, φετίχ, φουαγιέ, φωτομοντάζ, φαμ φατάλ, φαντομάς, φωτορομάντζο, χιουμοριστής ή χιουμορίστας, ανκόρ) κ.α.
3. ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ (αερομοντελισμός, βολέ, ρεπεσάζ, ρεβάνς, ζετέ, επολέ, αρασέ, βιράζ, γκραν πρί, γκαλόπ, γκραν γκινιόλ, γκανιάν, γιούπι, εξτρέμ, κανό, κουλουάρ, κάσκα, κλακάζ, κράμπα, κουντεπιέ, κούρσα, κροσέ, κροκέ, λάσο, λισάνς, λουμπάγκο, μαζορέτα, μανούβρα, μαρς, μασκότ, μπαράζ, μπατόν, μποξέρ, μοντελισμός, μποϊκοτάζ, μπρα ντε φερ, ντεμαράζ, ντρεσάζ, ντρεσάρω, ντιρέκτ, παλμαρέ, πλονζόν, παρκούρ, παρκέ, πασέρ, πατινάζ, πατινάρω, πατίνι, πελότα, πλασέ, πλασάρισμα, πλασάρω, ρεκόρ, ρελάνς, ρεφλέξ, σαμποτάζ, σαμποτέρ, σερβίς, σικέ, σιρκουί, σεπαρέ, σκιέρ, τάπα, τατουάζ, τερέν, τουρνουά, τρασέρ, τρασέζ, φαβορί, φιλέ, φιναλίστ) κ.α.3.α Σκάκι (αν πασάν, πιόνι, ροκέ, ρουά, ματ, ρεν) 3,β Χορός-ΜΠΑΛΕΤΟ (βαλς, πα ντε ντε, πα ντε πατινέρ, πα ντε τρουά, μπουρέ, πλιέ, ρελεβέ, γκραν πλιέ) 3.γ Καζίνο (faites vos jeux, rien ne va plus, μπακαράς, μπαλαντέρ, σεμέν ντε φερ, κρουπιέρης) Επίσης το λουτζ που μας το θύμισε ο πρόσφατος θάνατος του Γεωργιανού αθλητή στην φετινή χειμερινή ολυμπιάδα Ετυμολογία του λουτζ
4. ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (κιλό, μέτρο, μικροσεκόντ, νανοσεκόντ, τιράζ, τονάζ, τόνος) κ.α.
5. ΑΓΟΡΑ (αγκαζάρω, αλά καρτ, αμπαλάζ, αρμπιτράζ, ατού, αφίσα, βαλέρ, βιταμίνη, βιτρίνα, γκανιότα, γκαραντί, γκαλά, γκίνια, γκρουπ, ετικέτα, είδη μπεμπέ, εκτάριο, έξτρα, ζερό, ιμιτασιόν, καρτ ποστάλ, καφετερία,(το) κλου, καμποτάζ, κουβέρ, Κομισιόν, καρνάβαλος, καρναβάλι, κασέ, κομφόρ, κουπόνι, κουλέρ λοκάλ, κρουαζιέρα, λακές, λανσάρω, λουξ, μπαλ μασκέ, μίζα, μουαγιέν, μπαζάρ, μπιενάλε, μπροσούρα, ναπολεόνι, ντεκλαρέ, ντεκαφεϊνέ, ντεμί σεζόν, ντεπώ, ντιρεκτίβα, ντισκοτέκ, ντοσιέ, πανσιόν, πριβέ, πανό, πίστα, πλαζ, πορτμονέ, πριμ, ραφινέ, ρεβεγιόν, ρεκλάμα, ρεσεψιόν, ρεσεψιονίστ, ρεφάρω, ταμπλ ντοτ, πουρμπουάρ, πλαφόν, ρεζερβέ, ρέντα, ρεπό, ρουλέτα, σαμουά, σουαρέ, σουβενίρ, σπιράλ, φαβορίτος, φαντεζί, φέιγ βολάν, φιλιγκράν) κ.α.
6. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (αλτερνατίβα, αλτρουισμός, αμοραλισμός, αμφεταμίνη, αντικέρ, ακτουαλισμός, απόρτ, αριβισμός, αρμ, αρμονίστας, ασπιρίνη, αυτισμός, βαρόνος, βαρβιτουρικά, βενζίνη, βιταλισμός, βουδισμός, βουδιστής, βρυόφυτα, βολονταρισμός, βιμπραφόν, βιμπραφωνίστας, βιολονίστας, βανδαλισμός, γκάφα, γρίππη, εβραϊσμός, εβραϊστής, ελίτ, ελιτισμός, εμιγκρέ, εμουλσιόν, εμπρεσιονισμός, εξπέρ, εξτρεμισμός, εξτρεμιστής, εξτρεμίστρια, εξπρεσιονισμός, ιρασιοναλισμός, καλαμπούρι, κανάγιας, καφεσαντάν, κονφερανσιέ, κοκότα, κολάπσους, κολεκτιβιστικός, κολορίστας, κομμουνισμός, κομμουνιστής, κονστρουκτιβισμός, κονσερβατουάρ, κοοπερατίβα, κρετίνος, κρετινισμός, γκαρσόν, ζαργκόν, ζογκλέρ, ζιγκολό, ζαμανφουτισμός, μπον βιβέρ, κονεσέρ, καουτσούκ, κλίκα, κλοσάρ, κονσομασιόν, κολίτιδα, κορτικοθεραπεία, κρεμ ντε λα κρεμ, λαπαλισμός, μακάβριος, μανικιούρ, μανικιουρίστ, μανιερισμός, μαρξισμός, μαρξιστής, μαρκετερί, μασίφ, ματιέρα, μερκαντιλισμός, μεφιτικός, μεφιτισμός, μιλιταρισμός, μιλιταριστής, μοντελίστ, μοδίστρα, μορφίνη, μορμονισμός, μορμόνος, μπαλαρμάς, μπελ επόκ, μπεμόλ, μπετόν, μπετον αρμέ, μπετονιέρα, μποέμ, μπουρζουάς, μπουαζερί, μπιζουτερί, μπουλανζερί, μυδράλιο, νατουραλισμός, νατουραλιστής, νεοεμπρεσιονισμός, ντεγκραντέ, ντεμπούτο, ντεφετισμός, ντεφετιστής, ντεσού, ντικταφόν, νικοτίνη, νομιναλισμός, νομιναλιστής, ντιζέρ, ντιζέζ, ντικτέ, οπορτουνισμός, οπορτουνιστής, οπτιμισμός, οπτιμιστής, ορ τεξτ, ουνιβερσαλισμός, ουρμπανισμός, παρκετάρω, παρκετέζα, παρλαμάς, πατρονίστ, περσοναλιστής, περσοναλίστρια, παρσισμός, παρφουμαρίζομαι, παρφουμάρομαι, πασιφισμός, παρτενέρ, παστεριώνω, πενικιλίνη, πεπτίδιο, πεσιμισμός, πεσιμιστής, πεσιμίστρια, πεψίνη, πιερότος, πιετισμός, πιετ-α-τερ, πιονιέρος, πιονιέρισσα, πλανάρω, πλασιέ, πλατερέσκ, πλουραλισμός, ποστρεστάντ, πριμιτιβισμός, πριμιτιβιστής, προβοκάτορας, προτεκτοράτο, προτεσταντισμός, ράγα, ραμποτέ, ράντα, ραντιέρης, ρασιοναλισμός, ρασιοναλιστής, ρεαλιστής, ρεαλίστρια, ρεβιζιονισμός, ρεζιοναλισμός, ρεβιζιονιστής, ρελατιβισμός, ρεπροντιξιόν, ρεφορμισμός, ρεφορμιστής, ρεφορμίστρια, ριλάξ, ριφιφί, ρομανικός, ροντό, ρουμπρίκα, σαβουάρ βιβρ, σαδισμός, σαδιστής, σαδίστρια, σανατόριο, σανφασόν, σαξόφωνο, σαξοφωνίστας, σενσουαλισμός, σεξ, σεξισμός, σεξιστής, σεξίστρια, σεξουαλισμός, σερβάντα, σερβί, σιρόπι, σιωνισμός, σιωνιστής, σιωνίστρια, σταζ, σοβινισμός, σοβινιστής, σοβινίστρια, σοκ, σοκάν, σοκάρω, σταζιέρ, βαλές, στριπτιζέζ, στριπτιζέρ, φαρσέρ, καρτέλ, ντεκορατέρ, πεντικιούρ, σοβιέτ, σολίστ, σολιψισμός, σοσιαλισμός, σουρεαλισμός, σουρεαλιστής, σουρεαλίστρια, σουρντίνα, σουφραζέτα, στέπα, στιλίστας, ταμπλέτα, ταμπόν, τανίνη, ταπετσιέρης, τέρα, τερμίτης, τερορισμός, τικ, τοτέμ, τοτεμισμός, τούνελ, τραβεστί, τραπιστής, φιξ, τριολέτο, τροβαδούρος, τροτέζα, τσιτάτο, υβρίδιο, φαβοριτισμός, φανατισμός, φασόν, φαταλισμός, φαταλιστής, φαταλίστρια, φεμινισμός, φεμινιστής, φεμινίστρια, φετιχισμός, φετιχιστής, φετιχίστρια, φοβισμός, φοβιστής, φονταμανταλισμός, φονταμανταλιστής, φονταμανταλίστρια, φορμαλισμός, φορμαλιστής, φορμαλίστρια, φουτουρισμός, φουτουριστής, φουτουρίστρια, φραξιονισμός, φραξιονιστής, χοληστερίνη, ζουρ φιξ, καμπαρέ, καμπαρετζού) κ.α.
7. ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ - ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ (ανφάς, ρετούς, ρετουσάρω, βερνισάζ, βινιέτα, χρώματα: παλ, ακαζού, βεραμάν, γκρενά, γκουάς, γκοφρέ, γκροτέσκο, ιβουάρ, ιλουστρασιόν, εκρού, καντριγιέ, κρεμ, κρεπ, κρεπ ντε σιν, λιλά, ματ, μιλιμετρέ, μοβ, μπατίκ, μπεζ, μπλε μαρέν, μπλε ρουά, μπορντό, μπλοκ, μπρονζέ, ναΐφ, ντεσέν, οβάλ, οξυντέ, οπάλ, παστέλ, πλακέ, πλακέτα, πορτρέτο, πουά, πουαντιλισμός, προφίλ, ροζ, ροζέ, ροκοκό, σαμπανί, σιελ, σικλαμέν, σιλουέτα, σωμόν, ταμπά, τυρκουάζ, φουμέ ή φυμέ, φωσφοριζέ, χακί, χρωμέ) κ.α.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Πολυ ενδιαφέροντα ολα αυτα!
Χαίρομαι! A votre service. Α προπό! Δεν έχεις καμία σχέση με το Μιβ; Ή έχω δίκιο;
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
intéressant Και η φωνητική του καταγραφή (trqnscription) είναι αυτή /ɛ̃.te.ʁɛ.sɑ̃/ Δεν ξέρω γιατί αλλά σχεδόν όλοι δεν το ακούνε καλά. Είναι πολύ κοντά στο ε το ελληνικό απλώς βγαίνει αέρας παράλληλα από το στόμα και την μύτη.
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
Τρεζ αντερεσάν!
Συγνώμη για τη μικρή διόρθωση. (Ξέχασα να την κάνω στο προηγούμενο μήνυμά μου). Αλλά προφέρεται εντερεσάν. Τα γαλλικά έχουν κανόνες ανάγνωσης! Δεν είναι όπως τα αγγλικά που πρέπει μαζί με τη λέξη να μάθεις και πως προφέρεται (τι χάσιμο χρόνου!!!) Μετά το in ή to im αν ακολουθεί σύμφωνο τότε διαβάζεται εν και όχι ιν. Φιλικά, Νίκος
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
όχιΤρεζ αντερεσάν!
Το 'αντίο' από τα γαλλικά το πήραμε, νεσπα;
https://www.greek-language.gr/greekL...exica/triantafyllides/search.html?lq=αντίο&dq=
Αντίθετα
η λέξη καπούτ προέρχεται από τα γαλλικά; καπούτ επίθ |άκλ| (εκφραστ.) 1. κατεστραμμένος, αχρηστευμένος: το αυτοκίνητο είναι ~ 2. νεκρός. [ΕΤΥΜ. < γερμ. kaputt < γαλλ. (être capot), όρος της χαρτοπαικτικής, που προσδιoρίζει εκείνον που δεν έχει κανένα βαθμό.]
Ενδιαφέρουσες ετυμολογήσεις (και παρετυμολογήσεις) παρουσιάζει το άρθρο στη γερμανική βίκι: α) Την πιο πάνω, της γαλλικής προέλευσης για το χαρτοπαίγνιο, και της απώτερης σύνδεσης με το λατινικό caput, «κεφάλι» (βλ. τη ζαζουλοπαραπομπή και τα προηγούμενά της), την οποία και θεωρεί επικρατέστερη. β) Τη σύνδεση με τη λέξη kappóres στα γίντις, που είναι οι κότες που σφάζουν τις ημέρες της συμφιλίωσης και προέρχεται από εβραϊκό kappóret. Όπως όμως αναφέρεται στις σελίδες της συζήτησης του άρθρου, η παρουσία του r δείχνει μάλλον αντίστροφη πορεία: στη λέξη των γίντις ενσωματώθηκε η έννοια του καπούτ. γ) Την απευθείας προέλευση από τα μσν. εκκλησιαστικά λατινικά. Όμως, ο τονισμός του λατινικού (κάπουτ) κάνει επίσης λιγότερο πιθανή αυτή την απευθείας προέλευση.
To Online Etymology Dictionary δέχεται την ετυμολόγηση του γαλλ. capot (της φράσης être capot) από το ομόγραφό του, επίσης γαλλικό, capot "κάλυμμα" το οποίο όντως προέρχεται από το λατ. caput. Μερικά ενδιαφέροντα (τουλάχιστον κατ' εμέ ) στοιχεία με αφορμή το συγκεκριμένο capot (δηλαδή για τον όρο τής χαρτοπαικτικής, από το πικέτο): Το ΕΛΝΕΓ (2009) αναφέρει ότι η φράση faire capot σημαίνει «βάζω σε κάποιον κουκούλα — (μτφ.) εκμηδενίζω, εξουδετερώνω». Σε αυτό συμφωνεί και το Dictionnaire Le Littré (λήμμα capot 2). Επομένως το απώτατο έτυμον όντως ανάγεται στο λατ. caput. Το (αγγλόφωνο) RHWUD έχει λήμμα capot για τον χαρτοπαικτικό όρο. Και αυτό αναφέρει ότι η λέξη προέρχεται από τη φράση faire capot, η οποία όμως επισημαίνει πως είναι ναυτική και σημαίνει «αναποδογυρίζω». Αυτό στα γαλλικά λέγεται capoter, και (σύμφωνα πάντα με το Dictionnaire Le Littré) προέρχεται από το χαρτοπαικτικό capot. Άρα μάλλον εδώ μας τα μπερδεύει το RHWUD (καθότι η ναυτική σημασία «αναποδογυρίζω» είναι που προήλθε από τον χαρτοπαικτικό όρο, και όχι το αντίθετο). Μια που είμαστε στο «αναποδογυρίζω», αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι και η αγγλική αντίστοιχη λέξη φαίνεται να είναι συγγενική: πρόκειται για το ρ. capsize. Εδώ δεν υπάρχει βέβαιο έτυμον, ωστόσο έχει προταθεί από τον Skeat η αναγωγή στο ισπανικό capuzar "βυθίζω με το κεφάλι", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το cabo "κεφάλι" (να το πάλι το λατ. caput από πίσω!) και το chapuzar "βουτώ". Αλλά και η άλλη γαλλική ναυτική λέξη που δηλώνει το «αναποδογυρίζω», δηλαδή το ρ. chavirer, έχει πάλι το λατ. caput από πίσω της, καθότι προέρχεται από το cha που αντιστοιχεί στο "κεφάλι" (με τον μηχανισμό που έδωσε από το λατ. caput το γαλλ. chef και το αγγλ. chief) και το virer "στρέφω". Τώρα, βέβαια, και το virer παρουσιάζει το δικό του ενδιαφέρον: Το Dictionnaire Le Littré λέει ότι το v (στο virer) δεν μπορεί να προέρχεται από κάποια μεταβολή τού λατ. g ώστε να αναχθεί στο λατ. gȳrāre "στρέφω", και θεωρεί ότι το υστλατ. virare αποτελεί βαρβαρικό δάνειο — ωστόσο το ΕΛΝΕΓ (λήμμα βίρα) αναφέρει ότι το βεν. virar "στρέφω" προέρχεται μετά βεβαιότητος από το υστλατ. gȳrāre (με επίδρ. τού λατ. vibro "πάλλω", προφανώς για να δικαιολογηθεί η τροπή g->v), το οποίο gȳrāre προέρχεται από το ελλην. γύρος (δηλ. αντιδάνεια τα βίρα και βιράρω, κατά το ΕΛΝΕΓ). Το (επίσης αγγλόφωνο) Oxford λημματογραφεί κι αυτό τον χαρτοπαικτικό όρο capot, αλλά δίνει άλλη ετυμολογία: Συγκεκριμένα αναφέρει ότι πιθανόν προέρχεται από το ρ. capoter, παράλληλο διαλεκτικό τύπο τού ρ. chapoter που σημαίνει "ευνουχίζω" . Για τούτο 'δώ το chapoter την ετυμολογία θα την αναζητήσουμε μέσω του chapon "ευνουχισμένος κόκορας", λέξη η οποία υπάρχει σε πολλές γλώσσες (capon στα αγγλικά). Στα ελληνικά λέγεται καπόνι (ήδη μεσαιωνικό) και ακόμη πιο πριν, στους ελληνιστικούς χρόνους, λεγόταν κάπων — και όλες αυτές οι λέξεις ανάγονται στο λατ. capo (με την ίδια σημασία).
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
15. Χημεία' Στεδόν το σύνολο των συμβόλων της Χημείας προέρχονται από τα γαλλικά. (αιθυλένιο, ασετόν, ακρυλικό, αμίαντος, αμινο-, αμπέρ, ανιλίνη, βατ, βάριο, βενζόλη, βόριο, βρόμιο, βισμούθιο, βιτριόλι, βηρύλλιο, βολταικός, βουλκανισμός, γραφίτης, γρανίτης, δολομίτης, εβονίτης, ιρίδιο, θόριο, κάδμιο, κάλιο, καρμίνιο, κέσιο, κετόνες, κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κολοφώνιο, λανολίνη, λιγνίτης, μαγδαλήνιο ή μαγδαλένιο, μελαμίνη, μεγαβάτ, μολυβδένιο, νετρόνιο, παραθείο, πεντάνιο, παραφίνη, ριπολίνη, υπερίτης, χλώριο, χλωροφόρμιο) Ακόμα και το υδρογόνο ή το οξυγόνο ή το φθόριο προέρχονται από τη γαλλική μετάφραση παρά το γεγονός ότι στην ουσία είναι αντιδάνεια αφού προυπήρχαν στα αρχαία ελληνικά.
16. ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΕΣ Κρεολός, κρεολή
17. Ανένταχτα (α προπό, αρζαντέ βουαλά, εξτραφόρ, μερσί, λετρίνα, λινοτύπης, λινοτυπία, μαμαζέλ ή μαμζέλ, μετρέσα, μουσώνας, μπιέλα, μπλαζέ, μπολερό, μπορ, μποά, μενίρ, μπριγιόλ, νέον, νευρογλοία, νιόβιο, ντάλια, ντεμπιτάντ, ντιστενγκέ, ντολμέν, ντουμπλές, οδαλίσκη, όζη, οντουλάρω, οντουλασιόν, ο λα λα, ορλόν, όσκολο, Παριζιάνος, παρντόν, παρτούζα, πατ, πατ ντε φλερ, πατσουλί, πεκινουά, πιάν, πινάκλ, πλαστρόν, πορτμπονέρ, πουλέν, πρέφα, ραμολί, ρουμπίνι, ρουτίνα, σαντρέ, σαξ, σατομπριάν, σερζ, σκαμπίλι, σερσέ λα φαμ, σου, σουμπλιμέ, συλφίδα, ταρταρίνος, τουλίπα, τουπέ, τουρμπίνα, τουρνικέ, τραλαλά, τρενάρω, τρικ, φαγιάντσα ή φαγιάνς, φλου, φρίζα, φρου φρου, χαμίνι)
18. Γαλλικές Σπεσιαλιτέ εδώ
19. Νομίζω πως ακόμα και ιταλικές λέξεις πέρασαν στα ελληνικά μέσω γαλλικώς όπως παρμεζάνα, παρτιζάνος
20. Υπάρχουν επίσης πολλές λέξεις επιστημονικές που έχουν περάσει από τα γαλλικά στα ελληνικά και χρησιμοποιούν κατά το ήμιση ή και 100% ελληνικές ρίζες όπως βιογένεση, βιογενετική, βιοθεραπεία, βιοκλιματολογία, βιονική, βιονομία, βιόσφαιρα, βιότοπος ή και 100% όπως βρογχεκτασία, βροντόσαυρος, μυοκλονία, μυοπάθεια, οικολογία, οικοσύστημα, ολόγραμμα, ολογραφία, οξαλικός, ορμόνη, όσμιο, ουβερτούρα, πανζοωτία, παραφασία, παραψυχικός, παρνασσισμός, περίμετρο, πολυτραυματίας, πολεμολογία, προθρομβίνη, πρωτείνη, σακχαρίνη, σκάφανδρο, σκεπτικισμός, τραχειίτιδα, σπληνογραφία, στατιστικός, στερεογραφία, στερεοσκόπιο, στερεοστατική, στερεοσκόπιο, στερεότυπος, στερεοφωνία, στερεοφωτογραφία, στερεοχρωμία, στρατόσφαιρα, στρεπτόκοκκος, στρυχνίνη, στυλογράφος, συνδικαλίζομαι, συνδικαλισμός, συνδικαλιστής, συνδικαλίστρια, συνδικάτο, τηλεγραφία, τηλέγραφος, τηλεκάρτα, τηλεπάθεια, τηλεσκόπιο, τηλέφωνο, τοξικομανία, τοξίνη, τραγικοκωμωδία ή τραγικωμωδία, τραχειοβρογχικός, τραχειοβρογχίτιδα, τριγωνομετρία, τυπογραφία, τυπογράφος, υδρογραφία, υδροθεραπεία, υδροκεφαλία, υδροκλιματολογία, υδρολογία, υδροστατικός, υπνωτίζω, υπνωτισμός, υποβιταμίνωση, υποθάλαμος, υποχλωρυδρία, υστερία, φαντασμαγορία, φαρμακογνωσία, φαρμακολογία, φαρυγγίτιδα, φαρυγγολαρυγγίτιδα, φαρυγγοτομία, φιλελληνισμός, φλεβίτιδα, φοβία, φυλλοξήρα ή φυλλοξέρα, φυτολογία, φωνογράφος ή φωνόγραφος, φωνομετρία, φωνόμετρο, φωτογραφία, φωτογράφος, χαλκογραφία, χλωροφύλλη, χολοκυστεκτομή, χολοκυστίτιδα, χολοκυστογραφία, χροναξία, χρωμολιθογραφία, ψευδάρθρωση, ψυχασθένεια, ψυχιατρική, ψυχίατρος, ψυχοαναληπτικός, ψυχογένεση, ψυχοθεραπεία, ψυχοληπτικός, ψυχολογία, ψυχομετρία, ψυχοπάθεια, ψυχοπαθολογία, ψυχοπαιδαγωγικός, ψυχοτονικός, ψυχοτρόπος, ψυχοφυσικός, ψυχομετρία, ψυχρόμετρο, ψυχρόφιλος, ψύχωση, ωσμόμετρο, ώσμωση, ωτορινολαρυγγολογία, ωτοσκλήρυνση ή ωτοσκλήρωση, ωτοσκόπηση ή ωτοσκοπία, ωτοσκόπιο
21. Χορός-ΜΠΑΛΕΤΟ (πα ντε ντε, πα ντε πατινέρ, πα ντε τρουά, μπουρέ)
22. Πλήθος μεταφραστικών δανείων όπως φερέφωνο, porte-parole, εγκιβωτίζω encaisser, εγκληματολογία criminologie, εγκλιματίζω acclimater
Προσοχή όμως, υπάρχουν καμιά δεκαπενταριά ψευδόφιλα!!! (faux-amis) Είναι νορμάλ!
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
A propos
Διάσημο μέλος
1. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ - Μέσα μεταφοράς Σχεδόν όλα τα μέρη και τα εξαρτήματα αυτοκινήτου (αλερετούρ, αμορτισέρ, αξεσουάρ, βαγκόν-λί, βολάν, (άμαξα) βιζαβί, γρανάζι (engrenage) βουλκανιζατέρ, γλασάρω, ντιστριμπυτέρ, δυναμό, εξπρές, ζιγκ-ζαγκ, μοτέρ, καπό, καμιόνι, καμπριολέ, κλατάρω, ταμπλό, παρμπρίζ, καρμανιόλα, κοντέρ, κουπέ, λεβιές, λιμουζίνα, πορτ μπαγκάζ, μπουζί, μαρσπιέ, μαρσάρω, μαρσάρισμα, μοτοκρός, μοτοσικλέτα, μοτοσικλετιστής, μαρσπιέ, μπλοκέ (διαφορικό), μπεκ (εγχυτήρας), μπενζίνα, μπουλόνι, αμπραγιάζ, ντεμπραγιάζ, ντελαπάρισμα, ντελαπάρω, οτομοτρίς, παρκόμετρο, πεντάλ, πετάλι, πουάρ βενζίνης, σαμπρέλα, σασμάν, ρεζερβουάρ, ρεκτιφιέ, ρελαντί, ροντάρω, ροντάρισμα, σεβρό (φρένων), συσπανσιόν, σασί, σιλανσιέ, σοφέρ, σοφερίνα, σοφάρω, ταξί, ταμπούρο, τετ-α-κέ, τραμ, φρένο, καρμπιρατέρ) κ.α.
2. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ - Θέατρο - Ψυχαγωγία (αβαν-γκαρντ, ανιματέρ, αζάν προβοκατέρ, ανφάν γκατέ, αλμανάκ, ατραξιόν, βερσιόν, βαμπίρ, βαριετέ, βωντεβίλ, γκάμα, μιξάζ, μοντάζ, εντσαντανέ, εφέ, εκράν, καμουφλάζ, καμουφλάρω, εξιτάρω, ντεκαλάζ, ντεκαφεϊνέ, ντεκουπάζ, ντεκουπάρω, ντοκυμαντέρ, κανκάν, καφεθέατρο, καντράζ, καρέ καρέ, κοζερί, κλακέτα, κομεντί, κασκαντέρ, κλισέ, μαριονέτα, αμπιγιέρ, ανγκαζέ, ανφάς, γκρο πλαν, πλατό, πλατφόρμα, μακιγιέρ, μαρκίζα, μετρ, μοντέρ, νουβέλ βαγκ, ντουμπλάρω, φεστιβάλ, φιλμ νουάρ, γκισέ, ενζενί, μπουάτ, ζεν πρεμιέ, κλακ, κλακέρ, μαγκαζίνο, ντεκόρ, οπερατέρ, ποτ πουρί, πρεμιέρα, προφίλ, ράμπα, ρεπερτόριο, ρεπεράζ, ρεπορτάζ, ρεζισέρ, ρεζουμέ, ρολάρω, ρόλος, σεκάνς, σουμπρέτα, σουξέ, τακτ, ταρτούφος, τετ-α-τετ, τουρνέ, τρακ, φετίχ, φουαγιέ, φωτομοντάζ, φαμ φατάλ, φαντομάς, φωτορομάντζο, χιουμοριστής ή χιουμορίστας, ανκόρ) κ.α.
3. ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ (αερομοντελισμός, βολέ, ρεπεσάζ, ρεβάνς, ζετέ, επολέ, αρασέ, βιράζ, γκραν πρί, γκαλόπ, γκραν γκινιόλ, γκανιάν, γιούπι, εξτρέμ, κανό, κουλουάρ, κάσκα, κλακάζ, κράμπα, κουντεπιέ, κούρσα, κροσέ, κροκέ, λάσο, λισάνς, λουμπάγκο, μαζορέτα, μανούβρα, μαρς, μασκότ, μπαράζ, μπατόν, μποξέρ, μοντελισμός, μποϊκοτάζ, μπρα ντε φερ, ντεμαράζ, ντρεσάζ, ντρεσάρω, ντιρέκτ, πλονζόν, παρκούρ, παρκέ, πασέρ, πατινάζ, πατινάρω, πατίνι, πελότα, πιρουέτα, πλασέ, πλασάρω, ρεκόρ, ρελάνς, ρεφλέξ, σαμποτάζ, σαμποτέρ, σερβίς, σικέ, σιρκουί, σεπαρέ, τάπα, τατουάζ, τερέν, τουρνουά, τρασέρ, τρασέζ, φαβορί, φιλέ, φιναλίστ) κ.α.3.α Σκάκι (αν πασάν, πιόνι, ροκέ, ρουά, ματ, ρεν) 3.β Καζίνο (faites vos jeux, rien ne va plus, μπακαράς, μπαλαντέρ, σεμέν ντε φερ, κρουπιέρης)
4. ΜΟΝΑΔΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ (κιλό, μέτρο, τιράζ, τονάζ, τόνος) κ.α.
5. ΑΓΟΡΑ (αλά καρτ, αμπαλάζ, αρμπιτράζ, ατού, αφίσα, βαλέρ, βιταμίνη, βιτρίνα, γκανιότα, γκαραντί, γκαλά, γκίνια, γκρουπ, ετικέτα, είδη μπεμπέ, εκτάριο, έξτρα, ζερό, ιμιτασιόν, καρτ ποστάλ, καφετερία,(το) κλου, κουβέρ, Κομισιόν, καρνάβαλος, καρναβάλι, κασέ, κομφόρ, κουπόνι, κουλέρ λοκάλ, κρουαζιέρα, λακές, λανσάρω, λουξ, μπαλ μασκέ, μίζα, μουαγιέν, μπαζάρ, μπιενάλε, μπροσούρα, ναπολεόνι, ντεκλαρέ, ντεμί σεζόν, ντεπώ, ντιρεκτίβα, ντισκοτέκ, ντοσιέ, πανσιόν, πριβέ, πανό, πίστα, πλαζ, πορτμονέ, πριμ, ραφινέ, ρεβεγιόν, ρεκλάμα, ρεσεψιόν, ρεσεψιονίστ, ρεφάρω, ταμπλ ντοτ, πουρμπουάρ, πλαφόν, ρεζερβέ, ρέντα, ρεπό, ρουλέτα, σαμουά, σουαρέ, σουβενίρ, φαβορίτος, φαντεζί, φέιγ βολάν, φιλιγκράν) κ.α.
6. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (αλτερνατίβα, αλτρουισμός, αμοραλισμός, αμφεταμίνη, αντικέρ, απόρτ, αριβισμός, αρμ, αρμονίστας, ασπιρίνη, αυτισμός, βαρόνος, βενζίνη, βιταλισμός, βουδισμός, βουδιστής, βρυόφυτα, βολονταρισμός, βιμπραφόν, βιμπραφωνίστας, βιολονίστας, βανδαλισμός, γκάφα, γρίππη, εβραϊσμός, εβραϊστής, ελίτ, ελιτισμός, εμιγκρέ, εμουλσιόν, εμπρεσιονισμός, εξπέρ, εξτρεμισμός, εξτρεμιστής, εξτρεμίστρια, εξπρεσιονισμός, ιρασιοναλισμός, καλαμπούρι, κανάγιας, καφεσαντάν, κονφερανσιέ, κοκότα, κολάπσους, κολεκτιβιστικός, κολορίστας, κομμουνισμός, κομμουνιστής, κονστρουκτιβισμός, κονσερβατουάρ, κοοπερατίβα, κρετίνος, κρετινισμός, γκαρσόν, ζαργκόν, ζογκλέρ, ζιγκολό, ζαμανφουτισμός, μπον βιβέρ, κονεσέρ, καουτσούκ, κλίκα, κλοσάρ, κονσομασιόν, κολίτιδα, κορτικοθεραπεία, λαπαλισμός, μακάβριος, μανικιούρ, μαντικιουρίστ, μανιερισμός, μαρξισμός, μαρξιστής, μαρκετερί, μασίφ, ματιέρα, μερκαντιλισμός, μεφιτικός, μεφιτισμός, μιλιταρισμός, μιλιταριστής, μοντελίστ, μοδίστρα, μορφίνη, μορμονισμός, μορμόνος, μπαλαρμάς, μπελ επόκ, μπεμόλ, μπετόν, μπετον αρμέ, μπετονιέρα, μποέμ, μπουρζουάς, μπουαζερί, μπιζουτερί, μπουλανζερί, μυδράλιο, νατουραλισμός, νατουραλιστής, νεοεμπρεσιονισμός, ντοκτορά, ντεγκραντέ, ντεμπούτο, ντεφετισμός, ντεφετιστής, ντεσού, ντικταφόν, νικοτίνη, νομιναλισμός, νομιναλιστής, ντιζέρ, ντιζέζ, οπορτουνισμός, οπορτουνιστής, οπτιμισμός, οπτιμιστής, ορ τεξτ, ουνιβερσαλισμός, ουρμπανισμός, παρκετάρω, παρκετέζα, παρλαμάς, περσοναλιστής, περσοναλίστρια, παρσισμός, παρφουμαρίζομαι, παρφουμάρομαι, πασιφισμός, παρτενέρ, παστεριώνω, πενικιλίνη, πεπτίδιο, πεσιμισμός, πεσιμιστής, πεσιμίστρια, πεψίνη, πιερότος, πιετισμός, πιονιέρος, πιονιέρισσα, πλανάρω, πλασιέ, πλατερέσκ, πλουραλισμός, ποστρεστάντ, πριμιτιβισμός, πριμιτιβιστής, προβοκάτορας, προτεκτοράτο, προτεσταντισμός, ράγα, ραμποτέ, ράντα, ραντιέρης, ρασιοναλισμός, ρασιοναλιστής, ρεαλιστής, ρεαλίστρια, ρεβιζιονισμός, ρεζιοναλισμός, ρεβιζιονιστής, ρελατιβισμός, ρεπροντιξιόν, ρεφορμισμός, ρεφορμιστής, ρεφορμίστρια, ριλάξ, ριφιφί, ρομανικός, ροντό, ρουμπρίκα, σαβουάρ βιβρ, σαδισμός, σαδιστής, σαδίστρια, σανατόριο, σανφασόν, σαξόφωνο, σαξοφωνίστας, σενσουαλισμός, σεξ, σεξισμός, σεξιστής, σεξίστρια, σεξουαλισμός, σερβάντα, σερβί, σιρόπι, σιωνισμός, σιωνιστής, σιωνίστρια, σταζ, σοβινισμός, σοβινιστής, σοβινίστρια, σοκ, σοκάν, σοκάρω, σταζιέρ, βαλές, στριπτιζέζ, στριπτιζέρ, φαρσέρ, αμπιγιέρ, καρτέλ, ντεκορατέρ, πεντικιούρ, σκιέρ, σοβιέτ, σολίστ, σολιψισμός, σοσιαλισμός, σουρεαλισμός, σουρεαλιστής, σουρεαλίστρια, σουρντίνα, σουφραζέτα, στέπα, στιλίστας, ταμπλέτα, ταμπόν, τανίνη, ταπετσιέρης, τέρα, τερμίτης, τερορισμός, τικ, τοτέμ, τοτεμισμός, τούνελ, τραβεστί, τραπιστής, φιξ, τριολέτο, τροβαδούρος, τροτέζα, τσιτάτο, υβρίδιο, φαβοριτισμός, φανατισμός, φασόν, φαταλισμός, φαταλιστής, φαταλίστρια, φεμινισμός, φεμινιστής, φεμινίστρια, φετιχισμός, φετιχιστής, φετιχίστρια, φοβισμός, φοβιστής, φονταμανταλισμός, φονταμανταλιστής, φονταμανταλίστρια, φορμαλισμός, φορμαλιστής, φορμαλίστρια, φουτουρισμός, φουτουριστής, φουτουρίστρια, φραξιονισμός, φραξιονιστής, χοληστερίνη, ζουρ φιξ) κ.α.
7. ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ - ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ (ατελιέ, ρετούς, ρετουσάρω, βερνισάζ, βινιέτα, χρώματα: παλ, ακαζού, βεραμάν, γκρενά, γκουάς, γκοφρέ, γκραβούρα, γκρενά, γκροτέσκο, ιβουάρ, ιλουστρασιόν, εκρού, καντριγιέ, κρεμ, κρεπ, κρεπ ντε σιν, λιλά, ματ, μιλιμετρέ, μοβ, μπατίκ, μπεζ, μπλε μαρέν, μπλε ρουά, μπορντό, μπλοκ, μπρονζέ, ναΐφ, ντεσέν, οβάλ, οξυντέ, οπάλ, παστέλ, πλακέ, πλακέτα, πορτρέτο, πουά, πουαντιλισμός, ροζ, ροζέ, ροκοκό, σαμπανί, σιελ, σικλαμέν, σιλουέτα, σωμόν, ταμπά, τυρκουάζ, φουμέ, φωσφοριζέ, χακί, χρωμέ) κ.α.
8. ΣΥΣΚΕΥΕΣ, εξαρτήματα, Τομείς της τεχνολογίας Μέσα μεταφοράς όπως (αεροπλάνο, ράδιο, τρένο, τρακτέρ, βαγκονλί, γκιλοτίνα, εταζέρα, τελεσιέζ, τελεφερίκ, σεσουάρ, στιλό, ασανσέρ, αντάπτορας, μονόκλ, μπρελόκ, καντράν, αμπούλα, ασανσέρ, βάνα, ηλεκτροσκόπιο, ηλεκτροσόκ, καλοριφέρ, κασπό, κομπρεσέρ, κοντέρ, κοντρόλ, κολιέ, μπαλαντέζα, μπουτόν, ντουί, οβίδα, πένσα, πορτμαντώ, πρίζα, ρακόρ, ρουλεμάν, ταμπλό, τανάλια, τορπίλη, υδροπλάνο, φις, φρέζα, φριτέζα) κ.α.
9. ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ - ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ (κρουασάν, απεριτίφ, αντσούγια, (αλά) κρεμ, βελουτέ, βερμούτ, βοναπαρτισμός, βινεγκρέτ, βολοβάν, γαρνίρω, γαρνιτούρα, γκρανουλέ, γκουρμέ, γκουρμάν, γκοφρέτα, εκλέρ, εβαπορέ, εστραγκόν, ζελέ, ζαμπόν, καλορί, καναπεδάκι(α), καροτίνη, κουβερτούρα, κρεμ καραμέλ, καραμελιζέ, καφές, καφείνη, καφετιέρα, κεφίρ, κιλότο, κινίνη, κονκασέ, κονσομέ, κρέμα πατισερί, κοτιγιόν, κοτολέτα, κονφί, κρέπα, κρεπερί, κροκάν, κρουτόν, κροκέτα, λικέρ, μαγιονέζα, μαρένγκα, μαργαρίνη, μαρμπρέ, μαρμελάδα, μαρμίτα, μενού, μιλφέιγ, μον αμούρ, μπαγκέτα, μπαμπάς, μπατόν σαλέ, μπεσαμέλ, μπον φιλέ, μους ο σοκολά, μινιαρντίζ, μπουγιαμπέσα, μπεζές, μπεν μαρί, μπιφτέκι, μπριός, νουά, νουγκά, νουγκατίνα, ντεμί, ντεμί γκλας, ντεμί σεκ, ομελέτα, παντεσπάνι, πατέ, πατισερί, πικνίκ, ποσέ, πουρές, πουτίγκα, πραλίνα, πραλινέ, ραγού ή ραγκού, ρακλέτμ ρέβα, ρολό ή ρουλό, ρεστοράν, σαβαγιάρ, σαβαρέν, σαγκουίνι, σαλμί, σενιάν, σουβέρ, σορμπέ, σως, σωτάρω, σωτέ, σαμπάνια, σαμπανιζέ, σαντιγί, σουκρούτ, σπεσιαλιτέ, ταμπουλέ, τάρτα, τρούφα, φαρίν λακτέ, φραπέ, φρικασέ, φαρσί, φρουί γκλασέ ή φρουί γλασέ, φουαντρέ, φουαγκρά, φυμέ, φουκού, φραμπουάζ, προφιτερόλ, πτι μπερ, πτιφούρ, σουφλέ, σουπέ, σεφ, τρανς, φοντάν, ογκρατέν)
10 MΟΔΑ α) ρούχα: ανσάμπλ, αζούρ, ασορτί, εμαγιέ, εβαζέ, εκάι, εξαντρίκ, ζαπονέ, ζιλέ, ζιπ κυλότ, κυλόττα, ζιπούνι, σάρπα, καλσόν, καμπαρντίνα, κομπινεζόν, καλτσόν, κασκόλ, κασκορσέ, κορσές, κολάν, κουάφ, κοτόν, κλος, κρετόν, κρέπι ή κρεπ, μαροκέν, λουτρ, μαγιό, μανσέτα, μανσόν, μαντό, μελόν (καπέλο), μουλινέ, μουσελίνα, μουφλόν, μπλουζόν, μπορντούρα, μπρετέλα, ριγέ ζαρτιέρα, νεγκλιζέ, ντεκολτέ, ντρίλι, παντελόνι, παρεό, παλτό, πενιουάρ, μερσεριζέ μπουφάν, μπέρτα, μπροντερί, ντεφιλέ, ντεπιές, ντραπέ, παπιγιόν, παγέτα, πατρόν, πελερίνα, πούδρα, πλισέ, πλισές, πονζέ, ρεγιόν, ρομπ ντε σαμπρ, σαμπό, σαντούκ, σικ, σινιέ, σοσόνι, σουέτ, ταγιέρ, τόκα, τρουά-καρ, τρικό, φουλάρι, φουρό, φράκο, [[φραμ[αλάς]], ωτ κουτύρ. β) 'γούνες': βιζόν, ετόλ, λουτρ, ρενάρ γ) 'υφάσματα': βισκόζ, βουάλ, εμπριμέ, αλπακάς, καμηλό, καρό, κοτλέ, λαμέ, μπροκάρ, ντουμπλεφάς, πικέ, πλατινέ, ρελιέφ, σατέν, σατινέ, ταφτάς, τούλι δ) 'ραπτική': αμπιγιέ, δαντέλα, καπιτονέ, κρουαζέ, κορσάζ, μανεκέν, μπουτίκ, ντεμοντέ, πασαρέλα, ρεβέρ, σουά σοβάζ, τρουακάρ, φερμουάρ, φεστόνι, φροτέ, πρετ-α-πορτέ) ε) κοσμήματα (κραγιόν, κολιέ, μενταγιόν, μπιζού, μπρασελέ, φο μπιζού) κ.α.
11. Αντικείμενα - χώροι σπιτιού - μέρη - ζώα-φυτά : (αμπαζούρ, αεροζόλ, αλέα, αμπρί, απαρτεμάν, απλίκα, βαζελίνη, βιτρώ, βουλεβάρτο, γκάζι, γκαζοζέν, γκαζιέρα, γκαζόν, γκαρσονιέρα, γρίλια, εσάνς, ζαρντινιέρα, ζούγκλα, κανίς, καρμπόν, καρνέ, καναπές, κλουαζονέ, κονσόλα, κονφετί, καμπινές, καμιζόλα, καμπινέ, κολόνια, κλασέρ, λαμπατέρ, λαμπιόνι, λαντό, λούπα (φακός), μοκέτα, μπαλόνι, μπερές, μπετόνι, μπιτόνι, μπιμπελό ή μπιμπλό, μπιντές, μπιμπερό, μπολ, μπομπόνι, μπουγιότα, μπριγκέτα, μπουκέτο, νάγια, νεσεσέρ, ντεπώ, ντους, οξυζενέ, οπσιόν, πανσές, παραβάν, παρτέρι, πασπαρτού, περφορατέρ, πιλοτή, πινέζα, πλαφονιέρα, πλερέζα, πορτατίφ, πουφ, ραβιέρα, ρεζεντά, ρετιρέ, ριντό, ρουζ, ρουμπινές, σαλόνι, σαλέ, σέπαλο, σεζλόνγκ, σεκρετέρ, σεμέν (σεμεδάκια), σομιές, σουίτα, σουμέν, σουπλά, σοφίτα, ταπισερί, φερφορζέ, φλοτέρ, σακ βουαγιάζ, σερπαντίνα, σιλό, σιφονιέρα, σκαμπό, στορ, τιρμπουσόν, λάμπες μπαγιονέτ ή μινιόν, ταλκ, τουαλέτα, τούγια, τσιντσιλά, φασαμέν, φοξ τεριέ). και πολλών άλλων επιστημών
12. Γράμματα και τέχνες : ακορντεόν, ακτιβισμός, αρ νουβό, αρ ντεκό, ατελιέ, αφίσα, γκαλερί, γκραβούρα, κολάζ, μπαρόκ, ντοκτορά, ρεσιτάλ, ρεφρέν, ρετρό, σολφέζ, στιλ. κ.α
13. Λεπτότειχες κατασκευές - Αλουμινοκατασκευές ρουστίκ, κοντραπλακέ, μπριγιάν, μπριγιαντίνη, τραβέρσα, πόμολο, γαλβανιζέ, ζιργκόν, σαγρέ κ.α.
14. Κομμωτική : λακ, λοσιόν, μακιγιάζ, μακιγιάρω, κουπ, ποστίς, μιζανπλί, μπικουτί, οτ κουαφύρ περμανάντ, σαμπουάν, σινιόν, τουρμπάνι, φιλές, φιξάρω, φριζάρω,
Σημείωση: Το μήνυμα αυτό γράφτηκε 14 χρόνια πριν. Ο συντάκτης του πιθανόν να έχει αλλάξει απόψεις έκτοτε.
-
Το forum μας χρησιμοποιεί cookies για να βελτιστοποιήσει την εμπειρία σας.
Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, συναινείτε στη χρήση cookies στον περιηγητή σας.